Πέντε υποθέσεις-θρίλερ που συγκλόνισαν την κοινή γνώμη.
Σοκαριστικές υποθέσεις που καθήλωσαν επί ώρες το πανελλήνιο στις τηλεοπτικές οθόνες, άλλες που ξετυλίγονταν σταδιακά αποκαλύπτοντας όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειές τους. Ιστορίες φρίκης, που διαδραματίστηκαν τη δεκαετία του ’90, ξεπερνώντας σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και τα πιο πετυχημένα σενάρια στην ιστορία του κινηματογράφου.
Ο παιδοκτόνος Μανώλης Δουρής, που εμφανιζόταν αρχικά να θρηνεί σπαρακτικά τον χαμό του 6χρονου γιου του, η τριάδα της Παλλήνης με τα σεξουαλικά όργια, τους βιασμούς και τις δολοφονίες στο όνομα του Σατανά, η ομηρία του Σορίν Ματέι και η live δραματική συνομιλία, που παρακολούθησε όλη η Ελλάδα με κομμένη την ανάσα, η πολύωρη πειρατεία στο λεωφορείο με την τραγική της κατάληξη στο Ελμπασάν της Αλβανίας, η πενταπλή δολοφονία της οικογένειας στη Θάσο από τον φοιτητή Θεόφιλο Σεχίδη, που χαρακτηρίστηκε ως το «έγκλημα του αιώνα». Υποθέσεις που ξεπερνούν κάθε όριο του ανθρώπινου νου και κατάφεραν να στοιχειώσουν τον ύπνο μας...
Υπόθεση Δουρή
Παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1994, ο 6χρονος γιος του Μανώλη και της Γεωργίας Δουρή καθυστέρησε να επιστρέψει στο σπίτι του στην Ερμιόνη, ανησυχώντας την οικογένειά του. Η αστυνομία ειδοποιήθηκε και οι έρευνες άρχισαν άμεσα. Το παιδί βρέθηκε τελικά νεκρό και σεξουαλικά κακοποιημένο από τον Μανώλη Δουρή και ένα από τα μεγαλύτερα παιδιά του, καλά κρυμμένο στον μαντρότοιχο μιας αλάνας, κοντά στο σπίτι της οικογένειας.
Η υπόθεση σοκάρει. Τραγική φιγούρα ο πατέρας, ο οποίος θρηνεί μπροστά στις κάμερες και ζητά εκδίκηση για τον χαμό του μικρού. Σύντομα όμως τα δεδομένα στην υπόθεση ανατρέπονται προς έκπληξη όλων. Ο πατέρας συλλαμβάνεται και στην ομολογία του ότι σκότωσε το ίδιο του το παιδί, προσπαθεί να δικαιολογηθεί λέγοντας: «Με κυριεύει μια σπάνια ασθένεια, με μεταμορφώνει. Με έπιαναν κρίσεις και δεν έβλεπα μπροστά μου. Ο καθένας στη θέση μου το ίδιο μπορεί να έκανε».
Ο «τραγικός πατέρας» μετατρέπεται αμέσως στα μάτια της κοινής γνώμης σε «τέρας» και «ανθρωπόμορφο κτήνος». Στη διάρκεια της δίκης, ο Δουρής, ο οποίος έπασχε από σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, αλλάζει γραμμή και δηλώνει «αθώος», κατηγορώντας μάλιστα τη σύζυγό του για τον θάνατο του παιδιού. «Θα είσαι ελεύθερη να ζήσεις τη ζωή σου, όπως εσύ το ζήτησες μαζί με τον εραστή σου με τον οποίο σκοτώσατε το Νίκο», έλεγε.
Ενώ εκδικαζόταν η συγκλονιστική υπόθεση, η οποία βρέθηκε στο επίκεντρο των ΜΜΕ, τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν περιέπλεξαν τα δεδομένα: σύμφωνα με το ιατροδικαστικό πόρισμα, στο άψυχο σώμα του παιδιού εντοπίστηκαν τρίχες γεννητικών οργάνων που δεν ανήκουν στον Δουρή. Τελικά, κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης ενός έτους για ασέλγεια, κάθειρξης 20 ετών για βιασμό και ισόβιας κάθειρξης για ανθρωποκτονία από πρόθεση με «ενδεχόμενο δόλο σε ήρεμη ψυχική κατάσταση».
Δύο περίπου χρόνια μετά τη δολοφονία του γιου του, στις 24 Φεβρουαρίου του 1996, ο Μανώλης Δουρής βρίσκεται κρεμασμένος με το καλώδιο της τηλεόρασης στο κελί του στις φυλακές της Τρίπολης.
Οι σατανιστές της Παλλήνης
Το κουβάρι της φρικιαστικής υπόθεσης άρχισε να ξετυλίγεται τον Δεκέμβρη του 1993, μετά από συντονισμένες ενέργειες των συγγενών της αγνοούμενης, Θεοδώρας Συροπούλου. Πρωταγωνιστές της δύο νέα τότε αγόρια από την Παλλήνη, ο «αρχηγός» της τριάδας, Ασημάκης Κατσούλας, ένας φίλος του, ο Μάνος Δημητροκάλλης και η φίλη του, Δήμητρα Μαργέτη.
Η σύλληψη των δραστών έφερε στο φως τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες της δράσης τους. Οι παιδικοί φίλοι άρχισαν να κάνουν τελετές μαύρης μαγείας στην Παλλήνη και στο Κορωπί προσπαθώντας παράλληλα να μυήσουν και άλλους συνομήλικούς τους. Το πρώτο έγκλημα διαπράχθηκε στις 27 Αυγούστου 1992. Με το πρόσχημα της λευκής μαγείας οδήγησαν την 14χρονη Θεοδώρα Συροπούλου στη θέση Σέσι στο Κορωπί, όπου έγδυσαν τη μικρή, της φόρεσαν χειροπέδες και την υποχρέωσαν να γονατίσει κρατώντας ένα κερί. Στη συνέχεια τη χτύπησαν με ένα ξύλο στο κεφάλι, αλλά όταν διαπίσωσαν ότι διατηρούσε τις αισθήσεις της, τη στραγγάλισαν. Αφού πέθανε, ασέλγησαν πάνω στο πτώμα της και μετά το περιέλουσαν με βενζίνη και έβαλαν φωτιά.
Το δεύτερο θύμα τους ήταν η 28χρονη Γαρυφαλλιά Γιούργα. Ήταν Μεγάλη Τετάρτη, 14 Απριλίου 1993, όταν εντόπισαν τυχαία τη μητέρα δύο παιδιών και καμαριέρα ξενοδοχείου. Τη συνάντησαν όταν εκείνη επέστρεφε στο σπίτι της στα Γλυκά Νερά και υποδυόμενοι τους αστυνομικούς, την επιβίβασαν στο αυτοκίνητο του Κατσούλα και την οδήγησαν σε ερημικό σημείο στο Κορωπί, όπου τις πέρασαν χειροπέδες, την έγδυσαν και τη βίασαν. Στη συνέχεια, της πολτοποίησαν το κεφάλι με μια πέτρα για να μην αναγνωρίζεται.
Οι κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν ενώπιον του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας, ύστερα από παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών τον Ιούνιο 1995. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι πριν αρχίσει η δίκη, εξαιτίας της δημοσιοποίησης κατά την ανακριτική διαδικασία των πολύπλοκων καταθέσεων και των απολογιών των κατηγορουμένων στα ΜΜΕ, οι δικαστικές αρχές απαγόρευσαν τη δημοσίευση άλλων στοιχείων.
Ο Ασημάκης Κατσούλας καταδικάστηκε τελικά σε δύο φορές ισόβια κάθειρξη και πρόσκαιρη κάθειρξη 12 ετών και 10 μηνών, ενώ ο Μάνος Δημητροκάλλης σε δύο φορές ισόβια και πρόσκαιρη κάθειρξη 9 ετών και 10 μηνών. Η Δήμητρα Μαργέτη καταδικάστηκε σε κάθειρξη 17 ετών και 4 μηνών για απλή συνέργεια σε κάθε μία από τις ανθρωποκτονίες και αρπαγή ανηλίκου, αφού της αναγνωρίστηκε η ελαφρυντική περίσταση της μετεφηβικής ηλικία. Η Μαργέτη αποφυλακίστηκε στις 23 Νοεμβρίου 2001, καθώς οι δικαστές έκριναν ότι επέδειξε καλή διαγωγή κατά την κράτησή της και πως δεν αποτελεί πλέον κίνδυνο για την κοινωνία.
Ο σφαγέας της Θάσου
Επί μέρες, τον Μάιο του 1996, η κοινή γνώμη παρακολουθούσε να αποκαλύπτονται οι λεπτομέρειες μιας από τις πιο φρικιαστικές υποθέσεις στα χρονικά της Ελλάδας. Ο 24χρονος φοιτητής Θεόφιλος Σεχίδης είχε σκοτώσει στο πατρικό σπίτι της οικογένειας στη Θάσο τον πατέρα του, τη μητέρα του, την αδελφή του, τη γιαγιά του και τον θείο του.
Ο Σεχίδης τεμάχισε τα πτώματά τους, τα τοποθέτησε σε πλαστικές σακούλες και τα μετέφερε στο αυτοκίνητό του με φέριμποτ στην Καβάλα, όπου και τα εξαφάνισε σε σκουπιδότοπο. Μόνο το πτώμα του θείου του βρέθηκε τελικά από την αστυνομία. «Ήθελαν να με βγάλουν από τη μέση και πρόλαβα να τους σκοτώσω πρώτος. Υπήρχε συνωμοσία σε βάρος μου. Βρισκόμουν εν αμύνη. Μου έκαναν ψυχολογικό πόλεμο επειδή ήξερα ότι ήμουν άλλης μάνας παιδί. Τους ξέκανα, για να μην με ξεκάνουν», ανέφερε ο ίδιος αργότερα.
Η υπόθεση μονοπώλησε το ενδιαφέρον όχι μόνο για την ίδια τη συγκλονιστική πράξη, αλλά και για το γεγονός ότι ο σφαγέας εμφανιζόταν αμετανόητος. Ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσαν και τα ενδιαφέροντά του, καθώς του άρεσε πολύ το διάβασμα, η ζωγραφική και η κλασική μουσική. Ακόμη και στη φυλακή, ζητούσε Μπαχ και Μότσαρντ, αλλά και πολλά βιβλία.
Η live ομηρία από τον Σορίν Ματέι
Στις 23 Σεπτεμβρίου του 1998, ο δραπέτης Σορίν Ματέι εισβάλλει στο διαμέρισμα της οικογένειας Γκινάκη, που βρισκόταν στην οδό Νιόβης 4 στα Κάτω Πατήσια και κρατά ομήρους, με την απειλή χειροβομβίδας, τέσσερα άτομα: τη μητέρα, Σουλτάνα Γκινάκη, τον 24χρονο γιο της, Ευάγγελο, την κόρη της, Αμαλία, και τον αρραβωνιαστικό της, Απόστολο Μακρινό. Στις 19:00 το βράδυ τηλεφωνεί στον τηλεοπτικό σταθμό Σκάι και ζητά να βγει στον αέρα και να συνομιλήσει με τον παρουσιαστή ειδήσεων του καναλιού Νίκο Ευαγγελάτο. Επί τέσσερις ώρες, όλη η Ελλάδα παρακολουθεί τη συγκλονιστική συνομιλία των δύο ανδρών με κομμένη την ανάσα.
Η αστυνομία αποφασίζει να προχωρήσει τελικά σε έφοδο, πεπεισμένη ότι η χειροβομβίδα είναι ψεύτικη, έπειτα από την ανάκριση της φίλης του Ματέι, Π. Αθανασοπούλου, η οποία βρισκόταν υπό την επήρεια ουσιών. Στο μοιραίο διαμέρισμα έχουν απομείνει δύο δεμένοι όμηροι, αφού ο Ματέι, είχε απελευθερώσει νωρίτερα τον Βαγγέλη και τη Σουλτάνα Γκινάκη. Καθώς η αστυνομία μπαίνει στο σπίτι, τραβά με δύναμη τον Απόστολο Μακρινό και κατάφέρνει να τον απελευθερώσρει. Δεν είχε την ίδια τύχη και η Αμαλία Γκινάκη, της οποίας η πανικόβλητη φωνή αλλά και η έκρηξη ακούγονται ζωντανά στην τηλεόραση από το ανοιχτό τηλέφωνο.
Από την έκρηξη τραυματίστηκε και ο Ματέι και οι δύο τραυματίες μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο. Η Αμαλία Γκινάκη έφυγε από τη ζωή μετά από 17 ημέρες νοσηλείας, ενώ ο δράστης της αιματηρής επίθεσης βρέθηκε νεκρός στο κρεβάτι τους στις φυλακές το βράδυ της 26ης Σεπτεμβρίου. Σύμφωνα με τον ιατροδικαστή Μάριο Ματσάκη, ο θάνατός του προήλθε από εισρόφηση γαστρικού υγρού, σε συνδυασμό με την παρατεταμένη καταστολή.
Η λεωφορειοπειρατεία με την τραγική κατάληξη
Στις 29 Μαϊου 1999 ο 25χρονος Φλαμούρ Πίσλι καταλαμβάνει λεωφορείο του ΚΤΕΛ στην περιοχή Κάτω Σχολάρι Θεσσαλονίκης, κρατώντας ομήρους τους επιβάτες του, και το οδηγεί στην Αλβανία. Στη διάρκεια του ταξιδιού κρατούσε στο χέρι του μια απασφαλισμένη χειροβομβίδα.
Στην πράξη αυτή τον οδήγησε η οργή, αφού, όπως ισχυριζόταν ο νεαρός Αλβανός, είχε κατηγορηθεί άδικα για κατοχή τριών όπλων. Σε επικοινωνία του με την αστυνομία, μέσω του κινητού τηλεφώνου επιβάτιδας του λεωφορείου, ζήτησε λύτρα 50.000.000 δραχμών, τα τρία καλάσνικοφ για τα οποία είχε κατηγορηθεί, καθώς και ασφαλή μετάβαση στην πατρίδα του. Φοβούμενες μια εξέλιξη όμοια με εκείνη της οδού Νιόβης, οι αστυνομικές αρχές έκαναν δεκτούς τους όρους του και τού κατέβαλαν τα λύτρα, καθώς και τα όπλα, τα οποία όμως δεν δέχτηκε.
Η τρελή του πορεία του λεωφορείου, με κατεύθυνση την Αλβανία, έγινε υπό το άγρυπνο βλέμμα της αστυνομίας, αλλά και των ΜΜΕ, με τις κάμερες να έχουν εστιάσει στον οπλισμένο δράστη. Πέρασε από το Κάτω Σχολάρι, τη Θέρμη Θεσσαλονίκης και πέρασε ανενόχλητο τα ελληνοαλβανικά σύνορα.
Η περιπέτεια έληξε στο Ελμπασάν της Αλβανίας: η αλβανική αστυνομία περικύκλωσε το λεωφορείο και, όταν ο 25χρονος αρνήθηκε να παραδοθεί, άνοιξε πυρ. Νεκρός έπεσε ο νεαρός Γιώργος Κουλούρης από το Κάτω Σχολάρι, ο οποίος επέβαινε στο λεωφορείο, αλλά και ο ίδιος ο Πίσλι.
Πηγή: http://www.newsbeast.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.