Φυσικά κανείς απ’ τους δύο -και κανείς γενικά όταν ξεκινάει μια σχέση- δεν είπε συνειδητά και ξεκάθαρα «εγώ θέλω να τον (την) αλλάξω». Βλέποντας όμως μέσα από το πρίσμα του έρωτα κάποια στοιχεία του άλλου που έμοιαζαν λίγο «δύσκολα», είχαν μέσα τους την πεποίθηση ότι μέσα από τη σχέση και την αγάπη «θα αλλάξει».
Αν ήταν διαφορετικά, ίσως να μην ξεκινάγαμε ποτέ σχέσεις με προοπτική «σοβαρή» γιατί θα βλέπαμε απ’ την αρχή όλα αυτά με τα οποία πρόκειται στο μέλλον να δυσκολευτούμε.
Υπάρχουν βέβαια μερικές περιπτώσεις που η πρόθεση «εγώ θα τον αλλάξω» εκφράζεται ξεκάθαρα απ’ την αρχή της σχέσης. Κάποιοι άνθρωποι ξεκινούν σχέσεις, επειδή κάπως ψυχρά και ορθολογιστικά, βλέπουν σε έναν άλλο άνθρωπο κάποια στοιχεία που τους «κάνουν». Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, μπορεί μάλιστα μια τέτοια σχέση, απαλλαγμένη από τις αυταπάτες του έρωτα, να πάει πολύ καλά. Καμιά φορά όμως δε σταματάει εκεί, αλλά με εντελώς υπολογιστικό τρόπο, ξεκινάει μία προσπάθεια «να τον φέρω στα μέτρα μου». Αυτό, πέρα από το ότι συνήθως αποδεικνύεται μάταιο, έχει και μία λογική χειρισμού του άλλου που δεν αφήνει κανένα περιθώριο ειλικρίνειας και αυθεντικότητας μέσα στη σχέση και μάλλον την οδηγεί στη διάλυση.
Γενικά πάντως, όταν δύο άνθρωποι ερωτεύονται, είναι στην αρχή ακριβώς οι διαφορές τους που κάνουν τον ένα στον άλλο ελκυστικό. Αργότερα, οι διαφορές αυτές αποβαίνουν ενοχλητικές επειδή λείπει η αμοιβαία κατανόηση για τις εκατέρωθεν ιδιαιτερότητες. Γιατί δεν μπορούμε να έχουμε αυτή την κατανόηση; Τι είναι αυτό που μας κάνει να θέλουμε να αλλάξουμε τον άλλο και ως άλλοι θεοί, να τον πλάσουμε όπως θα θέλαμε εμείς να είναι;
Για να έχουμε τον έλεγχο
Για κάθε ερωτική-συντροφική σχέση ισχύει ότι θέλουμε να νιώθουμε ότι μπορούμε να έχουμε επιρροή πάνω στον άλλο. Αυτό μας κάνει να αισθανόμαστε ότι μετράμε γι’ αυτόν, ότι οι επιθυμίες μας, τα συναισθήματα μας, οι σκέψεις μας, η προσωπικότητα μας είναι σημαντική γι’ αυτόν. Είναι ωραίο να ξέρουμε ότι ο άλλος αλλάζει, ακόμη ωραιότερο ότι γίνεται «καλύτερος άνθρωπος» για χάρη μας.
Αυτό συμβαίνει στις σχέσεις. Είτε απλά και σιωπηλά επειδή προσαρμοζόμαστε, εξελισσόμαστε, ωριμάζουμε υπό την επήρεια της σχέσης, είτε μέσα από την κριτική του άλλου και τις συγκρούσεις, όταν είμαστε σε θέση να δούμε τον εαυτό μας μέσα από τα μάτια του και να παραδεχτούμε τις «αδυναμίες» μας. Ανάμεσα όμως σ’ αυτή την αμοιβαία «μεταμόρφωση» που γίνεται για το καλό της σχέσης και την φιλοδοξία να γίνει ο άλλος όπως τον θέλουμε εμείς, η διαφορά είναι τεράστια. Η φιλοδοξία αυτή δεν είναι άλλο από την ανάγκη να έχουμε τον έλεγχο πάνω στη σχέση, που σε μερικούς ανθρώπους είναι ιδιαίτερα μεγάλη.
Όσο πιο ανασφαλής αισθάνεται κανείς, όσο πιο μεγάλη ανάγκη έχει να στηριχτεί πάνω στον άλλο και να εξαρτήσει την ευτυχία του απ’ αυτόν, τόσο μεγαλύτερη είναι και η ανάγκη να τον «φέρνει στα μέτρα του» ώστε να μη χάνει τον έλεγχο.
Για να μην αλλάξουμε εμείς
Όταν σ’ ένα ζευγάρι αρχίσουν οι γκρίνιες και τα παράπονα, μια πολύ συνηθισμένη φράση είναι «αν εσύ ήσουν αλλιώς δεν θα φερόμουν κι εγώ έτσι». Ο άλλος μας κρατάει τον καθρέφτη μέσα στον οποίο βλέπουμε τον εαυτό μας. Στην αρχή της σχέσης η εικόνα που βλέπουμε μέσα σ΄ αυτόν είναι πολύ κολακευτική. Όταν όμως ο άλλος αρχίσει να «μην είναι πια αυτός που ήταν στην αρχή», δεν βλέπουμε μόνο αυτόν να γίνεται «χειρότερος» αλλά αρχίζει και η εικόνα του εαυτού μας να είναι λιγότερο τέλεια. Τότε είναι που ελπίζουμε ότι αλλάζοντας τον άλλο θα αλλάξουμε κι εμείς και η σχέση, επειδή αυτό είναι πολύ πιο εύκολο και λιγότερο επώδυνο απ’ το να αμφισβητήσουμε τον εαυτό μας και να προσπαθήσουμε να τον αλλάξουμε.
Για να μην εγκαταλείψουμε τις προσδοκίες μας
Κάθε σχέση ξεκινάει με προσδοκίες. Περιμένουμε πράγματα από το σύντροφο μας, από τη σχέση μας, από την κοινή μας ζωή, από τη ζωή μας. Ο «ρομαντισμός» που επικρατεί όταν δινόμαστε με τον ενθουσιασμό του έρωτα σε μια σχέση, μας κάνει να πλάθουμε όνειρα και να τρέφουμε φαντασιώσεις. Καθώς περνάει ο καιρός επανερχόμαστε στην πραγματικότητα –θέλοντας και μη- και αναγκαζόμαστε να συμβιβαστούμε με κάτι λιγότερο απ’ αυτό που είχαμε φανταστεί. Παρόλα αυτά, δεν είναι εύκολο να χαμηλώσει κανείς τις προσδοκίες του για μια «ευτυχισμένη σχέση», για «ευτυχισμένη ζωή». Έτσι, συντηρείται στο μυαλό πολλών ανθρώπων η πεποίθηση ότι τα προβλήματα στη σχέση, οι δυσκολίες, η μιζέρια που φέρνει πολλές φορές η καθημερινότητα της ζωής θα άλλαζαν και όλα θα γινόντουσαν καλύτερα αν ο άλλος άλλαζε, αν «είχε αυτό και δεν είχε εκείνο», αν ήταν «λίγο πιο…» και «λιγότερο…».
Αυτά που δεν μας αρέσουν στον άλλο γίνονται ξαφνικά η αιτία που δεν περνάμε καλά. Κι επειδή δεν θέλουμε ή δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι ίσως αυτό που φαντασιωνόμαστε δεν είναι εφικτό, προτιμάμε να ρίχνουμε την ευθύνη στα στραβά του άλλου.
Η επιθυμία μας να αλλάξουμε τον άλλο και το γεγονός ότι έχουμε προσδοκίες απ’ τη σχέση δεν είναι μόνο αρνητικό. Όποιος δεν έχει καμία απαίτηση απ’ τον άλλο και συμβιβάζεται με όλα μπορεί και να έχει παραιτηθεί εσωτερικά από τη σχέση. Αυτά που περιμένουμε απ’ τον άλλο όταν θέλουμε να τον αλλάξουμε, κρύβουν και μια ευκαιρία για πραγματική αλλαγή και εξέλιξη. Υπάρχουν όμως ορισμένοι όροι και προϋποθέσεις.
-Η αμοιβαιότητα. Ό,τι ισχύει για μας ισχύει άλλο τόσο και για τον άλλο. Δεν μπορεί να πιστεύουμε ότι εμείς είμαστε τέλειοι και μόνο ο άλλος πρέπει να αλλάξει. Μόνο όταν παραδεχτούμε (ειλικρινά και απέναντι στον εαυτό μας κυρίως) ότι έχουμε κι εμείς τα στραβά μας που συντελούν στα προβλήματα της σχέσης είμαστε σε θέση να κινητοποιήσουμε και τον άλλο να αλλάξει. Καλό είναι λοιπόν, αν στη σχέση έχει παγιωθεί μία κατάσταση «ο ένας πάντα γκρινιάζει και ο άλλος πάντα αμύνεται» να αντιστρέφουμε ενίοτε τους όρους και να ρωτάμε τι παράπονα έχει ο άλλος από μας.
- Ο σεβασμός στην προσωπικότητα του άλλου. Κάθε άνθρωπος έχεi, σύμφωνα με τον C.G. Jung, ένα πυρήνα του χαρακτήρα του που χρωματίζει τη συμπεριφορά του και τον τρόπο που αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα. Αυτόν τον πυρήνα δεν μπορούμε να τον αλλάξουμε , κάπως όπως δεν μπορούμε να ζητήσουμε από μία τίγρη να αλλάξει τις ραβδώσεις που έχει η γούνα της. Αν μας ενδιαφέει η σχέση αυτή, μας μένει μόνο να μάθουμε να τον αποδεχόμαστε.
-Η αλλαγή δεν μπορεί να γίνει μόνο μέσα από την αρνητική κριτική, τη γκρίνια, το θυμό και την επιθετικότητα. Για να νιώσει ο άλλος τι είναι αυτό που μας ενοχλεί πραγματικά πρέπει να δει και νιώσει και την πιο ευαίσθητη και μαλακή μας πλευρά: αυτή που λυπάται για ό,τι συμβαίνει, που νιώθει μοναξιά, που έχει ανάγκη από την τρυφερότητα και την οικειότητα μαζί του. Από φόβο μήπως ο άλλος «επωφεληθεί» από την αδυναμία μας τείνουμε να δειχνόμαστε πιο σκληροί από ό,τι νιώθουμε πραγματικά. Όταν όμως του δείχνουμε την πιο μαλακή πλευρά μας χωρίς κάθε φορά να τον στήνουμε στον τοίχο, του δίνουμε την ευκαιρία να αντιδράσει με νιάξιμο και κατανόηση και να έρθει πιο κοντά μας.
!!Δεν συνειδητοποιούμε ότι τις πιο πολλές φορές, αυτά που μας εξοργίζουν στον άλλο και θέλουμε να τα αλλάξουμε ή, ει δυνατόν, να τα διαγράψουμε, είναι η «άλλη όψη του νομίσματος» αυτών ακριβώς των στοιχείων που μας γοήτευσαν και τον έκαναν να είναι πολύ ελκυστικός για μας. Έτσι, το ότι δεν ξεκουνιέται και μας κάνει να βαριόμαστε είναι ίσως η άλλη πλευρά της ηρεμίας που τόσο μας άρεσε τον πρώτο καιρό. Το ότι κάνει σκηνές ζηλοτυπίας και θέλει συνεχώς να μας ελέγχει είναι η άλλη πλευρά του πάθους με το οποίο μας διεκδίκησε στην αρχή και που μας έκανε να ζήσουμε τόσο έντονες στιγμές. Κι αν τον βλέπουμε να είναι συνεχώς στον κόσμο του, ασυνεπής και ανεύθυνος, αυτό σίγουρα δεν είναι άσχετο με την χαλαρή, μποέμικη γοητεία που εξέπεμπε και που μας έκανε να τον ερωτευτούμε.
Πηγή: http://www.boro.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.