Ο γενναίος αυστραλός οπλίτης που μεταμορφώθηκε σε λυσσαλέο σκυλί του πολέμου.
Αν είναι αλήθεια ότι οι πόλεμοι κερδίζονται στο πεδίο της μάχης από τη γενναιότητα των απλών φαντάρων, τότε το παράδειγμα του αυστραλού οπλίτη λειτουργεί ως η καλύτερη απόδειξη γι’ αυτό.
Ήταν τέλη Αυγούστου του 1942 όταν ο μπαρουτοκαπνισμένος Κίνγκσμπουρι με ένα οπλοπολυβόλο Μπρεν στα χέρια καθήλωσε τον ιαπωνικό στρατό, δίνοντας στην αποδεκατισμένη διμοιρία του τη δυνατότητα να σώσει ό,τι σωζόταν από τον καταιγισμό των πυρών.
Κάνοντας το Μπρεν του να κελαηδά, άνοιξε δίοδο μέσα στις τάξεις του εχθρού και επέφερε βαριές απώλειες στους Ιάπωνες, πριν πέσει ηρωικά μαχόμενος από τη σφαίρα ελεύθερου σκοπευτή. Πέθανε επιτόπου, αν και το ανδραγάθημά του θα καθυστερούσε την προέλαση του Αυτοκρατορικού Στρατού τόσο ώστε να ταμπουρωθεί η ομάδα του και να οχυρώσει τη θέση της, σώζοντας τελικά την παρτίδα για τους Αυστραλούς στις λυσσαλέες μάχες της Νέας Γουινέας.
Η απίστευτη γενναιότητα του Κίνγκσμπουρι και η ηρωική επίθεσή του κατά του εχθρού έμελλε να είναι το σημείο καμπής για τους Ιάπωνες στο συγκεκριμένο θέατρο μάχης του Ειρηνικού, καθώς έχασαν το momentum τους και ηττήθηκαν τελικά, με το ηθικό τους στα Τάρταρα από τις πράξεις ενός και μόνο ενός τολμηρού φαντάρου. Όσο για τους συναδέλφους του στα χαρακώματα, αναθάρρησαν από την ανδρεία του Κίνγκσμπουρι και μέσα στις επόμενες εβδομάδες έδειξαν ότι οι αήττητοι Ιάπωνες μπορούσαν πράγματι να χάσουν.
Ο 24χρονος μπαρουτοκαπνισμένος στρατιώτης που είχε ήδη οργώσει Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική παρασημοφορήθηκε μεταθανάτια με τον Σταυρό της Βασίλισσας Βικτορίας, ως ο πρώτος ποτέ οπλίτης που τιμήθηκε με την ύψιστη στρατιωτική τιμή για πράξη του στο θέατρο του Ειρηνικού.
Κι όλα αυτά από έναν ήσυχο και ευγενικό νεαρό κτηματομεσίτη που θεώρησε χρέος τιμής να παλέψει με τη λαίλαπα των σκοτεινών δυνάμεων του Άξονα ήδη από το 1940, όταν και μετατράπηκε σε σκληροτράχηλο «μαχίμι» που από οπισθοχώρηση δεν γνώριζε…
Πρώτα χρόνια
Ο Μπρους Κίνγκσμπουρι γεννιέται στις 8 Ιανουαρίου 1918 σε προάστιο της Μελβούρνης ως ο δεύτερος γιος ενός μεσοαστού κτηματομεσίτη και της νοικοκυράς συζύγου του. Αφού μεγάλωσε και τέλειωσε το σχολείο, οι καλοί του βαθμοί θα του εξασφαλίσουν υποτροφία για το Πολυτεχνείο της Μελβούρνης, αν και επαγγελματικά θα ασχοληθεί με τα κτηματομεσιτικά, μια δουλειά που δεν του άρεσε καθόλου.
Όταν έμαθε ότι ο κολλητός του Άλεν Έιβερι είχε μετακομίσει στην ύπαιθρο, τα παράτησε όλα για να γίνει επιστάτης σε μια φάρμα, ώστε να ξανακάνουν παρέα, καθώς ήταν κολλητοί από παιδιά.
Τον Φεβρουάριο του 1936, οι δυο φίλοι παράτησαν τις δουλειές τους για να ζήσουν την περιπέτεια στην Ωκεανία, οργώνοντας την έξοχη και δουλεύοντας περιστασιακά στα χωράφια. Όταν τέλειωσε η περιπλάνησή τους, ο Κίνγκσμπουρι επέστρεψε στη Μελβούρνη και επανεντάχθηκε στην πατρική επιχείρηση. Εκεί ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα μια κοπέλα και τώρα περνούσε καλά, είμαστε όμως στην εποχή που τα σύννεφα του πολέμου μαζεύονταν γοργά πάνω από την Ευρώπη.
Χωρίς δεύτερη σκέψη, οι δυο φίλοι αποφασίζουν να καταταγούν εθελοντικά στον αυστραλιανό στρατό. Παρά τη λυσσαλέα αντίδραση των γονέων του, ο Μπρους φορά το κράνος του Αυτοκρατορικού Αυστραλιανού Στρατού στις 29 Μαΐου 1940 και φεύγει για τα χαρακώματα του Β’ Παγκοσμίου…
Ο Μπρους Κίνγκσμπουρι γεννιέται στις 8 Ιανουαρίου 1918 σε προάστιο της Μελβούρνης ως ο δεύτερος γιος ενός μεσοαστού κτηματομεσίτη και της νοικοκυράς συζύγου του. Αφού μεγάλωσε και τέλειωσε το σχολείο, οι καλοί του βαθμοί θα του εξασφαλίσουν υποτροφία για το Πολυτεχνείο της Μελβούρνης, αν και επαγγελματικά θα ασχοληθεί με τα κτηματομεσιτικά, μια δουλειά που δεν του άρεσε καθόλου.
Όταν έμαθε ότι ο κολλητός του Άλεν Έιβερι είχε μετακομίσει στην ύπαιθρο, τα παράτησε όλα για να γίνει επιστάτης σε μια φάρμα, ώστε να ξανακάνουν παρέα, καθώς ήταν κολλητοί από παιδιά.
Τον Φεβρουάριο του 1936, οι δυο φίλοι παράτησαν τις δουλειές τους για να ζήσουν την περιπέτεια στην Ωκεανία, οργώνοντας την έξοχη και δουλεύοντας περιστασιακά στα χωράφια. Όταν τέλειωσε η περιπλάνησή τους, ο Κίνγκσμπουρι επέστρεψε στη Μελβούρνη και επανεντάχθηκε στην πατρική επιχείρηση. Εκεί ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα μια κοπέλα και τώρα περνούσε καλά, είμαστε όμως στην εποχή που τα σύννεφα του πολέμου μαζεύονταν γοργά πάνω από την Ευρώπη.
Χωρίς δεύτερη σκέψη, οι δυο φίλοι αποφασίζουν να καταταγούν εθελοντικά στον αυστραλιανό στρατό. Παρά τη λυσσαλέα αντίδραση των γονέων του, ο Μπρους φορά το κράνος του Αυτοκρατορικού Αυστραλιανού Στρατού στις 29 Μαΐου 1940 και φεύγει για τα χαρακώματα του Β’ Παγκοσμίου…
Οι αιματοβαμμένες περιπέτειες στη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή
Την ώρα που εκπαιδευόταν σε στρατόπεδο της Αυστραλίας, αποφασίζει πριν φύγει για το μέτωπο να κάνει πρόταση στην καλή του, αν και πριν προλάβουν να κανονίσουν τον γάμο τους μαθαίνει ότι η διμοιρία του θα έφευγε για τη Μέση Ανατολή. Προλαβαίνει βέβαια να την αρραβωνιαστεί και τα τέλη του 1940 θα τον βρουν σε στρατόπεδο εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων του Τελ Αβίβ, ως μέλος της 7ης Μεραρχίας.
Στις 9 Απριλίου, η μεραρχία στέλνεται στην Αίγυπτο για να ενισχύσει τις δυνάμεις της Κοινοπολιτείας και ο νεαρός στρατιώτης βλέπει για πρώτη φορά δράση. Στις 23 Μαΐου, η ταξιαρχία του λαμβάνει την εντολή να επιστρέψει στην Παλαιστίνη για να ενισχύσει τους Συμμάχους που πολεμούσαν σε Συρία και Λίβανο. Εκεί θα πάρει μέρος στις μάχες για την κατάληψη της Βηρυτού και θα δει τον κολλητό του να λαμβάνει παράσημο τιμής για τον τραυματισμό του στο πεδίο της μάχης.
Η διμοιρία του Κίνγκσμπουρι παρέμεινε στον Λίβανο για μερικούς μήνες και κατόπιν επέστρεψε στο συμμαχικό στρατόπεδο της Ιερουσαλήμ, όπου και έλαβε την επείγουσα διαταγή τον Ιανουάριο του 1942 να επιστρέψει στην Αυστραλία για να συμβάλει στην πολεμική προσπάθεια στο θέατρο του Ειρηνικού. Επιστρέφοντας στη χώρα του και αφού πήρε μια εβδομάδα άδεια, επιβιβάστηκε κατόπιν σε πλοίο από το Μπρίσμπεϊν για την Παπούα Νέα Γουινέα, εκεί που οι Ιάπωνες έκαναν κυριολεκτικά πάρτι καθώς οι αυστραλιανές δυνάμεις απαρτίζονταν από μια μικρή πολιτοφυλακή που πολεμούσε άνισα να κρατήσει τις θέσεις της…
Ειρηνικός Ωκεανός και μοιραία μάχη
Αφού κατέλαβε την πόλη Κοκόντα για δεύτερη φορά, ο αήττητος Αυτοκρατορικός Στρατός της Ιαπωνίας προέλαυνε ανενόχλητος προς το λιμάνι Μόρεσμπαϊ, όπου και κατέφτασε η ταξιαρχία του Κίνγκσμπουρι για να ενισχύσει την εξαντλημένη άμυνα. Σύντομα οι 2.500 Ιάπωνες θα έρχονταν αντιμέτωποι με τις κατάκοπες αυστραλιανές δυνάμεις σε αυτό που θα έμενε γνωστό ως Μάχη της Ισουράβα.
Τα δύο τάγματα που έμειναν πίσω για την υπεράσπιση της πόλης έστησαν το στρατηγείο πάνω σε ένα ύψωμα και οχύρωναν εσπευσμένα τις θέσεις τους, βλέποντας τους Ιάπωνες να προετοιμάζονται για επίθεση. Στις 28 Αυγούστου 1942, ο ιαπωνικός Αυτοκρατορικός Στρατός έκανε την κίνησή του και αναχαιτίστηκε, αν και την επόμενη μέρα κατάφερε να κόψει στα δυο την αυστραλιανή δύναμη, απειλώντας πια ανοιχτά τις θέσεις τους.
Ένα εθελοντικό αυστραλιανό απόσπασμα στήθηκε στα γρήγορα με σκοπό να επιτεθεί αιφνιδιαστικά στους Ιάπωνες, αν και το εγχείρημα ήταν καθαρή αυτοκτονία. Ο Κίνγκμπουρι, ένας από τους ελάχιστους που είχαν μείνει ζωντανοί από τη διμοιρία του, εντάχθηκε αμέσως στην ομάδα. Όπως είπε στον καλό του φίλο Έιβερι, ο οποίος τον ακολούθησε πρόθυμα, θα ήταν σαν να πήγαιναν άλλο ένα πικνίκ!
Τα ιαπωνικά πυρά καθήλωσαν το μικρό αυστραλιανό απόσπασμα στη θέση του από τις πρώτες στιγμές της αντεπίθεσης, όταν και θα εκδηλωνόταν η αυτοκτονική ανδρεία του Μπρους: παίρνοντας το οπλοπολυβόλο Μπρεν από έναν βαριά τραυματισμένο δεκανέα, έκανε το αδιανόητο: βγήκε από την κάλυψή του και όρμησε ηρωικά πάνω στους Ιάπωνες!
Μέσα σε καταιγισμό πυρών, οι συνάδελφοί του έβλεπαν τον σχεδόν αφιονισμένο Κίνγκσμπουρι να τα βάζει μόνος με τον εχθρό, κάνοντας το Μπρεν του να κελαηδά φονικά. Αφού γάζωσε πολλούς και καθήλωσε τους Ιάπωνες με τη γενναιότητά του, οι συστρατιώτες του αναθάρρησαν από το τολμηρό παράδειγμά του και βγήκαν κάποια στιγμή να τον ακολουθήσουν στη μοναχική του πορεία.
Δεν ήταν μόνο ότι ξεπάστρεψε πολλούς, ήταν το βαρύ πλήγμα που επέφερε στο ηθικό του εχθρού και τον τρόμο που ενστάλαξε στις τάξεις του. Το απόσπασμα κατάφερε να απωθήσει τους Ιάπωνες και να τους τρέψει σε φυγή μέσα στη ζούγκλα. Δεν θα πανηγύριζε όμως την επιτυχία του, καθώς μέσα στα πτώματα οι Αυστραλοί διέκριναν τον Κίνγκσμπουρι να κείτεται βαριά τραυματισμένος: είχε δεχτεί τη σφαίρα από ελεύθερο σκοπευτή. Το ημερολόγιο έγραφε 29 Αυγούστου 1942.
Ο Έιβερι τον μετέφερε στις πλάτες του μέχρι το οχυρό, αν και ο Μπρους ήταν ήδη νεκρός όταν παραδόθηκε στους γιατρούς. Όπως είπαμε, η απίστευτη γενναιότητά του στη μάχη και το άδοξο τέλος του πείσμωσαν τους Αυστραλούς, οι οποίοι αναθάρρησαν από την οπισθοχώρηση του εχθρού και έβαλαν τώρα να τον ξεπεράσουν σε γενναιότητα.
Όχι μόνο κράτησαν τις θέσεις τους και υπερασπίστηκαν το οχυρό τους, αλλά παρά την πρόσκαιρη ήττα και τις μεγάλες απώλειες κατάφεραν να γείρουν την πλάστιγγα και να οπισθοχωρήσουν τελικά συντεταγμένα, γλιτώνοντας τον πλήρη αποδεκατισμό. Οι εναπομείνασες δυνάμεις ενισχύθηκαν και κατάφεραν να κινήσουν τελικά τους Ιάπωνες υποχρεώνοντάς τους σε μια από τις πρώτες ήττες τους στον Ειρηνικό!
Στις 9 Φεβρουαρίου 1943, ο οπλίτης Μπρους Κίνγκσμπουρι γινόταν ο πρώτος αυστραλός φαντάρος που παρασημοφορούνταν με την ύψιστη στρατιωτική τιμή της Αυστραλίας, τον Σταυρό της Βασίλισσας Βικτωρίας, καθώς «επέδειξε μια πλήρη αδιαφορία για τη ζωή του … Η πρωτοβουλία και το απαράμιλλο θάρρος του κατέστησαν δυνατή την ανακατάληψη των θέσεων που έσωσαν αναμφισβήτητα το τάγμα, αλλά και επέφεραν βαριές απώλειες στον εχθρό. Η αποφασιστικότητα και η αφοσίωσή του στο καθήκον λειτούργησαν ως έμπνευση για τους συντρόφους του».
Κι αυτό το τελευταίο ήταν φυσικά αλήθεια, καθώς η ομάδα του Κίνγκσμπουρι ήταν το πιο πολυπαρασημοφορημένο στρατιωτικό τάγμα της Βρετανικής Κοινοπολιτείας κατά τον Β’ Παγκόσμιο, αποσπώντας όχι λιγότερα από έξι λαμπρά μετάλλια ανδρείας και τιμής! Την ίδια ώρα, καμιά άλλη διμοιρία δεν πλήρωσε τόσο βαρύ φόρο αίματος στις μάχες για την ανακατάληψη της Νέας Γουινέας όσο η ομάδα του ήρωά μας.
Το διοικητήριο του αυστραλιανού στρατού στην Παπούα Νέα Γουινέα στήθηκε πολύ κοντά στον «Βράχο του Κίνγκσμπουρι», την πέτρα δηλαδή δίπλα στην οποία άφησε ο Μπρους την τελευταία του πνοή. Το μετάλλιό του εκτίθεται πια στο Αυστραλιανό Πολεμικό Μουσείο της Καμπέρα και το προάστιο της Μελβούρνης όπου γεννήθηκε μετονομάστηκε προς τιμή του σε «Κίνγκσμπουρι»…
Πηγή: http://www.newsbeast.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.