Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

Μια δεκαετία επιτευγμάτων κατά της χρόνιας μυελογενούς λευχαιμίας

Αν σας αρέσει αυτή η ανάρτηση, διαδώστε την.

Η χρόνια μυελογενής λευχαιμία (ΧΜΛ) είναι μια μορφή καρκίνου του αίματος και του μυελού των οστών χαρακτηριζόμενη από μια ανωμαλία που αποκαλείται χρωμόσωμα Φιλαδέλφειας (Ph). Το χρωμόσωμα Ph συνθέτει ένα ελαττωματικό ένζυμο, γνωστό ως κινάση της τυροσίνης Bcr-Abl, το οποίο ευθύνεται για την αναστολή του σήματος που δίνει εντολή στον οργανισμό να σταματήσει την παραγωγή λευκών κυττάρων.
Παγκοσμίως, η χρόνια μυελογενής λευχαιμία αντιπροσωπεύει το 10-15% όλων των περιπτώσεων λευχαιμίας σε ενήλικες, με επιπολασμό μία έως δύο περιπτώσεις ανά 100.000 άτομα ετησίως. Συνήθως εμφανίζεται στη μέση ηλικία στα 45 με 55 έτη κατά μέσο όρο. Στην Ελλάδα, υπολογίζεται ότι υπάρχουν περίπου 1.200 ασθενείς.
Ραγδαία μείωση θανάτων
Το ποσοστό θανάτων από ΧΜΛ έχει μειωθεί ραγδαία τα τελευταία έτη, χάρη στην κυκλοφορία στοχευμένων αντικαρκινικών θεραπειών που έχουν μοριακό μηχανισμό δράσης, με αφετηρία το imatinib το 2001, και με πιο πρόσφατο το nilotinib το οποίο εγκρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 23 Δεκεμβρίου 2010 για τη θεραπεία ενήλικων νεοδιαγνωσθέντων ασθενών με χρόνια μυελογενή λευχαιμία θετική στο χρωμόσωμα Φιλαδέλφειας (Ph+ ΧΜΛ) σε χρόνια φάση.
Η έγκριση αυτή βασίστηκε στα αποτελέσματα κλινικής μελέτης φάσης ΙΙΙ τα οποία κατέδειξαν τη θεραπευτική ανωτερότητα του nilotinib έναντι της καθιερωμένης θεραπείας με imatinib στην επίτευξη μοριακής και κυτταρογενετικής ανταπόκρισης, καθώς και στην καθυστέρηση της εξέλιξης της νόσου με αποτέλεσμα λιγότερους θανάτους από ΧΜΛ. Η μέγιστη μοριακή ανταπόκριση, δηλαδή η σημαντική μείωση των επιπέδων της Bcr-Abl, θεωρείται ένας κρίσιμος θεραπευτικός στόχος και σχετίζεται με την καλή μακροπρόθεσμη έκβαση για ασθενείς με Ph+ ΧΜΛ σε χρόνια φάση. Η θεραπεία με nilotinib οδήγησε σε υψηλότερα ποσοστά μέγιστης μοριακής ανταπόκρισης και πλήρους κυτταρογενετικής ανταπόκρισης (δηλαδή μείωση σε μη ανιχνεύσιμα επίπεδα του χρωμοσώματος Φιλαδέλφειας, το οποίο αποτελεί χαρακτηριστικό αυτού του καρκίνου) σε σύγκριση με το imatinib.
Τα δεδομένα αυτά δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στο επιστημονικό περιοδικό The New England Journal of Medicine στο τεύχος της 17ης Ιουνίου 2010, ενώ επαληθεύτηκαν με τα 18μηνα αποτελέσματα τα οποία παρουσιάστηκαν στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Κλινικής Ογκολογίας (ASCO) το οποίο έλαβε χώρα τον Ιούνιο του 2010.
Επιπλέον, κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας επιτευγμάτων, οι επιστήμονες έχουν τελειοποιήσει εξαιρετικά ευαίσθητες εξετάσεις για την ανίχνευση αμελητέων ιχνών καρκίνου σε ασθενείς που ανταποκρίνονται στη θεραπεία.
Πριν από την εποχή της μοριακής θεραπείας, η αξιολόγηση πολλών ασθενών με ΧΜΛ βασιζόταν στην αιματολογική ανταπόκριση - μη ειδικές αιματολογικές αναλύσεις για τη μέτρηση των επιπέδων λευκοκυττάρων. Παρά την επίτευξη αιματολογικής ανταπόκρισης, όμως, οι ασθενείς ενδέχεται να φέρουν σημαντικό αριθμό κυττάρων Ph+ στον μυελό των οστών. Στις πρώτες κλινικές μελέτες του imatinib χρησιμοποιήθηκαν πιο ευαίσθητες εξετάσεις κυτταρογενετικής ανταπόκρισης, κατά τις οποίες λαμβάνεται δείγμα μυελού των οστών από τους ασθενείς και μετριούνται τα κύτταρα που περιέχουν το χρωμόσωμα Ph. Η κυτταρογενετική παρακολούθηση εθεωρείτο η πρότυπη μέθοδος αξιολόγησης της ανταπόκρισης τη δεκαετία του 1990, όταν η ΧΜΛ αντιμετωπιζόταν με λιγότερο ειδικές θεραπείες.
Καθώς όλο και περισσότεροι ασθενείς επέτυχαν πλήρη κυτταρογενετική ανταπόκριση με το imatinib (δηλαδή απουσία κυττάρων Ph+), κατέστη αναγκαίο να χρησιμοποιηθούν πιο ευαίσθητες εξετάσεις για την ανίχνευση υπολειπόμενων κυττάρων Ph+ στον οργανισμό. Ως εκ τούτου, εισήχθη η μέθοδος της μοριακής παρακολούθησης των επιπέδων Bcr-Abl. Η εξέταση αίματος που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της μοριακής ανταπόκρισης επιτρέπει την ανίχνευση ενός και μόνο κυττάρου που περιέχει την Bcr-Abl ανάμεσα σε ένα εκατομμύριο φυσιολογικά λευκοκύτταρα. Η εξέταση αυτή, εκτός από απλούστερη και λιγότερο επεμβατική για τους ασθενείς, χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη ευαισθησία σε σύγκριση με τους συνηθισμένους κυτταρογενετικούς ελέγχους.
Μοριακή παρακολούθηση
Σήμερα, η μοριακή παρακολούθηση μέσω μιας απλής και ελάχιστα επεμβατικής εξέτασης αίματος μετρά τα χαμηλότερα επίπεδα υπολειπόμενης ΧΜΛ -στα οποία οι δείκτες της λευχαιμίας είναι σχεδόν μη ανιχνεύσιμοι- κατακτώντας μια θέση ως νέος ακρογωνιαίος λίθος στην τακτική παρακολούθηση των ασθενών.
Σημειώνεται πως το nilotinib έχει επίσης εγκριθεί για τη θεραπεία των νεοδιαγνωσθέντων ασθενών από τον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ, τον Ελβετικό Οργανισμό Φαρμάκων (Swissmedic) και τις αρμόδιες αρχές της Ιαπωνίας, ενώ οι διαδικασίες υποβολής του προς έγκριση είναι σε εξέλιξη και σε άλλα κράτη παγκοσμίως.
«Είμαστε ικανοποιημένοι που η Ευρωπαϊκή Ενωση ενέκρινε το nilotinib για τη θεραπεία νεοδιαγνωσθέντων ασθενών με Ph+ ΧΜΛ σε χρόνια φάση», δήλωσε ο πρόεδρος του Ογκολογικού Τμήματος της Novartis, Herve Hoppenot. «Με αυτή τη νέα ένδειξη, οι νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς θα έχουν στη διάθεσή τους έναν αναστολέα της τυροσινικής κινάσης Bcr-Abl ο οποίος, σύμφωνα με κλινικές μελέτες, είναι ανώτερος του imatinib σε βασικές μετρήσεις αποτελεσματικότητας, συμπεριλαμβανομένης της επιβράδυνσης της εξέλιξης της νόσου στους 12 μήνες θεραπείας».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.