Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015

Το παιδί του δρόμου που έγινε μεγάλος φωτογράφος

Αν σας αρέσει αυτή η ανάρτηση, διαδώστε την.

Το μακρύ ταξίδι από τις παραγκουπόλεις της Μοζαμβίκης στον κόσμο - Δείτε τις φωτογραφίες.

Στα 14 του ο Mario Macilau ήταν ακόμα ένα παιδί που ζούσε στους δρόμους του Μαπούτο, της πρωτεύουσας της Μοζαμβίκης. Μέχρι που για πρώτη φορά έπιασε στα χέρια του φωτογραφική μηχανή και έμαθε μόνος του πώς να τη χρησιμοποιεί. Σήμερα κάνει ατομικές εκθέσεις σε πολλές χώρες και συμμετέχει σε πολλές συλλογικές. Στη χώρα του είναι ένας αναγνωρισμένος φωτογράφος που αποτυπώνει στο φακό του τη ζωή όπως τη βλέπει και τη ζει και ο ίδιος.

«Όταν ήμουν παιδί ονειρευόμουν να γίνω δημοσιογράφος. Αλλά μετά έμπλεξα σε καθημερινές φασαρίες- όταν η ζωή σου είναι γεμάτη ανησυχία είναι σαν να μην υπάρχει μέλλον«», αφηγείται στο BBC, περιγράφοντάς πώς βρήκε το δρόμο για να γλιτώσει από τη φτώχεια και τη δυστυχία αλλά και να εκφραστεί μέσα από τη δουλειά του.

«Όταν ήμουν επτά χρονών, ο πατέρας μου έφυγε από τη χώρα και πήγε στη Νότιο Αφρική να βρει δουλειά. Ήμουν μεγαλύτερος από τις αδελφές μου και έπρεπε να βοηθήσω να ζήσουμε. Έτσι άρχισα να πουλάω τα μπισκότα της μαμάς μου στην αγορά. Εκεί άρχισα να κάνω κι άλλες δουλειές- να πλένω αυτοκίνητα ή να βοηθώ κόσμο να μεταφέρει τα ψώνια του. Αντί να επιστρέφω σπίτι συχνά περνούσα τη νύχτα στην αγορά με τους φίλους μου.

Δεν ήταν πολύ ασφαλές. Δεν είχαμε κάπου να κρύψουμε τα πράγματά μας κι έτσι κλέβαμε ο ένας τον άλλο. Αποκτήσαμε κακές συνήθειες, αρχίσαμε τα μικρο-αδικήματα, αλλά ήταν ζήτημα επιβίωσης.







Η μητέρα μου προσπάθησε πολλές φορές να με στείλει στο σχολείο αλλά δεν μπορούσε να πληρώνει αυτά που έπρεπε. Όμως εγώ όλο αυτό το διάστημα μάθαινα- μέσω των βιβλίων που διάβαζα αλλά και προσφέροντας εθελοντική δουλειά σε ΜΚΟ μάθαινα αγγλικά.

Όταν ήμουν 14 ετών δανείστηκα τη φωτογραφική μηχανή ενός φίλου. Άρχισα να φωτογραφίζω ό,τι έβλεπα γύρω μου, τους ανθρώπους που ταξίδευαν στην πόλη για να πουλήσουν τα πράγματά τους. Ήταν ασπρόμαυρες φωτογραφίες που εμφάνισα σε έναν σκοτεινό θάλαμο που έφτιαξα μόνος μου στο σπίτι της μητέρας μου. Δίδασκα τον εαυτό μου να κάνει διάφορα, εξασκούμουν σε ό,τι μπορούσα αλλά ήταν πολύ δύσκολο για μένα να πληρώνω το φιλμ και τα χημικά που χρειαζόμουν».

Τα παιδιά του δρόμου ζουν σαν νομάδες, μετακινούνται από το ένα σημείο στο άλλο κουβαλώντας μόνο λίγο νερό και πετσέτες για να πλένουν αυτοκίνητα. Ο Macilau εξηγεί πως συνήθως κοιμούνται στη διάρκεια της ημέρας γιατί τη νύχτα φοβούνται τις επιθέσεις από αστυνομικούς- εκ των οποίων πολλοί προέρχονται από τη ζωή στο δρόμο. Οι αστυνομικοί τους επιτίθενται, τους κλέβουν τα λεφτά και απειλούν να τα συλλάβουν.

Επίσης, βγαίνοντας στο δρόμο πολλά παιδιά αποκτούν νέα «ταυτότητα»: «Με φωνάζουν Cowboy επειδή μου αρέσει να ντύνομαι όπως οι καουμπόϋδες», λέει ένα 14χρονο αγόρι.

«Η αγαπημένη μου φωτογραφία», συνεχίζει ο Mario, «ήταν μία που είχα βγάλει στην πόλη που μεγάλωσα ένα πρωινό, μια γυναίκα που έμπαινε στην πόλη για να στήσει τον πάγκο της στην αγορά. Είχε γυρισμένη την πλάτη της στο φακό ενώ έβρεχε. Αυτή η φωτογραφία έχει πια χαθεί, δεν κράτησα τίποτα από εκείνη την εποχή γιατί δεν θεωρούσα αυτό που έκανα ‘δουλειά’, ήταν απλώς κάτι που έκανα για τη δική μου ευχαρίστηση. Δεν σκεφτόμουν καν να κάνω καριέρα στη φωτογραφία. Και ξαφνικά μια μέρα το 2007- ήμουν 23 χρόνων- ένας γνωστός μου πήρε μία φωτογραφική μηχανή. Του την είχε δώσει μια οικογένεια Πορτογάλων για την οποία εργαζόταν, αλλά δεν είχε ιδέα πώς να τη χρησιμοποιήσει και σκέφτηκε να μου την πουλήσει. Δεν είχα λεφτά αλλά η μητέρα μου είχε πρόσφατα αγοράσει το πρώτο της κινητό τηλέφωνο, το οποίο είχε δώσει σε μένα επειδή εγώ έβγαζα λεφτά για την οικογένεια. Έτσι το αντάλλαξα για τη φωτογραφική μηχανή. Ήταν πολύ δύσκολο να πω στη μητέρα μου τι είχα κάνει. Της είπα πως μου επιτέθηκαν και μου πήραν το τηλέφωνο.







Εκείνη την εποχή οι φίλοι μου μου έλεγαν για έναν τρόπο επικοινωνίας με ανθρώπους έξω από τη χώρα, γρήγορο και δωρεάν. Ήταν το ίντερνετ.

Έτσι πηγαίναμε στη βιβλιοθήκη και μπαίναμε σε διάφορα chat room και μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Έμαθα πώς να φτιάχνω blog και ανέβασα τις φωτογραφίες μου online. Άρχισα να δέχομαι καλά σχόλια και προσκλήσεις για να συμμετέχω σε εκθέσεις.

Κατάφερα να λάβω μέρος σε ένα πρόγραμμα ανταλλαγής για νέους και πήγα έτσι στο Βανκούβερ του Καναδά. Όταν βρισκόμουν εκεί πήγα σε πολλές εκθέσεις και μίλησα για την τέχνη της φωτογραφίας σε ένα σχολείο. Ήταν στον Καναδά που έκανα την πρώτη μου προσωπική έκθεση, τα στάνταρντ δεν ήταν πολύ υψηλά αλλά ήταν μια χρήσιμη εμπειρία.

Μετά την επιστροφή μου στη Μοζαμβίκη άρχισα να σκέφτομαι να κάνω τη φωτογραφία επάγγελμα. Άρχισα να συνεργάζομαι με ξένους φωτογράφους που έρχονταν στη χώρα μου για να φωτογραφίσουν τις αλλαγές που συντελούνταν.

Το 2009 προσκλήθηκα στη Λισαβόνα για να παρουσιάσω ατομική έκθεση. Έκτοτε συμμετείχα σε συλλογικές εκθέσεις στο Berardo Collection Museum αλλά και στη Saatchi Gallery στο Λονδίνο.

Ποτέ δεν με φόβισαν οι επαγγελματίες ή οι άνθρωποι που συναντούσα και ανήκαν στο κύκλωμα της τέχνης. Μάθαινα ό,τι μπορούσε από αυτούς κι ακόμα εμπνέομαι από τα πάντα.

Σήμερα χρησιμοποιώ ψηφιακή φωτογραφική μηχανή αλλά ακόμα βγάζω φωτογραφίες και σε φιλμ. Η δουλειά μου επικεντρώνεται σε περιθωριοποιημένους ανθρώπους: τους μεταπωλητές τσιμέντου στη Μοζαμβίκη, τους παράνομους υλοτόμους της Νιγηρίας, τους ανθρακωρύχους του Μπαγκλαντές. Ποτέ δεν ξέρω ποια θα είναι η επόμενη δουλειά μου, απλώς βγαίνω από το σπίτι μου και συναντώ κάτι που με εμπνέει. Ένα καινούριο πρότζεκτ αρχίζει όταν βλέπεις κάτι που δεν μπορείς να εξηγήσεις.

Η τελευταία συλλογή μου, «Growing in Darkness», είναι για τα παιδιά των δρόμων του Μαπούτο. Πολλοί τα κοιτούν και βλέπουν μόνο τη φτώχεια τους αλλά η ζωή τους έχει πολύ περισσότερο νόημα από το να ζητιανεύουν μόνο και να κοιμούνται στους δρόμους. Τρώνε, βλέπουν ταινίες και φτιάχνουν παιχνίδια. Και στον ελεύθερο χρόνο τους παίζουν. Είναι άνθρωποι που προσαρμόστηκαν στις συνθήκες. Πιστεύω πως στη ζωή πρέπει να μαθαίνουμε να προσαρμοζόμαστε και να βλέπουμε τα πράγματα διαφορετικά. Όταν κοιτώ το παρελθόν μου δεν εύχομαι να ήταν διαφορετικό. Οι εμπειρίες μου με δίδαξαν να παλεύω γι’ αυτό που πιστεύω και να είμαι ανεξάρτητος. Αυτές με έκαναν αυτό που είμαι σήμερα.

Αναμφίβολα θα μείνω στη Μοζαμβίκη και θα φτιάξω το στούντιό μου εδώ, στο Μαπούτο. Ζω με τη μητέρα μου αλλά νοικιάζω κι ένα άλλο διαμέρισμα όπου μπορώ να μείνω μόνος μου ή να μένουν οι φίλοι μου όταν με επισκέπτονται.

Η οικογένειά μου χρειάστηκε πολύ χρόνο για να καταλάβει πως μπορώ να βγάζω λεφτά μόνο με τη φωτογραφία. Ήταν κάτι που δεν μπορούσαν να συνειδητοποιήσουν. Ακόμα και τώρα, η μαμά μου δεν το καταλαβαίνει αλλά το αποδέχεται ως επιλογή μου.

Προσπάθησα να επανορθώσω για τότε που πούλησα το κινητό της: κάθε φορά που ταξιδεύω στο εξωτερικό της αγοράζω ένα. Τα δίνει στις αδελφές και τις ξαδέλφες μου και κρατάει και κάποια για τον εαυτό της…»










Πηγή: http://www.newsbeast.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.