Καρδιαγγειακές παθήσεις
Η ανασκόπηση ερευνών, που σχετίζονται με τη νοσηρότητα και θνησιμότητα των καρδιαγγειακών παθήσεων, έδειξαν ότι υπάρχει σοβαρή συσχέτιση με την παχυσαρκία. Η επίδραση αυτή δεν φαίνεται να εξαρτάται μόνον από την παχυσαρκία, αλλά και από την επιδείνωση που προκαλεί η τελευταία σε ορισμένους παράγοντες κινδύνου, όπως λ.χ είναι η υπέρταση, ο σακχαρώδης διαβήτης, η υπερλιπιδαιμία και άλλοι. Παρατηρήθηκε, επίσης, ότι επί διακοπής του καπνίσματος τα λεπτόσωμα άτομα εμφάνιζαν μικρότερο ποσοστό θνησιμότητας, από εκείνο των παχύσαρκων. Είναι γνωστό, ότι η αρτηριακή πίεση, τα λιπίδια του πλάσματος, η γλυκόζη και το ουρικό οξύ αυξάνονται όταν τα άτομα κερδίζουν σημαντικό σωματικό βάρος. Για κάθε αύξηση κατά 10% στο ιδανικό βάρος η συστολική πίεση αυξάνει κατά 6.5mm, η χοληστερόλη του πλάσματος κατά 12mg/100ml, η γλυκόζη κατά 2 mg/100ml και παρατηρείται μικρή αύξηση του ουρικού οξέος.
Υπάρχουν, επίσης, δεδομένα ότι η παχυσαρκία, η οποία εγκαταστάθηκε σε ηλικία μεταξύ 20-40ετών, επηρεάζει δυσμενέστερα την υγεία του ατόμου και την ανάπτυξη της ισχαιμικής καρδιοπάθειάς του, από την παχυσαρκία εκείνη που παρουσιάστηκε σε μεγαλύτερη ηλικία. Έχει μάλιστα δειχθεί ότι το έμφραγμα του μυοκαρδίου, ο αιφνίδιος θάνατος και η ανεπάρκεια των στεφανιαίων αγγείων σχετίζονται επίσης και με τον υψηλό δείκτη μάζας σώματος.
Πολλές έρευνες δείχνουν ότι ο τύπος της παχυσαρκίας και ιδιαίτερα της κατανομής του λίπους στο σώμα του ατόμου (π.χ ο τύπος όπου το λίπος κατανέμεται στον κορμό ή γύρω από τα σπλάχνα), θεωρείται περισσότερο επικίνδυνος.
Γενικά, η επίδραση της παχυσαρκίας είναι πιο σοβαρή, πιο επιβλαβής στη νεότερη ηλικία, παρά σε ηλικίες μετά τα 70 έτη ζωής.
Λιπίδια πλάσματος
Παρόλο που η υπερτριγλυκεριδαιμία συνδέεται με την παχυσαρκία, η σχέση αυτή δεν είναι ιδιαίτερα ισχυρή. Αυτή, μάλιστα, σχετίζεται στενότερα με την αντίδραση στην ινσουλίνη, που εμφανίζει ο παχύσαρκος, γιατί η υπερτριγλυκεριδαιμία αυξάνει την απέκκριση των τριγλυκεριδίων στο πλάσμα, βασικά από από τις VLDL αλλά και επειδή στην παχυσαρκία παρατηρείται αύξηση των ελεύθερων λιπαρών οξέων, τα οποία, προσλαμβανόμενα σε αξιόλογες ποσότητες από το ήπαρ, έχουν τη δυνατότητα της αύξησης στην απέκκριση των τριγλυκεριδίων στο πλάσμα. Εξάλλου, αύξηση της παραγωγής των τριγλυκεριδίων είναι δυνατόν να προέλθει και από τις πρόδρομες μορφές γλυκόζης ή και άλλων μονοσακχαριτών που συσσωρεύονται και απεκκρίνονται από το ήπαρ. Αντίθετα, επειδή η λιποπρωτεϊνική λιπάση, που είναι αυξημένη στην παχυσαρκία και μάλιστα αυξάνει περισσότερο μετά την απώλεια του σωματικού βάρους, είναι πιθανόν να οδηγήσει σε μείωση των VLDL στην περιφέρεια, οπότε μειώνονται ταυτόχρονα και τα τριγλυκερίδια του πλάσματος. Σε οικογένειες που φέρουν το στίγμα της συνδυασμένης υπερλιπιδαιμίας παρατηρείται ότι τα παχύσαρκα άτομα τείνουν να εκδηλώσουν υψηλά επίπεδα VLDL, ενώ τα λεπτόσωμα εμφανίζουν αυξημένη LDL-χοληστερόλη.
Σακχαρώδης διαβήτης
Γεγονός είναι ότι υπάρχει μια ιδιαίτερα στενή σχέση μεταξύ παχυσαρκίας και σακχαρώδους διαβήτη. Στην πραγματικότητα, η παχυσαρκία θεωρείται ως ο σπουδαιότερος και ο πλέον αποφασιστικός παράγοντας για την εκδήλωση του διαβήτη και μάλιστα του τύπου II. Αναφέρθηκε ότι η κατανομή του λίπους του σώματος σχετίζεται με τη μη ανοχή γλυκόζης και επομένως με την πρόκληση υπερινσουλιναιμίας και ότι ο ανδρικός ή ο κοιλιακός τύπος είναι οι πιο επικίνδυνοι.
Αντίσταση στην ινσουλίνη
Ειπώθηκε, ότι η παχυσαρκία συνδέεται με την υπερσουλιναιμία και ειδικότερα τονίζεται ότι όσο πιο παχύσαρκο είναι το άτομο, τόσο υψηλότερα εμφανίζει τα βασικά επίπεδα της ινσουλίνης κατά τη νηστεία. Το φαινόμενο μάλιστα των υψηλών αυτών επιπέδων της ινσουλίνης, τόσο κατά τη νηστεία όσο και κατά τη διέγερση, αποδεικνύει ότι υπάρχει μια ασαφής αντίδραση των κυττάρων προς την ινσουλίνη, δηλαδή της ευαισθησίας αυτών έναντι της ινσουλίνης. Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού είναι η μειωμένη πρόσληψη γλυκόζης από την περιφέρεια, ενώ ταυτόχρονα παρατηρείται και αύξηση της ποσότητας της ινσουλίνης που εκκρίνεται από το ήπαρ. Αντίθετα, η ευαισθησία του λιπώδους ιστού συνεχίζει να παραμένει υψηλή, γεγονός που τελικά οδηγεί σε αύξηση της διοχέτευσης των θρεπτικών στοιχείων στον λιπώδη ιστό και αύξηση του μεγέθους του από την αποθήκευσή τους. Ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται με τελική απόληξη την προοδευτική επιβάρυνση του σακχαρώδους διαβήτη και της παχυσαρκίας με την πάροδο του χρόνου.
Η δράση της ινσουλίνης εκδηλώνεται μετά την είσοδό της στο κύτταρο-στόχο. Το πρώτο βήμα γι’ αυτήν είναι η σύνδεσή της με τον ειδικό υποδοχέα, ο οποίος υπάρχει στην εξωτερική μεμβράνη του κυττάρου. Εκτός όμως από αυτόν τον αρχικό ειδικό υποδοχέα υπάρχουν και άλλοι υποδοχείς στο εσωτερικό του κυττάρου. Οι υποδοχείς αυτοί συχνά είναι ελλειμματικοί, τόσο από πλευράς ποσότητας όσο και ποιότητας, οπότε η συνολική συμπεριφορά τους είναι προβληματική και οδηγεί στην υπερινσουλιναιμία και η οποία με τη σειρά της προκαλεί περαιτέρω μείωση των υποδοχέων της.
Υπέρταση
Η αύξηση της αρτηριακής πίεσης είναι μια παθολογική κατάσταση που συχνά συνοδεύει την παχυσαρκία. Η αιτιολογική συσχέτιση των δυο αυτών παθήσεων δεν είναι απόλυτα σαφής. Γεγονός όμως είναι, ότι η μείωση του βαθμού της παχυσαρκίας προκαλεί αντίστοιχη πτώση της αρτηριακής πίεσης, ενώ αντίθετα η αύξηση του σωματικού βάρους συνοδεύεται από αύξηση της υπέρτασης. Η πτώση της αρτηριακής πίεσης, που ακολουθεί τη μείωση του βαθμού παχυσαρκίας, αποδίδεται σε μείωση: του όγκου του αίματος, της κατά λεπτό ποσότητας του όγκου του αίματος και της συμπαθητικής δραστηριότητας του οργανισμού. Οι παράγοντες αυτοί θεωρούνται ως οι πλέον αποφασιστικοί για το επίπεδο της αρτηριακής πίεσης του ατόμου. Όμως, ένας άλλος παράγοντας που θα πρέπει να αναφερθεί είναι και η αποβολή του νατρίου με τα ούρα, που είναι αυξημένη τόσο σε υπερινσουλιναιμία όσο και σε χαμηλά επίπεδα ινσουλίνης στο πλάσμα (νηστεία, χορήγηση υποθερμιδικών διαιτών κ.λ.π), με τη διαφορά ότι η υπερινσουλιναιμία είναι πιθανόν να αυξάνει και την επαναρρόφηση του νατρίου στους νεφρούς.
Ο τύπος της κατανομής του λίπους φαίνεται επίσης ότι επηρεάζει θετικά το επίπεδο της αρτηριακής πίεσης, όπως συμβαίνει και στον σακχαρώδη διαβήτη. Δηλαδή, η εναπόθεση του λίπους στον κορμό ή στα σπλάχνα αυξάνει την αρτηριακή πίεση, ενώ αυτό δεν συμβαίνει αν το λίπος κατανέμεται στους γλουτούς και στους μηρούς.
Αναπνευστικά προβλήματα
Καθώς το άτομο γίνεται προοδευτικά και πιο παχύσαρκο, είναι φυσικό το μυϊκό έργο που απαιτείται για τις αναπνευστικές κινήσεις να αυξάνει σταδιακά και ννα περιορίζει το εύρος των κινήσεων του θωρακικού τοιχώματός του.
Στη φάση όμως αυτή συμβαίνει κατακράτηση CO2 και παρατηρείται κάποιος βαθμός νάρκωσης του ατόμου. Η τελευταία προκαλεί κατά περιόδους κρίσεις άπνοιας, χαρακτηριστικές κατά τη διάρκεια του ύπνου, οι οποίες επιδεινώνουν το πρόβλημα της κατακράτησης του CO2, που με τη σειρά της είναι υπεύθυνη για καταστάσεις πολυκυθαιμίας και αύξηση της συχνότητας της θρόμβωσης των αγγείων.
Σε σοβαρές περιπτώσεις αναπνευστικής ανεπάρκειας, που οφείλεται στην παχυσαρκία, είναι πιθανόν να εμφανιστούν: πνευμονική υπέρταση, διόγκωση της καρδιάς, καρδιακή ανεπάρκεια ακόμη και θάνατος (σύνδρομο Pickwick).
Χολοκυστοπάθεια
Ο κίνδυνος εμφάνισης χολοκυστοπάθειας είναι τόσο υψηλότερος όσο αυξάνεται ο βαθμός της παχυσαρκίας και είναι συχνότερος στις γυναίκες παρά στους άνδρες. Ο υπερκορεσμός της χολής με χοληστερόλη , που απεκκρίνεται στη χοληδόχο κύστη από το ήπαρ, η αύξηση απέκκρισης χοληστερόλης σ’ αυτήν καθώς και η υποκινητικότητα της χοληδόχου φαίνεται ότι αποτελούν τους κύριους παράγοντες της εμφάνισης της χολλοκυστοπάθειας.
Αρθροπάθειες
Η οστεοαρθρίτιδα, συχνά και πολλαπλή, είναι συχνότερη στους παχύσαρκους, ενώ η συχνότητα και η βαρύτητά της αυξάνεται στα μεγαλύτερα σωματικά βάρη.
Ουρική αρθρίτιδα
Στην παχυσαρκία παρατηρείται συχνή, έστω και μικρή, αύξηση του ουρικού οξέος του αίματος. Στα αρχικά στάδια συνήθως αυτή είναι ασυμπτωματική, αλλά γενικά η συχνότητα των κρίσεων της ουρικής αρθρίτιδας είναι υψηλότερη στα παχύσαρκα απ’ ότι στα λεπτόσωμα άτομα, ιδιαίτερα όταν το βάρος του σώματος είναι μεγαλύτερο από το επιθυμητό κατά 30% και πάνω.
Καρκίνος και παχυσαρκία
Η παχυσαρκία ενοχοποιείται ως σοβαρός παράγοντας κινδύνου για την ανάπτυξη ορισμένων τύπων καρκίνου. Σε μεγάλη έρευνα βρέθηκε ότι ο δείκτης θνησιμότητας σε υπέρβαρα άτομα πάνω από 40%, ήταν 1.33 για τους άνδρες και 1,55 για τις γυναίκες . Στους άνδρες, η μεγαλύτερη θνησιμότητα αφορούσε στον καρκίνο του ορθού και του προστάτη, ενώ στις γυναίκες στον καρκίνο του ενδομητρίου, της χοληδόχου, του τραχήλου της μήτρας και των ωοθηκών. Αυτό πιθανόν να οφείλεται σε ενδοκρινικές διαταραχές, όπως λ.χ είναι η αυξημένη μετατροπή των οιστρογόνων σε ανδροστενδιόνη που λαμβάνει χώρα στο λιπώδη ιστό. Εκτός, όμως, από τα υψηλά επίπεδα οιστρογόνων στις παχύσαρκες γυναίκες, παρατηρείται και αύξηση της δραστηριότητας αυτών, καταστάσεις δηλαδή που είναι πιθανόν να αιτιολογήσουν τον αυξημένο κίνδυνο για καρκίνο του μαστού σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση.
Πηγή: http://www.boro.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.