Πέμπτη 26 Μαΐου 2011

Κυτταρική θεραπεία εναντίον απόρριψης μοσχευμάτων

Αν σας αρέσει αυτή η ανάρτηση, διαδώστε την.
Πειράματα σε ποντίκια δείχνουν ότι θα καταργήσει την ανάγκη λήψης ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων



Κυτταρική θεραπεία εναντίον απόρριψης μοσχευμάτων
Τα ρυθμιστικά Τ κύτταρα του οργανισμού μπορούν να «εκπαιδευθούν» ώστε να μην απορρίπτουν τον μεταμοσχευμένο ιστό

Ουάσινγκτον

Μια κυτταρική θεραπεία υπόσχεται να καταργήσει την ανάγκη εφ’όρου ζωής λήψης ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων από τους ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση. Το αισιόδοξο αυτό νέο στέλνουν ειδικοί του Πανεπιστημίου του Οξφόρδης μετά από πειράματα που διεξήγαγαν σε ποντίκια.

Η θεραπεία αφορά έγχυση στον ασθενή ανοσοκυττάρων που προέρχονται από τον οργανισμό του και τα οποία έχουν προηγουμένως αφαιρεθεί και «διδαχθεί» στο εργαστήριο τον τρόπο ώστε να μην απορρίπτουν τον ξένο ιστό, όπως αναφέρουν οι ερευνητές με δημοσίευσή τους στην επιστημονική επιθεώρηση «Science Translational Medicine».

«Αναπτύξαμε μια νέα προσέγγιση για την παραγωγή κυττάρων του ανοσοποιητικού τα οποία ονομάζονται ρυθμιστικά Τ κύτταρα. Τα κύτταρα αυτά φάνηκε ότι μπορούν να αποτρέψουν την απόρριψη μεταμοσχευμένου ιστού σε ποντίκια» ανέφερε ο επικεφαλής της νέας μελέτης δρ Αντριου Μπάσελ.

Ανοσοκατασταλτικά: σωτήρες …με παρενέργειες

Για πολλούς ασθενείς η μεταμόσχευση ενός νέου οργάνου αποτελεί «δώρο ζωής». Ωστόσο προκειμένου να μη χαθεί αυτό το «δώρο» από το οποίο εξαρτάται η επιβίωση του ασθενούς απαιτείται η λήψη ισχυρών ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων. Τα φάρμακα αυτά, τα οποία καταστέλλουν την αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος απέναντι στον μεταμοσχευμένο ιστό ώστε να μη γίνει απόρριψή του, πρέπει να λαμβάνονται για ολόκληρη τη ζωή και συνδέονται με παρενέργειες.

Έτσι, όπως εξήγησε ο δρ Μπάσελ, πολλές και διαφορετικές ερευνητικές ομάδες σε ολόκληρο τον κόσμο προσπαθούν εδώ και χρόνια να αναπτύξουν νέες μεθόδους για την αποφυγή της απόρριψης των μοσχευμάτων. «Τα ρυθμιστικά Τ κύτταρα πιστεύω ότι μπορούν να δώσουν ως έναν βαθμό τη λύση» σημείωσε ο ερευνητής.

Η ομάδα από την Οξφόρδη σε συνεργασία με ειδικούς από άλλα βρετανικά πανεπιστήμια καθώς και από το Ινστιτούτο Καρολίνσκα της Στοκχόλμης έλαβε ανθρώπινα Τ κύτταρα και τα καλλιέργησε στο εργαστήριο προσθέτοντας ένα φάρμακο που ονομάζεται cilostamide. Το «κοκτέιλ» συμπλήρωναν κύτταρα του μεταμοσχευμένου ιστού.

Τα ρυθμιστικά Τ κύτταρα στο «θρανίο»


Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι το cilostamide, ένα γενόσημο φάρμακο το οποίο χορηγείται ευρέως σε άτομα με αγγειακά προβλήματα, μπλοκάρει ένα βιολογικό μονοπάτι με αποτέλεσμα να προάγεται η ανάπτυξη ρυθμιστικών Τ κυττάρων.

Είδαν επίσης ότι η ταυτόχρονη καλλιέργεια των ανοσοκυττάρων με κύτταρα του μεταμοσχευμένου ιστού «δίδαξε» στα ρυθμιστικά Τ κύτταρα να αναγνωρίζουν τον ιστό του δότη και να μην τον απορρίπτουν. Αυτό αποδείχθηκε και μετά από πειράματα σε μοντέλα ποντικών τα οποία είχαν τροποποιηθεί ώστε να διαθέτουν ανοσοποιητικό σύστημα παρόμοιο με το ανθρώπινο.

Σύμφωνα με τους ερευνητές μελλοντικά η συγκεκριμένη προσέγγιση εκτιμάται ότι θα δοκιμαστεί αρχικώς σε περιπτώσεις μεταμοσχεύσεων από ζωντανό δότη – περιπτώσεις κατά τις οποίες το μόσχευμα λαμβάνεται από συγγενικό πρόσωπο του ασθενούς ή από άλλο άτομο με ιστοσυμβατότητα.

Τα φάρμακα δεν θα είναι πλέον απαραίτητα


Οι ειδικοί θα λαμβάνουν δείγμα αίματος από τον ασθενή λίγες εβδομάδες πριν τη μεταμόσχευση προκειμένου να απομονώσουν ρυθμιστικά Τ κύτταρα και να τα καλλιεργήσουν στο εργαστήριο με τον κατάλληλο τρόπο ώστε να μάθουν να μην απορρίπτουν το μόσχευμα.

Στη συνέχεια τα κύτταρα θα επανεγχέονται στον ασθενή. Εκείνος θα υποβάλλεται στη μεταμόσχευση και αρχικώς θα του χορηγούνται ανοσοκατασταλτικά φάρμακα ώστε να ελεγχθεί η πρώτη κρίσιμη φάση της απόρριψης του μοσχεύματος. Σταδιακά όμως και καθώς τα ρυθμιστικά Τ κύτταρα θα λαμβάνουν τον έλεγχο της κατάστασης, θα μειώνονται οι δόσεις ανοσοκατασταλτικών έως ότου κάποια στιγμή τα φάρμακα δεν θα είναι πλέον απαραίτητα.

Σύμφωνα με τον δρα Μπάσελ παρότι αυτού του τύπου η κυτταρική θεραπεία βρίσκεται ακόμη χρόνια μακριά από την ευρεία εφαρμογή της, ελπίζεται ότι θα περάσει σε φάση κλινικών δοκιμών σε ανθρώπους μέσα στα επόμενα τρία ως πέντε χρόνια.





Πηγή: Εφημερίδα "ΤΟ ΒΗΜΑ"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.