Η βιταμίνη D είναι μία ομάδα δύο λιποδιαλυτών ουσιών, της βιταμίνης D2 (εργοκαλσιφερόλη) και της βιταμίνης D3 (χοληκαλσιφερόλη).
Η κυκλοφορούσα βιταμίνη D στον άνθρωπο προέρχεται κατά 90% από την βιοσύνθεση της D3 στο δέρμα, ενώ μόνο το 10% προσλαμβάνεται με την τροφή.
Μεταβολισμός
Η πρόδρομη ουσία (προβιταμίνη) 7-δεϋδροχοληστερόλη που βρίσκεται στη βασική και ακανθώδη στιβάδα της επιδερμίδας μετατρέπεται, με την επίδραση της υπεριώδους ακτινοβολίας Β, σε βιταμίνη D3. Η μελανίνη του δέρματος αποτελεί ένα φυσικό φίλτρο και καθορίζει τη διάρκεια της έκθεσης στον ήλιο που απαιτείται για να παραχθεί συγκεκριμένη ποσότητα βιταμίνης D3. Έτσι οι σκουρόχρωμοι είναι αναγκαίο να εκτεθούν στον ήλιο περισσότερο χρόνο απ΄ότι οι ανοιχτόχρωμοι, προκειμένου να παραχθεί η ίδια ποσότητα βιταμίνης. Επίσης, η ικανότητα σύνθεσης βιταμίνης D ελαττώνεται με την αύξηση της ηλικίας. Οι αντιηλιακές κρέμες απορροφούν την υπεριώδη ακτινοβολία Β μειώνοντας τη σύνθεση της βιταμίνης D3 κατά 95% και 98% όταν ο δείκτης προστασίας είναι 8 και 15 αντίστοιχα. Η βιταμίνη D3, αφού παραχθεί στην επιδερμίδα μέσω των τριχοειδών αγγείων του δέρματος, εισέρχεται στην κυκλοφορία συνδεόμενη με ειδική πρωτεΐνη.
Τροφές πλούσιες σε βιταμίνη D είναι τα ψάρια με μεγάλη περιεκτικότητα σε λίπος (σαρδέλα, σολωμός, σκουμπρί, τόνος), το μουρουνέλαιο, μοσχαρίσιο συκώτι, ο κρόκος αυγών και τροφές εμπλουτισμένες με βιταμίνη D όπως γάλα, μαργαρίνες και παιδικές τροφές. Το γάλα τόσο το μητρικό όσο και το αγελαδινό είναι τροφή εξαιρετικά πτωχή σε βιταμίνη D. Τα βρεφικά γάλατα πρώτης, δεύτερης και τρίτης ηλικίας είναι εμπλουτισμένα με βιταμίνη D σε ποσότητα ικανή να καλύψει τις ημερήσιες ανάγκες των βρεφών και των νηπίων (400IU ανά λίτρο). Εμπλουτισμένες με βιταμίνη D είναι και οι βρεφικές κρέμες (85 έως 130 IU ανά 200 ml).
Η παραγόμενη στο δέρμα και η αποροφούμενη από τις τροφές βιταμίνη D παραλαμβάνεται από ειδική πρωτεΐνη και μεταφέρεται στο ήπαρ όπου υφίσταται την πρώτη υδροξυλίωση. Η παραγόμενη 25-ΟΗ-Βιταμίνη D (καλσιδιόλη) μεταφέρεται εκ νέου με την ειδική πρωτεΐνη στους νεφρούς όπου υδροξυλιώνεται εκ νέου για να προκύψει το τελικό και πλέον δραστικό μόριο βιταμίνης D 1, 25(ΟΗ)2 Βιταμίνη D (καλσιτριόλη), η οποία έχει περίπου 100 φορές ισχυρότερη δράση. Ο προσδιορισμός της 25(ΟΗ) βιταμίνης D στον ορό του αίματος αποτελεί το δείκτη επάρκειας του οργανισμού σε βιταμίνη D.
Η δράση της.
Η Βιταμίνη D, υπό φυσιολογικές συνθήκες, είναι απαραίτητη για την απορρόφηση του ασβεστίου από το έντερο, την επαναρρόφησή του στα νεφρικά σωληνάρια και τη μετάλλωση των οστών. Στα νήπια, βρέφη και παιδιά μέχρι την ενηλικίωση, όπου υπάρχει συνεχής αύξηση του σκελετού, η βιταμίνη D και η επάρκειά της αποκτούν ιδιαίτερη σημασία. Σε αυτές τις ηλικίες και λίγο μετά αποκτάται η μέγιστη οστική πυκνότητα που όσο μεγαλύτερη είναι τόσο καλύτερα για τη μετέπειτα ζωή.
Επιπτώσεις από την ανεπάρκεια
Η κλινική εικόνα της υποβιταμίνωσης D στα παιδιά και τα βρέφη ποικίλλει. Περιλαμβάνει συμπτώματα όπως: ευερεθιστότητα, καθυστέρηση της έκφυσης των νεογιλών και μόνιμων οδόντων και πλημμελή ασβεστοποίηση των μόνιμων οδόντων, καθυστέρηση της σωματικής αύξησης και της κινητικής εξέλιξης, οστικά άλγη και αυξημένη ευαισθησία στις λοιμώξεις.
Η Ραχίτιδα είναι το αποτέλεσμα βαριάς έλλειψης βιταμίνης D. Η ραχίτιδα είχε περιγραφεί από τον 17ο αιώνα, χρειάσθηκε όμως να φθάσουμε στο 1936 ώστε να ανακαλυφθεί η χημική δομή της βιταμίνης D και να διευκρινιστεί η αιτιολογία της νόσου. Κλινικά ευρήματα ραχίτιδας είναι η καθυστέρηση σύγκλεισης της πρόσθιας πηγής, η διόγκωση της μετάφυσης των μακρών οστών, ραιβογονία, βλαισογονία. Επιπλέον, μπορεί να συνυπάρχουν συμπτώματα υπασβεστιαιμίας, όπως σιγμός, άπνοιες, υποτονία, μυϊκή αδυναμία και καρδιομυοπάθεια.
Κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας τα ευρήματα σημαντικού αριθμού μελετών σε ανθρώπους και ζώα υποστηρίζουν τη θεωρία ότι η χρόνια ανεπάρκεια βιταμίνης D συμβάλλει σε αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης πολλών χρόνιων παθήσεων όπως: διαβήτης τύπου Ι και ΙΙ, καρδιαγγειακές παθήσεις, υπέρταση, οστεοπόρωση, παχυσαρκία, ψυχιατρικές διαταραχές, ευαισθησία σε λοιμώξεις αλλά και μερικές κοινές νεοπλασίες (καρκίνος παχέως εντέρου, προστάτη, μαστού).
Μειωμένη διαιτητική πρόσληψη - διαταραχή στον μεταβολισμό
Τα αποθέματα της Βιταμίνης D του νεογέννητου σχετίζονται απόλυτα με εκείνα της μητέρας του.
Στο τελειόμηνο βρέφος τα επίπεδα της βιταμίνης D, που προέρχονται από μητέρα που είναι επαρκής σε βιταμίνη D, καλύπτουν τις ανάγκες αυτού για 8 εβδομάδες περίπου. Έχουν παρατηρηθεί περιπτώσεις νεογέννητων με βαρύτατες εκδηλώσεις ραχίτιδας τα οποία γεννήθηκαν από μητέρες στη Μέση Ανατολή, οι οποίες κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης αφενός ακολουθούσαν δίαιτα πτωχή σε βιταμίνη D και αφετέρου η σύνθεση στο δέρμα ήταν ελάχιστη λόγω της χρήσης ολόσωμης παραδοσιακής ενδυμασίας.
Τα πρόωρα βρέφη γεννιούνται με χαμηλότερα επίπεδα βιταμίνης D λόγω της μικρότερης διάρκειας κύησης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η βιταμινική κατάσταση των εγκύων από την οποία εξαρτώνται τα αποθέματα του νεογνού σε βιταμίνη D. Η έλλειψή της στην έγκυο έχει συνδεθεί επίσης με ενδομήτρια καθυστέρηση της ανάπτυξης του εμβρύου.
Όλα τα βρέφη που θηλάζουν και δεν λαμβάνουν πρόσθετα βιταμίνη D αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο να παρουσιάσουν ανεπάρκεια βιταμίνης D ή και ραχίτιδα. Το μητρικό γάλα περιέχει ελάχιστα ποσά βιταμίνης D, ενώ η δυνατότητα να συνθέσουν τα βρέφη την απαιτούμενη ημερήσια ποσότητα βιταμίνης D περιορίζεται από τον κίνδυνο για ανάπτυξη καρκίνου του δέρματος όταν εκτεθούν στον ήλιο.
Τονίζεται ότι οποιαδήποτε κατάσταση μειώνει την έκκριση χολής οδηγεί δευτεροπαθώς σε έλλειψη βιταμίνης D. Εκτεταμένη εντερεκτομή ή σημαντική μείωση της λειτουργικής επιφάνειας του λεπτού εντέρου μπορεί να οδηγήσει επίσης σε μείωση της απορρόφησης της βιταμίνης D. Νοσήματα όπως κυστική ίνωση, κοιλιοκάκη και ιδιοπαθείς φλεγμονώδεις νόσοι του εντέρου συντελούν σε ανεπάρκεια απορρόφησης βιταμίνης D τοποθετώντας αυτούς τους ασθενείς σε υψηλό κίνδυνο για εμφάνιση κλινικών εκδηλώσεων από την έλλειψή της. Επίσης, σε χρόνια θεραπεία με αντιεπιληπτικά φάρμακα, κορτικοειδή και σε χρόνια ηπατική ή νεφρική ανεπάρκεια έχει βρεθεί υποβιταμίνωση D.
Ορισμένες κατηγορίες ατόμων όπως οι έφηβοι και οι χορτοφάγοι λόγω ιδιαίτερων διαιτητικών προτιμήσεων βρίσκονται σε κίνδυνο να εμφανίσουν έλλειψη βιταμίνης D, ιδιαίτερα σε απουσία επαρκούς έκθεσης στον ήλιο.
Πότε απαιτείται συμπληρωματική χορήγηση
Την τελευταία δεκαετία έχει γίνει αντιληπτό ότι η υποκλινική ανεπάρκεια βιταμίνης D είναι πολύ πιο συχνή από ότι πιστευόταν ακόμα και σε περιοχές του πλανήτη με έντονη ηλιοφάνεια. Ιδιαίτερα τα αποκλειστικά θηλάζοντα βρέφη βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο καθώς, όπως αναφέρθηκε, η περιεκτικότητα του μητρικού γάλακτος στη βιταμίνη D είναι πολύ χαμηλή.
Οι τρέχουσες οδηγίες της Αμερικανικής Ακαδημίας Παιδιατρικής είναι:
Αποφυγή απευθείας έκθεσης στον ήλιο των βρεφών ηλικίας μικρότερης των 6 μηνών
Όλα τα αποκλειστικά θηλάζοντα βρέφη να λαμβάνουν πρόσθετη βιταμίνη D 400 διεθνείς μονάδες (IU) από τις πρώτες ημέρες της γέννησης και σε όλη τη διάρκεια του θηλασμού. Αν η διατροφή είναι μικτή, η ποσότητα του τροποποιημένου γάλακτος πρέπει να είναι τουλάχιστον 1 λίτρο την ημέρα.
Βρέφη με επιπλέον παράγοντες κινδύνου όπως: προωρότητα, σκουρόχρωμη επιδερμίδα και παιδιά που κατοικούν σε γεωγραφικό πλάτος μεγαλύτερο από 40ο Βόρεια, απαιτούν μεγαλύτερη ποσότητα βιταμίνης D.
Σε όλα τα υπόλοιπα βρέφη, παιδιά και εφήβους συνιστάται η ημερήσια συμπληρωματική χορήγηση (400IU) βιταμίνης D, όταν αυτή η ποσότητα δεν καλύπτεται από τροφές εμπλουτισμένες, όπως γάλα, δημητριακά και κρόκοι αυγών.
Οι έγκυες θα πρέπει από την αρχή της εγκυμοσύνης να ελέγχονται εργαστηριακά και να λαμβάνουν βιταμίνη D όταν χρειάζεται.
Πηγή: http://www.boro.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.