Το επικείμενο καλοκαίρι του 2015 θα είναι το θερμότερο στα χρονικά - από το 1880 που διενεργούνται θερμοκρασιακές μετρήσεις - με πιθανότητα 75%, σύμφωνα με εκτιμήσεις Γερμανών επιστημόνων, που βασίζουν την πρόβλεψή τους στην ένταση του «Ελ Νίνιο».
Το φαινόμενο Ελ Νίνιο δημιουργείται όταν θερμό νερό ανεβαίνει μαζικά από τα βάθη του Ειρηνικού Ωκεανού προς τα πάνω και εξαπλώνεται κατά μήκος του Ισημερινού προς τις δυτικές ακτές της Βόρειας και Νότιας Αμερικής. Συνοδεύεται από έντονες βροχές και πλημμύρες, ενώ παράλληλα «πυροδοτεί» ξηρασίες και πυρκαγιές στην Αυστραλία και την Ινδονησία.
Θεωρείται σχεδόν αδύνατο να προβλέψει κανείς κατά πόσο θα υπάρξει Ελ Νίνιο σε μια δεδομένη χρονιά. Ωστόσο, όπως έδειξε πρόσφατη μελέτη του εθνικού επιστημονικού φορέα της Αυστραλίας (Commonwealth Scientific and Industrial Research Organisation), με τα επίπεδα του διοξειδίου του άνθρακα να αυξάνονται και τη μέση παγκόσμια θερμοκρασία να ανεβαίνει, αυτά τα ακραία φαινόμενα είναι πιθανό να είναι δύο φορές πιο συχνά και να είμαστε μάρτυρες του Ελ Νίνιο κάθε δεκαετία.
Σύμφωνα με το econews.gr, οι Γερμανοί κλιματολόγοι, με επικεφαλής τον Χανς Γιοακίμ Σελνχούμπερ του Ινστιτούτου Κλιματικών Ερευνών του Πότσνταμ, υποστηρίζουν ότι το μοντέλο τους -που βασίζεται σε απλά στατιστικά στοιχεία σχετικά με τη διαφορά θερμοκρασιών πάνω από τον Ισημερινό και τον υπόλοιπο Ειρηνικό - μπορεί να εκτιμήσει έως και ένα έτος πριν -και μάλιστα με μεγάλη πιθανότητα- την εμφάνιση του Ελ Νίνιο.
Όπως αναφέρουν, για το 2014 η σχετική πιθανότητα είναι 76%. Η έως τώρα καλύτερη πρόβλεψη του Ελ Νίνιο δεν ξεπερνούσε τους τέσσερις έως έξι μήνες.
Το 2014, όπως και το 2013, σύμφωνα με NASA και NOAA, αναμένεται να είναι ένα από τα θερμότερα έτη έως τώρα. Σε συνδυασμό με το Ελ Νίνιο οι παγκόσμιες θερμοκρασίες αναμένεται να διαμορφωθούν σε πρωτοφανή επίπεδα.
Δεν λείπει βέβαια και ο αντίλογος με τον κλιματολόγο Τιμ Μπάρνετ του αμερικανικού Ινστιτούτου Ωκεανογραφίας Scripps, να θεωρεί το μοντέλο που χρησιμοποιήθηκε απλοϊκό και τα επιστημονικά δεδομένα της εκτίμησης ανεπαρκή.
Η μελέτη δημοσιεύεται στην επιθεώρηση της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS).
Πηγή: http://www.enikos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.