Τα βλαστοκύτταρα του ομφαλικού αίματος είναι απόλυτα συμβατά με το ίδιο το παιδί στο οποίο ανήκουν. Για το λόγο αυτόν σήμερα χρησιμοποιούνται σε κλινικές μελέτες για τη θεραπεία αυτοάνοσων ασθενειών, μεταξύ των οποίων και ο σακχαρώδης διαβήτης. Για τον ίδιο λόγο επίσης χρησιμοποιούνται για την αποκατάσταση του εγκεφάλου στα παιδιά με εγκεφαλική παράλυση, η οποία προκλήθηκε λόγω επιπλοκών κατά τον τοκετό.
Στην αλλογενή μεταμόσχευση μπορεί κάποιος να χρησιμοποιήσει μόσχευμα είτε από άγνωστο δότη, μέσω της δημόσιας τράπεζας, είτε από ιστοσυμβατό αδελφό. Στην περίπτωση που χρησιμοποιηθούν βλαστοκύτταρα από ιστοσυμβατό αδελφό τα ποσοστά επιβίωσης είναι πολύ υψηλότερα και οι επιπλοκές πολύ λιγότερες.
Μεταμοσχεύσεις με βλαστοκύτταρα από άγνωστο δότη εμφανίζουν σε ποσοστό έως 45% φαινόμενα απόρριψης στα πρώτα πέντε έτη. Ολοι οι ασθενείς μετά την αλλογενή μεταμόσχευση συνεχίζουν να παίρνουν ανοσοκατασταλτικά φάρμακα για την προστασία των μοσχευμάτων από την απόρριψη. Στις επιπλοκές της αλλογενούς μεταμόσχευσης αναφέρεται η εμφάνιση δερματικών κακοήθων όγκων, αλλά και άλλων όγκων επιθηλιακής προέλευσης, υπέρτασης και σακχαρώδους διαβήτη.
100% συμβατότητα
Στην αυτόλογη μεταμόσχευση υπάρχει 100% συμβατότητα του ασθενούς με τα βλαστοκύτταρά του και αυτό αποτελεί το μεγαλύτερο πλεονέκτημα, αλλά συγχρόνως και μειονέκτημα στις θεραπείες των λευχαιμιών. Ενώ ο κίνδυνος της απόρριψης είναι μηδενικός και η επιβίωση των ασθενών είναι οκταπλάσια στον αντίστοιχο χρόνο, εάν διαφύγουν τη χημειοθεραπεία-ακτινοβολία, η οποία προηγείται της μεταμόσχευσης, λευχαιμικά κύτταρα και εξακολουθήσουν να κυκλοφορούν στο σώμα του ασθενή, αυτά δεν αναγνωρίζονται ως ξένα κύτταρα και δεν καταστρέφονται από τα κύτταρα του μοσχεύματος. Για το λόγο αυτό υπάρχει κίνδυνος αναζωπύρωσης της νόσου. Από την άλλη όμως πλευρά όσο πιο επιθετικό είναι ένα αλλογενές μόσχευμα προς τα υπολειπόμενα λευχαιμικά κύτταρα τόσο είναι μεγαλύτερος ο κίνδυνος της απόρριψης είτε του μοσχεύματος είτε των οργάνων του ασθενούς. Το ιδανικό βέβαια μόσχευμα θα ήταν αυτό που ταυτόχρονα έχει αντιλευχαιμική δράση, αλλά δεν προκαλεί απόρριψη.
Χρειάζεται μια λεπτή ισορροπία μεταξύ των δύο ανοσοποιητικών συστημάτων, του δότη και του ασθενούς. Για το λόγο αυτόν σήμερα πολλές έρευνες στρέφονται σε μεθόδους ενίσχυσης της αντιλευχαιμικής δράσης του μοσχεύματος, οι οποίες αποβλέπουν στην κατάργηση της χημειοθεραπείας.
Οι προλευχαιμικοί κλώνοι
Το 2010 δημοσιεύτηκε μια μελέτη από τον Τομέα Αιματολογίας του Πανεπιστημίου του Manchester Royal Infirmary της Αγγλίας από τον Daniel Howard Wiseman, ο οποίος αναφέρει ότι το 30% των υγιών ανθρώπων μεταφέρουν στο αίμα τους προλευχαιμικούς κλώνους και το 24% ενεργοποιημένα γονίδια για το λέμφωμα. 25% των νεογέννητων φέρουν στο αίμα τους προλευχαιμικούς κλώνους, αλλά μόνο το 1% των παιδιών θα αναπτύξουν στα επόμενα χρόνια λευχαιμία. Στα υπόλοιπα παιδιά οι προλευχαιμικοί κλώνοι σιγά σιγά θα απομακρυνθούν από το σώμα τους, χωρίς επίπτωση στην υγεία τους. Το πλέον όμως σημαντικό από τη μελέτη αυτή είναι ότι το 5% των υποτροπών της λευχαιμίας μετά από αλλογενή μεταμόσχευση οφείλεται σε εμφάνιση της λευχαιμίας στα κύτταρα του δότη και όχι σε υποτροπή της αρχικής λευχαιμίας. Το γεγονός αυτό εξηγείται από την παρουσία προλευχαιμικών κλώνων στο μόσχευμα, οι οποίοι και δεν εξετάζονται πριν γίνει η μεταμόσχευση. Η ύπαρξη προλευχαιμικών κλώνων είτε στο αίμα του πλακούντα είτε στο μυελό των οστών των ενηλίκων είναι μια πραγματικότητα. Εάν ο δότης προκύψει στο μέλλον να γίνει ασθενής, τα βλαστοκύτταρα που δώρισε είναι πολύ πιθανόν να έχουν μεταφέρει προλευχαιμικούς κλώνους και να προδιαθέτουν σε επανεμφάνιση λευχαιμίας μετά τη μεταμόσχευσή τους.
Πηγή: Εφημερίδα "Ελευθεροτυπία"
Στην αλλογενή μεταμόσχευση μπορεί κάποιος να χρησιμοποιήσει μόσχευμα είτε από άγνωστο δότη, μέσω της δημόσιας τράπεζας, είτε από ιστοσυμβατό αδελφό. Στην περίπτωση που χρησιμοποιηθούν βλαστοκύτταρα από ιστοσυμβατό αδελφό τα ποσοστά επιβίωσης είναι πολύ υψηλότερα και οι επιπλοκές πολύ λιγότερες.
Μεταμοσχεύσεις με βλαστοκύτταρα από άγνωστο δότη εμφανίζουν σε ποσοστό έως 45% φαινόμενα απόρριψης στα πρώτα πέντε έτη. Ολοι οι ασθενείς μετά την αλλογενή μεταμόσχευση συνεχίζουν να παίρνουν ανοσοκατασταλτικά φάρμακα για την προστασία των μοσχευμάτων από την απόρριψη. Στις επιπλοκές της αλλογενούς μεταμόσχευσης αναφέρεται η εμφάνιση δερματικών κακοήθων όγκων, αλλά και άλλων όγκων επιθηλιακής προέλευσης, υπέρτασης και σακχαρώδους διαβήτη.
100% συμβατότητα
Στην αυτόλογη μεταμόσχευση υπάρχει 100% συμβατότητα του ασθενούς με τα βλαστοκύτταρά του και αυτό αποτελεί το μεγαλύτερο πλεονέκτημα, αλλά συγχρόνως και μειονέκτημα στις θεραπείες των λευχαιμιών. Ενώ ο κίνδυνος της απόρριψης είναι μηδενικός και η επιβίωση των ασθενών είναι οκταπλάσια στον αντίστοιχο χρόνο, εάν διαφύγουν τη χημειοθεραπεία-ακτινοβολία, η οποία προηγείται της μεταμόσχευσης, λευχαιμικά κύτταρα και εξακολουθήσουν να κυκλοφορούν στο σώμα του ασθενή, αυτά δεν αναγνωρίζονται ως ξένα κύτταρα και δεν καταστρέφονται από τα κύτταρα του μοσχεύματος. Για το λόγο αυτό υπάρχει κίνδυνος αναζωπύρωσης της νόσου. Από την άλλη όμως πλευρά όσο πιο επιθετικό είναι ένα αλλογενές μόσχευμα προς τα υπολειπόμενα λευχαιμικά κύτταρα τόσο είναι μεγαλύτερος ο κίνδυνος της απόρριψης είτε του μοσχεύματος είτε των οργάνων του ασθενούς. Το ιδανικό βέβαια μόσχευμα θα ήταν αυτό που ταυτόχρονα έχει αντιλευχαιμική δράση, αλλά δεν προκαλεί απόρριψη.
Χρειάζεται μια λεπτή ισορροπία μεταξύ των δύο ανοσοποιητικών συστημάτων, του δότη και του ασθενούς. Για το λόγο αυτόν σήμερα πολλές έρευνες στρέφονται σε μεθόδους ενίσχυσης της αντιλευχαιμικής δράσης του μοσχεύματος, οι οποίες αποβλέπουν στην κατάργηση της χημειοθεραπείας.
Οι προλευχαιμικοί κλώνοι
Το 2010 δημοσιεύτηκε μια μελέτη από τον Τομέα Αιματολογίας του Πανεπιστημίου του Manchester Royal Infirmary της Αγγλίας από τον Daniel Howard Wiseman, ο οποίος αναφέρει ότι το 30% των υγιών ανθρώπων μεταφέρουν στο αίμα τους προλευχαιμικούς κλώνους και το 24% ενεργοποιημένα γονίδια για το λέμφωμα. 25% των νεογέννητων φέρουν στο αίμα τους προλευχαιμικούς κλώνους, αλλά μόνο το 1% των παιδιών θα αναπτύξουν στα επόμενα χρόνια λευχαιμία. Στα υπόλοιπα παιδιά οι προλευχαιμικοί κλώνοι σιγά σιγά θα απομακρυνθούν από το σώμα τους, χωρίς επίπτωση στην υγεία τους. Το πλέον όμως σημαντικό από τη μελέτη αυτή είναι ότι το 5% των υποτροπών της λευχαιμίας μετά από αλλογενή μεταμόσχευση οφείλεται σε εμφάνιση της λευχαιμίας στα κύτταρα του δότη και όχι σε υποτροπή της αρχικής λευχαιμίας. Το γεγονός αυτό εξηγείται από την παρουσία προλευχαιμικών κλώνων στο μόσχευμα, οι οποίοι και δεν εξετάζονται πριν γίνει η μεταμόσχευση. Η ύπαρξη προλευχαιμικών κλώνων είτε στο αίμα του πλακούντα είτε στο μυελό των οστών των ενηλίκων είναι μια πραγματικότητα. Εάν ο δότης προκύψει στο μέλλον να γίνει ασθενής, τα βλαστοκύτταρα που δώρισε είναι πολύ πιθανόν να έχουν μεταφέρει προλευχαιμικούς κλώνους και να προδιαθέτουν σε επανεμφάνιση λευχαιμίας μετά τη μεταμόσχευσή τους.
Πηγή: Εφημερίδα "Ελευθεροτυπία"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.