Σάββατο 28 Μαΐου 2016

Οι πρώτοι serial killers στην Ελλάδα

Αν σας αρέσει αυτή η ανάρτηση, διαδώστε την.

Η συγκλονιστική ιστορία των δυο γερμανών δολοφόνων που αποκαλούνταν «κινούμενοι Χάροι».

Μπορεί ο πρώτος Έλληνας κατά συρροή δολοφόνος να είναι ο Αντώνης Δαγλής, στην πραγματικότητα, όμως, τον κύκλο του αίματος άνοιξαν στη χώρας μας, το 1969, δυο Γερμανοί οι οποίοι καταγράφονται στην ελληνική εγκληματολογία ως οι πρώτοι serial killers που έδρασαν στη χώρα μας.

Οι Χέρμαν Ντούφτ και Χανς Μπασενάουερ ήταν δυο αδίστακτοι δολοφόνοι που σκότωναν χωρίς λόγο. «Σκότωναν για να σκοτώνουν» θα πουν, αργότερα, οι ειδικοί μελετώντας το προφίλ των δυο Γερμανών που ήρθαν για να σοκάρουν μια χώρα η οποία, μέχρι εκείνη την στιγμή, γνώριζε μόνο εγκλήματα τιμής, ερωτικού πάθους, κτηματικών διαφορών και βεντέτες.

Μέσα σε 40 ημέρες, από τις αρχές Μαρτίου, έως και τα μέσα Απριλίου του 1969, οι 31χρονοι Γερμανοί, σκότωσαν 6 ανθρώπους και τραυμάτισαν ακόμη έναν χρησιμοποιώντας όπλο και μαχαίρι... με άλλοθι τη ληστεία. Η συνολική λεία της αιματηρής διαδρομής τους ήταν μόλις 35.850 δραχμές! Συγκλόνισαν την κοινή γνώμη με την αγριότητα των εγκλημάτων τους και βαφτίστηκαν από τον Τύπο της εποχής «κινούμενοι Χάροι» καθώς τους περισσότερους στόχους τους, τους διάλεξαν ταξιδεύοντας στην Εθνική Οδό.

Η βεβαιότητα τους ότι οι ελληνικές αρχές δεν θα κατάφερναν να τους εντοπίσουν, καθώς θεωρούσαν πως η Ελλάδα ήταν μια τριτοκοσμική χώρα, τους έκανε να δρουν με απίστευτο θράσος. Εντυπωσιακό είναι το γεγονός πως η δράση τους έγινε γνωστή μετά τη σύλληψη τους, καθώς η Χούντα είχε επιβάλει σιωπητήριο με αποτέλεσμα ο Τύπος να μην καταγράφει τα εγκλήματα τους σε πραγματικό χρόνο.

Η δίκη τους, μάλιστα, έγινε μόλις λίγους μήνες μετά τη σύλληψη τους, αφού οι Γερμανοί πίεζαν για την έκδοση τους καθώς ήθελαν να τους δικάσουν εκείνοι, όμως, το καθεστώς αρνήθηκε αφού αποφάσισε να παρουσιάσει στον κόσμο μια μεγάλη επιτυχία που θα εδραίωνε την πεποίθηση της ασφάλειας στους πολίτες, ασφάλεια την οποία προσπαθούσε να καλλιεργήσει.

Οι δυο Γερμανοί έμειναν αμετανόητοι μέχρι το τέλος και παρά το γεγονός ότι ομολόγησαν τα εγκλήματα τους επιχείρησαν να αποφύγουν τη θανατική ποινή ισχυριζόμενοι πως ήταν ομοφυλόφιλοι και είχαν ερωτική σχέση. Μια σχέση εξάρτησης, όπως είχε ισχυριστεί ο Μπασενάουερ, σε μια προσπάθεια να πείσει πως υπήρξε υποχείριο του συνεργού του Ντούφτ. Τίποτα από όλα αυτά, όμως, δεν επιβεβαιώθηκε στο δικαστήριο και οι δυο γερμανοί serial killers καταδικάστηκαν 5 φορές σε θάνατο και εκτελέστηκαν λίγους μήνες μετά την αποκάλυψη των εγκλημάτων τους. Είναι οι μοναδικοί αλλοδαποί που εκτελέστηκαν στην Ελλάδα.



Το προξενιό και η μεγάλη ζωή

Ο Χανς Μπασενάουερ και ο Χέρμαν Ντούφτ, φαινομενικά ήταν δυο άνθρωποι που δεν είχαν κανένα κοινό εκτός από την ηλικία: Γεννήθηκαν και οι δυο το 1938, στη Φρανκφούρτη. Ο Μπασενάουερ ήταν υδραυλικός στο επάγγελμα, παντρεμένος, με τρία παιδιά. Ήταν ένας μικροαστός που ποτέ δεν είχε απασχολήσει τις Αρχές.

Ο Χέρμαν Ντούφτ, πάλι, είχε άλλη πορεία. Από την εφηβική του ηλικία ήταν μέλος συμμορίας και στα μέσα της δεκαετίας του '50 συνελήφθη, ενώ προσπαθούσε να περάσει παράνομα στη Γαλλία. Ο νεαρός, τότε, Ντούφτ, οδηγήθηκε στο αναμορφωτήριο και στα 21 του εντάχθηκε στη Λεγεώνα των Ξένων και υπηρέτησε επί 36 μήνες στην Αλγερία. Όταν επέστρεψε βρήκε τις παλιές του παρέες και άρχισε να κάνει ληστείες.

Αν και ο Μπασενάουερ περιγράφεται, από όσους τον γνώρισαν, ως ένας άβουλος χαρακτήρας, ο Ντούφτ είχε χαρακτηριστικά ηγέτη αλλά ήταν αδίστακτος. Δεν είναι ξεκάθαρο πως οι δυο Γερμανοί συναντήθηκαν. Το βέβαιο είναι πως ήρθαν στη χώρα μας γιατί ένας Έλληνας έκανε προξενιό στο Ντούφτ. Και οι δυο συστήθηκαν ως ευκατάστατοι εκπρόσωποι φαρμακευτικής εταιρίας και ο Μπασενάουερ… ξεχνώντας τη γυναίκα και τα παιδιά του στη Γερμανία υπόσχεται γάμο σε μια γοητευτική 18χρονη Ελληνίδα, τη Ρένα, η οποία ήταν αδελφή ενός φίλου του ράφτη. Οι δυο Γερμανοί έμειναν, για περίπου 10 ημέρες στον Αστέρα της Βουλιαγμένης και εκεί, προφανώς, αποφάσισαν να αλλάξουν σελίδα στη ζωή τους.

Ταξίδεψαν στη Γερμανία και επέστρεψαν στην Ελλάδα το Μάρτιο του ’69 με την πράσινη Mercedes του Ντούφτ. Το πορτ-παγκάζ του αυτοκινήτου τους ήταν γεμάτο με όπλα, μαχαίρια και εκρηκτικά. Κανείς δεν κατάλαβε πως είχαν μαζί τους ένα μικρό οπλοστάσιο. Άλλωστε, ο έλεγχος στα σύνορα ήταν υποτυπώδης για δυο γερμανούς πολίτες…



Οι 31χρονοι επιστρέφοντας στην Ελλάδα άρχισαν να κάνουν τη μεγάλη ζωή. Διέμεναν σε πολυτελές ξενοδοχείο και γλεντούσαν σε γνωστά καμπαρέ της εποχής, έχοντας στο πλευρό τους γοητευτικές γυναίκες.

Τα χρήματα τους, όμως, γρήγορα τελείωσαν. Έτσι, έφυγαν από τον Αστέρα και νοίκιασαν ένα ημιυπόγειο διαμέρισμα στο Κολωνάκι. Τότε αποφάσισαν πως ο πιο εύκολος τρόπος για να βρουν χρήματα είναι να ξεκινήσουν τις ληστείες. Ο Ντούφτ, άλλωστε, ήταν έμπειρος και οι δυο τους πίστευαν πως η ελληνική αστυνομία δεν είχε τα μέσα για να τους εντοπίσει.
Αδίστακτοι δολοφόνοι

Τα ξημερώματα της 6ης Μαρτίου, οι δυο Γερμανοί, ντυμένοι με στολές αμερικανών στρατιωτών και οδηγώντας ένα αυτοκίνητο που είχαν κλέψει από το πάρκινγκ της Αμερικανικής Βάσης στο Ελληνικό, εισβάλλουν σε ένα βενζινάδικο στους Αγίου Θεοδώρους, στη Θήβα. Αφού βάζουν καύσιμα στο αυτοκίνητο παρασύρουν τον υπάλληλο του πρατηρίου Νίκο Καναρή και τον 22χρονο φαντάρο Κωνσταντίνο Κούλη, ο οποίος βρισκόταν εκεί τυχαία για να κάνει ωτοστόπ, στο εσωτερικό του βενζινάδικου. Παίρνουν τις εισπράξεις από το ταμείο, περίπου 3.500 δρχ., ο Ντούφτ εκτελεί τους δυο άνδρες και στη συνέχεια τους μαχαιρώνει.


Ο Χέρμαν Ντουφτ

Σε ένα ράντζο, μέσα στο βενζινάδικο, κοιμάται ο δεύτερος υπάλληλος του πρατηρίου, ο Αναστάσιος Γκυζίνος. Οι πυροβολισμοί τον ξυπνούν και επιχειρεί να κρυφτεί κάτω από το κρεβάτι. Ο Ντούφτ, όμως, τον εντοπίζει και τον πυροβολεί σχεδόν εξ επαφής. Δεν αντιλήφθηκε, ωστόσο, πως η σφαίρα του… έχασε το δρόμο της και δεν κατάφερε να σκοτώσει τον υπάλληλο που έμεινε πίσω αιμόφυρτος. Το εγκληματικό δίδυμο έφυγε και ο Γκυζίνος σύρθηκε μέχρι το τηλέφωνο και κάλεσε τυχαία έναν αριθμό. Όταν ζήτησε βοήθεια από τη γυναίκα που του απάντησε στην γραμμή εκείνη νόμιζε πως ήταν φάρσα και έκλεισε το τηλέφωνο. Λίγα λεπτά αργότερα, ένας οδηγός φορτηγού σταμάτησε στο βενζινάδικο, είδε το μακελειό και ειδοποίησε την αστυνομία.

Το βράδυ της 13ης Μαρτίου οι Μπασενάουερ και Ντούφτ αποφασίζουν και πάλι να δράσουν. Στόχος αυτή τη φορά η βίλα ενός Ελληνοαμερικανού στη Βούλα. Η οικεία του Παντελή Αθηναίου είχε τραβήξει το ενδιαφέρον του Ντούφτ καθώς έξω από αυτή στάθμευε ο ιδιοκτήτης την παλιά Μπιούικ του. Οι δυο Γερμανοί μπήκαν στη βίλα από ένα παράθυρο και αφού έψαξαν όλα τα δωμάτια, δεν κατάφεραν να βρουν χρήματα. Έτσι αποφάσισαν να περιμένουν τον ιδιοκτήτη ο οποίος απουσίαζε. Έφαγαν ό,τι βρήκαν στο ψυγείο, ήπιαν μπύρες και στη συνέχεια κοιμήθηκαν. Όταν ο Αθηναίος επέστρεψε, τον περίμεναν πίσω από την πόρτα. Τον απείλησαν με το όπλο και εκείνος τους έδωσε όσα χρήματα είχε στην τσέπη του. Αυτή τη φορά ήταν η σειρά του Μπασενάουερ να σκοτώσει. Κάτω από τις οδηγίες του Ντούφτ, πήρε ένα ρόπαλο και χτύπησε με δύναμη τον άνδρα στο κεφάλι. Στη συνέχεια πήρε το αιμόφυρτο πτώμα και το μετέφερε στην μπανιέρα. Ο Μπασενάουερ τότε κατέρρευσε, δεν άντεξε στη θέα του νεκρού και έκανε εμετό μέσα στο μπάνιο.


Ο Χανς-Βίλχεμ Μπασενάουερ

Το φρικτό έγκλημα θορύβησε τη χωροφυλακή η οποία άρχισε εντατικές έρευνες. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της έρευνας στον τόπο του εγκλήματος, εντοπίστηκαν τα αποτυπώματα ενός, γνωστού στις αρχές, σεσημασμένου κλέφτη αυτοκινήτων. Η σύλληψη δεν άργησε να γίνει και ενώ αρχικά ο κρατούμενος αρνήθηκε οποιαδήποτε εμπλοκή του με το έγκλημα, τελικά ομολόγησε, κάνοντας μάλιστα και αναπαράσταση! Όπως, όμως, προέκυψε στη συνέχεια ο συγκεκριμένος άνθρωπος υπέστη απίστευτα βασανιστήρια με αποτέλεσμα να παραδεχτεί μία δολοφονία που δεν είχε διαπράξει…

Οι αρχές δεν είχαν συνδέσει τις δολοφονίες και οι δράστες ήταν πεπεισμένοι πως κανείς δεν τους αναζητεί. Τη Μεγάλη Δευτέρα πήραν ένα ταξί από το κέντρο της Αθήνας με προορισμό τη Βουλιαγμένη. Στο Καβούρι, ο Μπασενάουερ απείλησε με το όπλο του τον οδηγό Γιάννη Φραγκιαδάκη και του ζήτησε να βγει από το δρόμο και να κατευθυνθεί σε ένα δάσος. Εκεί, οι δυο Γερμανοί σκότωσαν τον άτυχο ταξιτζή χτυπώντας τον πισώπλατα με μαχαίρι. Οι δυο δράστες πήραν περίπου 200 δρχ. που είχε το θύμα στην τσέπη του και επέστρεψαν στην Αθήνα με το ταξί. Το πτώμα βρήκε, λίγες ώρες αργότερα, ένα 10χρονο παιδί και ειδοποίησε την αστυνομία.

Τα χρήματα που πήραν από τον ταξιτζή ήταν πολύ λίγα και οι δυο Γερμανοί αποφάσισαν, δυο ημέρες μετά, να ξαναχτυπήσουν. Στόχος τους αυτή τη φορά ένα βενζινάδικο στη Μαλακάσα.

Ο υπάλληλος του πρατηρίου, Γιάννης Τσουτσάνης, δέχτηκε επίθεση από το δίδυμο των δολοφόνων. Αφού πρώτα λήστεψαν το ταμείο στη συνέχεια οι δράστες οδήγησαν τον 40χρονο υπάλληλο σε ένα κοντινό άλσος. Παρά το γεγονός ότι ο Τσουτσάνης εκλιπαρούσε τον Μπασενάουερ να μην τον σκοτώσει, εκείνος άρχισε να τον μαχαιρώνει. Το παλτό, όμως, που φορούσε ο υπάλληλος ήταν χοντρό και χρειάστηκε να… βοηθήσει και ο Ντούφτ για να τον αποτελειώσουν!

Στην αστυνομία σήμανε κόκκινος συναγερμός. Ενημερώθηκαν οι υπεύθυνοι των βενζινάδικων. Περιπολικά και μυστικοί αστυνομικοί βγήκαν για περιπολία στις Εθνικές Οδούς. Οι Ντούφτ και Μπασενάουερ αντελήφθησαν ότι υπάρχει κινητικότητα από την πλευρά της αστυνομίας και αποφάσισαν να ταξιδέψουν στην Πελοπόννησο για να ληστέψουν ανυποψίαστους τουρίστες. Καθ' οδόν το φορτίο από ένα φορτηγό που τους προσπέρασε έπεσε επάνω στη Mercedes τους με αποτέλεσμα να σπάσει το ένα της φανάρι. Οι δυο Γερμανοί αποφάσισαν να επιστρέψουν στην Αθήνα, όμως, το διεστραμμένο μυαλό τους έστησε ένα ακόμη κόλπο… το τελευταίο, όπως θα αποδειχθεί στη συνέχεια.

Σταμάτησαν στην άκρη της Εθνικής, το αυτοκίνητο τους και προφασιζόμενοι βλάβη κάλεσαν σε βοήθεια ένα διερχόμενο οδηγό. Ήταν ο Γιώργος Παπαγεωργίου, έλληνας μετανάστης στη Γερμανία, ο οποίος επέστρεφε με το αυτοκίνητο του, μία BMW, για να κάνει Πάσχα με την οικογένεια του στην Αθήνα.

Ο Παπαγεωργίου έσκυψε πάνω από τη μηχανή της Mercedes για να εντοπίσει τη βλάβη και τότε δέχτηκε το μοιραίο χτύπημα από τον Μπασενάουερ, ο οποίος τον πυροβόλησε. Οι δυο άνδρες, αφού πήραν από τις τσέπες του Παπαγεωργίου 100 μάρκα και 300 δρχ., έκρυψαν το πτώμα του μέσα σε θάμνους και επέστρεψαν και με τα δυο αυτοκίνητα στην Αθήνα.

Πάρκαραν την τρακαρισμένη Mercedes σε ένα απόμερο δρόμο στο Χαϊδάρι και συνέχισαν τη βόλτα τους με τη BMW του θύματος τους.
Η ακριβή Mercedes στη φτωχογειτονιά και οι σταγόνες αίματος που τους πρόδωσαν

Τα ξημερώματα του Μεγάλου Σαββάτου, οι Ντούφτ και Μπασενάουερ επέστρεψαν στο Χαϊδάρι για να πάρουν τη Mercedes και τότε διαπίστωσαν πως τους περίμενε η αστυνομία. Δεν είχαν φανταστεί πως η Mercedes ήταν ένα αυτοκίνητο που θα ξεχώριζε σε μια περιοχή, όπως ήταν τότε, το Χαϊδάρι. Ο Παναγιώτης Ταμπουράκης και η μητέρα του Μαρία είχαν παρατηρήσει το αυτοκίνητο το οποίο ήταν παρκαρισμένο έξω από το σπίτι τους. Αυτό που τους τράβηξε το ενδιαφέρον, όμως, και ειδοποίησαν την αστυνομία, ήταν οι σταγόνες του αίματος που είδαν στα καθίσματα.

Οι δυο Γερμανοί είδαν έναν χωροφύλακα να περιμένει δίπλα από τη Mercedes και ο Ντούφτ είπε στον Μπασενάουερ πως στην περίπτωση που επιχειρήσει να τον συλλάβει, την ώρα που θα έπαιρνε το αυτοκίνητο, έπρεπε να πλησιάσει και να τον σκοτώσει. Τελικά, το σχέδιο δεν ολοκληρώθηκε. Με τη βοήθεια του Ταμπουράκη, ο οποίος αργότερα τιμήθηκε με τον Αργυρό Σταυρό, ο Ντούφτ συνελήφθη, ενώ ο Μπασενάουερ κατάφερε να διαφύγει, χωρίς ωστόσο να τον αντιληφθούν οι χωροφύλακες.


Η δασκάλα Μαρία Ταμπουράκη

Όταν άνοιξαν το αυτοκίνητο στην Ασφάλεια, βρήκαν όλα τα όπλα ακόμη και το ματωμένο μαχαίρι με το οποίο είχαν διαπράξει τη δολοφονία, λίγες ώρες νωρίτερα. Ο Ντούφτ, ωστόσο, ισχυριζόταν ότι δεν είχε καμία σχέση με τα όπλα και επέμενε πως είχε ραντεβού με ένα φίλο του στο ξενοδοχείο Άστορ. Οι χωροφύλακες έσπευσαν στο ξενοδοχείο και εκεί βρήκαν τα στοιχεία του Μπασενάουερ. Τότε έστησαν μια έξυπνη παγίδα στο Ντούφτ, λέγοντας του ότι ο φίλος του συνελήφθη, και ομολόγησε τα πάντα.

Ο Ντούφτ, πιστεύοντας πως ήδη οι Αρχές γνωρίζουν τις δολοφονίες, άρχισε να αποκαλύπτει βήμα προς βήμα την εγκληματική τους δράση, με τελευταία τη δολοφονία του έλληνα μετανάστη, το πτώμα του οποίου δεν είχε ακόμη βρεθεί. Η χωροφυλακή, λίγες ώρες αργότερα, συνέλαβε και τον Μπασενάουερ στο διαμέρισμα του Κολωνακίου.

Η αστυνομία έδωσε συνέντευξη Τύπου και η κοινή γνώμη έμεινε άφωνη από την αγριότητα των εγκλημάτων. Η σύζυγος του Μπασενάουερ, στη Γερμανία, έπαθε σοκ και λέγεται πως επιχείρησε να αυτοκτονήσει χωρίς, όμως, να τα καταφέρει.

Η δίκη και η οργή των συγγενών

Στις 21 Ιουλίου του 1969, την ημέρα που ο άνθρωπος πάτησε για πρώτη φορά στη Σελήνη, οι δυο Γερμανοί κάθισαν στο εδώλιο προκειμένου να δικαστούν για τα αποτρόπαια εγκλήματα που είχαν διαπράξει. Στην ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα ήταν και οι μαυροφορεμένες χήρες των θυμάτων τους που, με τα παιδιά τους στην αγκαλιά, φώναζαν κατάρες για τους δυο δράστες. Είναι ενδεικτικό πως κανένας δικηγόρος δεν θέλησε να αναλάβει την υπεράσπιση των κατηγορουμένων και το δικαστήριο υποχρεώθηκε να διορίσει το νεαρό, τότε, δικηγόρο Δημήτρη Ταταράκη.

Κανένας μάρτυρας υπεράσπισης δεν κατέθεσε στη δίκη στην οποία βασικός μάρτυρας κατηγορίας ήταν ο Αναστάσιος Γκυζίνος, το μοναδικό θύμα τους που επέζησε, για να πεθάνει στις αρχές της δεκαετίας του ’90, λόγω των τραυμάτων που έφερε από τη δολοφονική επίθεση, τραύματα από τα οποία δεν ανάρρωσε ποτέ.

Οι δυο κατηγορούμενοι στις απολογίες τους, όπως αναφέρει ο Τύπος της εποχής, δεν έδειξαν καμία μεταμέλεια. «Παρακολουθούσαν με προσοχή, υπέβαλαν ερωτήσεις, διαμαρτύρονταν, εκτόξευσαν απειλές και στο τέλος ο Ντούφτ αποπειράθηκε να αποδράσει κατά τρόπο γκανγκστερικό», όπως ανέφερε το ρεπορτάζ, περιγράφοντας την προσπάθεια του Ντούφτ να πάρει το όπλο από ένα χωροφύλακα και να φύγει από τη δικαστική αίθουσα.


Ο Ντούφτ ήταν «σκληρός και χαμογελαστός», ενώ ο Μπασενάουερ «σκυθρωπός και σιωπηλός». Αυτό που επεδίωκαν ήταν να αποφύγουν την θανατική ποινή. Είπαν ακόμη και ότι είχαν ερωτική σχέση μεταξύ τους, ένας ισχυρισμός που από πολλούς χαρακτηρίστηκε, εκείνη την περίοδο, «τέχνασμα των συνηγόρων» για να απαλλαγεί τουλάχιστον ο Μπασενάουερ. Μετά από ακροαματική διαδικασία 3 ημερών, ο εισαγγελέας της έδρας πρότεινε την καταδίκη των δυο κατηγορουμένων και την ποινή του θανάτου. Η ετυμηγορία του δικαστηρίου ήταν 5 φορές σε θάνατο . Την απόφαση ανακοίνωσε ο πρόεδρος ο οποίος και καταχειροκροτήθηκε. «Ξέρω ότι φταίω, αλλά δεν περίμενα τέτοια ποινή. Δεν φοβάμαι όμως», σχολίασε ο Ντουφτ, αμέσως μετά την απόφαση, μιλώντας στους δημοσιογράφους.

Πέντε μήνες μετά την καταδικαστική απόφαση, οι δυο Γερμανοί οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Στις 16 Δεκεμβρίου του 1969, ο Μπασενάουερ, κλαίγοντας με λυγμούς και με δεμένα τα μάτια, εκτελέστηκε στην Αίγινα. Την ίδια περίπου ώρα, στην Κέρκυρα, ο Ντούφτ, ψύχραιμος και κοιτώντας στα μάτια τους άνδρες του αποσπάσματος, φώναζε «Γεια σας παιδιά», λίγο πριν πέσει νεκρός.


Πηγή: http://www.newsbeast.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.