Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

Το λεξικό των γηπέδων

Αν σας αρέσει αυτή η ανάρτηση, διαδώστε την.

Εκφράσεις και λέξεις της κερκίδας και η σημασία τους.

Είναι αλήθεια πως οι απανταχού φίλαθλοι μπορούν να γίνουν ιδιαιτέρως ευρηματικοί ως προς τον τρόπο με τον οποίο χαρακτηρίζουν παίκτες, προπονητές, διαιτητές αλλά και φάσεις του δημοφιλούς παιχνιδιού. Γαύροι, βάζελοι, παόκια, αρειανοί, συχνά κάνουν λόγο για παλτά, παρτάλια, τσουρουκάδες και ρούκουνες, άμπαλους, ασχετίδηδες, κοράκια και ρουφιάνους διαμορφώνοντας μέσα στα χρόνια τη δική τους ποδοσφαιρική ιδιόλεκτο, που μόνο οι ίδιοι μπορούν να κατανοήσουν πλήρως.

Εκτός από τις κλασσικές γυναικείες απορίες που εμπεριέχουν τους αμιγώς ποδοσφαιρικούς όρους του οφ σαιντ , κόρνερ κλπ υπάρχουν κι άλλοι που ίσως κάτι μας λένε, κάτι μας θυμίζουν αλλά η έννοιά τους μπορεί να αποδοθεί επαρκώς μόνο από κάποιο φαν των γηπέδων.

Για όποιον έχει μια στοιχειώδη επαφή με την ελληνική γλωσσολογική βιβλιογραφία είναι εύκολα συναγώγιμο ότι έρευνες για τη γλώσσα των οπαδών, για το ιδίωμα –με άλλα λόγια – που χρησιμοποιούν μαζικά, στα πλαίσια του όχλου, οι άνθρωποι της κερκίδας απουσιάζουν παντελώς. Σε μια προσπάθεια καταγραφής του οπαδικού λόγου και κατανόησης του οπαδικού λόγου το newsbeast.gr συγκέντρωσε και σας παρουσιάζει το Λεξικό των Γηπέδων με τις αγαπημένες εκφράσεις της κερκίδας οι οποίες απελευθερωμένες από συμβάσεις, γλωσσικές ή μη, χρησιμοποιούνται προς τέρψιν συναισθημάτων εκτόνωσης και αποφορτισμού των εντάσεων… Και μιας και κάθε λεξικό μπορεί να εμπλουτίζεται στο διηνεκές… μπορείτε να συμπληρώσετε τις δικές σας προτάσεις με τις ερμηνείες τους…

Α
Αμπαλος (ο): αυτός που δεν ξέρει μπάλα. Προερχόμενη από τα γήπεδα η φράση έχει αρχίσει να χρησιμοποιείται γενικότερα για να προσδιορίσει κάποιον ακατάλληλο για κάτι παράδειγμα: « Καλά πως το έβαλες έτσι , τι άμπαλος είσαι εσύ ρε παιδάκι μου.
Συνθετικά-παράγωγα: Αμπαλίδης( πιθανόν για τους άμπαλους εκ Πόντου καταγόμενους, Αμπαλόπουλος εκ Πελοποννήσου καταγόμενους κλπ.

Ασχετίδης (ο): αυτός που δεν έχει σχέση με το αντικείμενο, κάτι λιγότερο ή για άλλους κάτι περισσότερο από άχρηστος.

Αργοκαρούτα: ο αργός παίκτης, αυτός που δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του. Γεμίσαμε αργοκαρούτες αδερφάκι μου»

Άντερ (το): Το παιχνίδι που έχει μέχρι δυο γκολ. Παράδειγμα «φίλε αντεράκι το ματς, είναι βέβαιο».

Απέκρουση: παράφραση όπως αρεοπλάνο, ουραγουάη κλπ. Καθώς παλιά φώναζαν οι σπίκερ «απεκρούει ο τερματοφύλαξ» έμεινε. Ρήμα απεκρούω, επίθετο απεκρουστικό

ΑΡΔ: συντομογραφία για «Αλήτες, Ρουφιάνοι, Δημοσιογράφοι». Συνηθέστερα χρησιμοποιείται όταν ο περιγράφων δεν συμφωνεί με αυτό που υποστηρίζουν οι οπαδοί.

Αμφίσκορο: < αμφίσκορος < αμφί + σκορ (μεταφραστικό δάνειο από την goal-goal (en)) (νεολογισμός λέγεται το ποδοσφαιρικό παιχνίδι στο οποίο ο παίχτης ποντάρει στο στοίχημα ότι θα σκοράρουν και οι δύο ανταγωνιζόμενες ομάδες

Β
Βόιδι: Επιθετικός προσδιορισμός, συχνότερα απαξιωτικός. Χρησιμοποιείται είτε για ποδοσφαιριστή, είτε για διαιτητή είτε για επόπτη.

Βοηθός (ο): ο λάινσμαν ή αλλιώς επόπτης. Συνώνυμα: πλάγιος ή πλαϊνός. Παράδειγμα «Το οφ-σάιντ δεν το καταλόγισε ο βοηθός, που βρισκόταν ακριβώς στην ευθεία.

Βύσμα (το): (συνηθέστερα συνοδευόμενο από το ουσιαστικό «του προέδρου): ο όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε στο στρατό και μεταφέρθηκε στη συνέχεια στα γήπεδα. Συνώνυμο: «ρουφιάνος του προέδρου».

Γ
Γκολάρα(η): Παλαιόθεν έκφραση για το υπέροχο γκολ καθιερωμένη κυρίως μετά τη χρήση της σε σε πρωτοσέλιδα εφημερίδων όπως εκείνα της Αθλητικής: «Γκολάρα ο Σαραβάκος». Αντίθετο: «γκολάκι», γκολ που φέρει το αποτέλεσμά του χωρίς κανένα εφέ να το συνοδεύει.

Γάτος (ο): Επιθετικός προσδιορισμός για τον τερματοφύλακα που είναι ικανός να διώξει όλα τα γκολ. Στην περίπτωση που υπάρχει γάτος στην ομάδα, όλοι ανησυχούν λιγότερα εκτός από την περίπτωση που αποδειχτεί γατάκι διαψεύδοντας κάθε προσδοκία.

Γκαντεμόσαυρος (ο): επιθετικός προσδιορισμός για οπαδό, ο οποίος όταν παρακολουθεί τον αγώνα χάνει η ομάδα, ακόμα κι αν τον παρακολουθεί από τηλεόραση. Φήμη γκαντεμόσαυρου που αναμεταδίδει αγώνες ελληνικών ομάδων στην Ευρώπη έχει κι ο Αλέξης Σπυρόπουλος.

Γιόμα (η): Σέντρα απελπισίας, με σκοπό να «γεμίσει» (γιομίσει) η αντίπαλη περιοχή. Παράδειγμα: «με γιόμες από το πρώτο λεπτό δεν βάζουμε γκολ»…

Δ
Διαιτητής (ο): Στη γηπεδική διάλεκτο, αν και ο άρχοντας του αγώνα, ο διατητής είναι συνηθέστερα αποδέκτης κάθε βωμολοχίας και αντίρρησης των παικτών για ότι σφύριξε. Αλησμόνητη φράση: "Και οι διαιτηταί άνθρωποι είναι, κάνουν σφάλματα».

Δημοσιογράφος (ο, αλήτης, ρουφιάνος): Ή χάριν συντομογραφίας σκέτο ΑΡΔ . Μετά από κάθε αγώνα σχόλια του τύπου «Τι να μας πουν οι ΑΡΔ, αφού γράφουν ό,τι τους λέει ο πρόεδρος».

Δικαστής (ο αθλητικός): Ο τιμωρός της αντιαθλητικής συμπεριφοράς…

Δρεπανηφόρο (το): Ο σκληροτράχηλος αμυντικός δεν αφήνει να περάσει ούτε μπάλα ούτε παίχτης. Συνώνυμο κλαδευτήρι: απλώνει τις άμυνές του κλαδεύοντας τον επελαύνοντα σέντερ φορ.

Δρομέας: Θα μπορούσε να παρομοιαστεί με την παροιμία μέλι μέλι και τηγανίτα τίποτα, ο παίκτης που είναι καλός στο τρέξιμο αλλά δεν τον πήραμε για αγώνα δρόμου αλλά για αγώνα ποδοσφαίρου.

Ε
Επόπτης (ο): Ο βοηθός, ο λάινσμαν ή ο πλαϊνός. Στη συνηθέστερη εκδοχή βέβαια χρησιμοποιείται ως επόπτης αφού μια φράση το στυλ «ρε λάινσμαν/πλαϊνέ, τι σηκώνεις συνέχεια τη σημαία, αγκύλωση έχεις πάθει» θα ήταν τουλάχιστον αστεία…

Επιτάφιος (ο): Ο ακίνητος σέντερ-φορ, με χαρακτηριστική φράση «πιο αργός από τον επιτάφιο». Συνώνυμα «πιο αργός κι από το replay»

Επιτροπή (η): πολλές και διαφόρων αιτιών και χρήσεων. Εφέσεων, επίλυσης οικονομικών διαφορών, πειθαρχική κ.ά. Αλησμόνητη επιτροπή αυτή του Νίκου Βαμβακούλα: «Να φτιάξουμε μια τριμελή επιτροπή, από πέντε άτομα».

Εκκλησία: συνηθέστερα χαρακτηρίζει το γήπεδο, όταν απουσιάζουν οι έντονες φασαρίες, το σπάσιμο καθισμάτων, οι επέλαση των βαρβάρων και άλλα τέτοια ωραία.

Ζ
Ζώον (το): Βλέπε Βόϊδι

Ζόρια (τα): τα συνεχόμενα δύσκολα παιχνίδια. Συνήθης φράση κυρίως από προπονητές «Έρχονται ζόρια και πέντε ντέρμπι».

Ζούγκλα (η): Το αντίθετο της «εκκλησίας». Συνηθέστερα η ζούγκλα περιγράφεται περιληπτικά από την φράση «Δυστυχώς τέτοιες εικόνες πάνε το ελληνικό ποδόσφαιρο πολλά χρόνια πίσω».

Ζογκλέρ (ο): Όσοι παίκτες κάνουν μαγικά με την μπάλα. Το παραγόμενο επίθετο ζογκλερικός συνοδεύει το γκολ ή την τρίπλα

Η
Ήρωας (ο): Συνηθέστερα αυτός που βάζει γκολ στο 90 διαψεύδοντας κάθε προσδοκία των αντιπάλων. Βέβαια ήρωας χαρακτηρίζεται και ο τερματοφύλακας που έπιασε πέναλτι, ο σέντερ-μπακ που έβγαλε τον αγώνα με ματωμένο κεφάλι κ.ά.

Θ
Θεός (ο): «Ποιος, ποιος ο Μαύρος ο Θεός» φώναζαν κάποτε στη Νέα Φιλαδέλφεια. Από τότε μέχρι και σήμερα, ο χαρακτηρισμός αυτός αποδίδεται ως τίτλος τιμής μεγαλύτερος του ήρωας, σε παίκτη που θα κάνει χατ τρικ ή κάτι άλλο συγκλονιστικό. Υπερθετικός βαθμός: Θεούκλα , Θεός και κάτι παραπάνω που λέμε.

Θόλωσε (ο): Ρήμα για τον ποδοσφαιριστή, που χάνει τα λογικά του και κάνει πέναλτι, κυνηγάει τον αντίπαλο, βγάζει τη φανέλα του σε ένδειξη διαμαρτυρίας, χάνει γκολ από το ένα μέτρο και άλλα τέτοια ωραία

Ι
Ικανοποιημένος (ο): αίσθημα που αποδίδεται πιο συχνά στον προπονητής. Την ώρα που όλοι διαμαρτύρονται, βρίζουν, σιχτιρίζουν γιατί ουσιαστικά δεν βλέπουν μπάλα, ο κόουτς θα πει: «Είμαι ικανοποιημένος γιατί πήραμε τους βαθμούς. Η νίκη είναι που μετράει»

Κ
Κατσαρόλι: το κύπελλο

Καλοσφυρίχτρας: ο άριστος διαιτητής

Κατηφόρα (η): παρομοίωση για την ομάδα που παίζει πολύ καλά. Το γήπεδο αποκτά την ανάλογη κλίση ώστε όποιο σουτ και να βαρέσουν μπαίνει.

Κωλόφαρδος (ο): Ο παίκτης που βάζει γκολ από σπόντα. Ο τερματοφύλακας που βλέπει τα δοκάρια να τον σώζουν. Ο προπονητής που έχει γλιτώσει την απόλυση δέκα φορές. Γενικά αυτός που πάει σύμφωνα με το ρητό «αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει»…

Κοράκι (το): Παρόλο που έχει αλλάξει το χρώμα της φανέλας ως κοράκι χαρακτηρίζουμε τον διαιτητή. Παράδειγμα: «Τι σφυρίζει το κοράκι ρε;»

Κοντοσφηνιά (η) : Χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε παίκτες μετρίου αναστήματος με σκοπό να μειώσει την αξία τους, παρόλο που μπορεί να έχουν κάνει θαύματα.

Κούπα (η): το κύπελλο, το τρόπαιο, αυτό που όταν το σηκώνεις όλοι σε ζηλεύουν. Παράγωγο: υπερκούπωση, αυτό που παθαίνεις από τις πολλές κούπες.

Λ
Λαμόγιο (το): Συνηθέστερα ο διαιτητής ή όποιος άλλος απατεώνας

Λούζερ (ο): αυτός που έχει στο αίμα του το να χάνει.

Λούγκρα (η): Κάτι μεταξύ λαμόγιου και αδιευκρίνιστων προθέσεων παράγοντα, διαιτητή, δημοσιογράφου…

Λακαμάς (ο): παράφραση του διεθνώς αναγνωρισμένου χαρακτηριστικού εθνικού μας ονόματος, «μα...ας».

Μ
Μπαλάκι (το): Χαϊδευτικά το γκολ. Παράδειγμα «του πέταξε δύο μπαλάκια ή αλλιώς έφαγε δυο μπαλάκια και προσπαθεί να τα χωνέψει»

Μπαλαρίνα: έτσι χαρακτηρίζουν οι φίλαθλοι τους παίκτες για να τους μειώσουν παρόλο που ξέρει μπάλα και το αποδεικνύει.

Μηχανάκι (το): Χαρακτηρισμός για έναν ποδοσφαιριστή που τρέχει συνέχεια. Το αντίθετο του Επιτάφιου. Ταιριάζει απόλυτα στην περίπτωση του αμυντικού χαφ.

Μπεκάτσα (η): Αυτό που σημαδεύει ο επιθετικός όταν σουτάρει στον γάμο του καραγκιόζη.

Μπετατζής: Ένας ακόμη τρόπος για να δηλώσουμε πως κάποιος παίκτης δεν είναι καλός, συνώνυμο του άμπαλος. Υπονοείται πως θα ήταν προτιμότερο αν ακολουθούσε άλλα επαγγέλματα αντί του ποδοσφαιριστή, ή πως η ανάγκη για το ξεκίνημα μιας νέας καριέρας είναι επιτακτική. Το ίδιο δηλώνεται με πλήθος άλλων χειρωνακτικών επαγγελμάτων.

Μπογιατζής: βλέπε μπετατζής

Μούσχαρος: Έτσι χαρακτηρίζεται ο παίκτης που αν και μόνος του μπροστά στο τέρμα στέλνει και την μπάλα στο θεό κι όχι στα δίκτυα, είτε αυτός που συμμαχεί προσωρινά με τον αντίπαλο δίνοντας πάσα σε εκείνον αντί για τον συμπαίκτη του… και άλλα τέτοια ωραία. Επίσης χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει και διαιτητή όταν δίνει φάουλ που δεν το βλέπει κανείς πουθενά ή όταν δεν δίνει φάουλ που βλέπουν όλοι οι υπόλοιποι… Για τον προπονητή επίσης όταν βάζει έναν αμυντικό να παίξει επίθεση … Όταν κάποιος δρα με τρόπο που δεν μπορεί παρά να αποβεί μοιραίος για την ομάδα, όλη η κερκίδα αναφωνεί «Τι κάνεις ρε μούσχαρε, ε μούσχαρε;»

Μνήματα (στα): Απόκρουση που πρέπει να γίνει στο τέλος του αγώνα, ενώ η ομάδα προηγείται με 1-0. Όταν οι αντίπαλοι γεμίζουν με γιόμες ο φίλαθλος στο διπλανό κάθισμα αποφαίνεται «Διώξτε ρε, στα μνήματα!»

Μυρωδιάς (ο): χαρακτηρίζει είτε παίκτη είτε προπονητή για να δηλώσει πως ούτε καν μυρίζει την μπάλα, την εντοπίζει μετά μεγάλης δυσκολίας.

Μύτο: δυνατό σουτ με την μύτη τού παπουτσιού

Ν
Ντίβα (η): Για μεταγραφή που ήρθε σαν όνομα αλλά πράξη δεν είδαμε. Συνώνυμα: βεντέτα, τουρίστας.

Ντουλάπα (η): Χαρακτηρισμός που προσδιορίζει τα σωματικά προσόντα ενός αμυντικού, σωματώδης. "Σκέτη ντουλάπα".

Ντολμαδάκι (το): Ξέρει μπαλίτσα αλλά έχει και κοιλίτσα. Συνήθως ο κοντόχοντρος, μεσοεπιθετικός. Τύπος συμπαθητικός που προσφέρει κυρίως θέαμα και λίγο αποτέλεσμα

Ναός (ο): Το γήπεδο της κάθε ομάδας. Μπορεί να είναι ετοιμόρροπο, υπερσύγχρονο, μπορεί να υπάρχει μόνο στη φαντασία σας…. Παρόλα αυτά ήταν είναι και θα παραμείνει ο Ναός.

Νεούδι (το): Αποκαλούμε έτσι τους νέους παίκτες κάθε ομάδας, είτε μεταγραφή, είτε μικρούς σε ηλικία.

Ξ
Ξέφωτο (το): Μεγάλος χώρος, που αφήνει ο αντίπαλος όταν πιέζει και η ομάδα αμύνεται.

Ξερόμυτο: βλέπε μύτο

Ξύπνα (ρε): Προστακτική κάποιον προπονητή που «κοιμάται» στον πάγκο. Οι ειδήμονες της εξέδρας αποφαίνονται βροντοφωνάζοντας «Άντε ρε βόιδι, ξύπνα, δε βλέπεις ότι μπάζει από δεξιά. Δεν ξέρεις τι θα πει αλλαγή...»

Ξυλάγγουρο (το): Ο ψηλός ποδοσφαιριστής με τα ελάχιστα τεχνικά προσόντα. Αν και δεν μπορεί ούτε στα πέντε μέτρα να πασάρει συνεχίζει γιατί έχει βίσμα (βλέπε παραπάνω)

Ξυλοκόπος (ο): βλέπε Μπετατζής

Ο
Οβίδα (η): χαρακτηρισμός που βλέπουμε γραμμένο κυρίως σε αθλητικές φυλλάδες από ευφάνταστους δημοσιογράφους για να περιγράψει πολύ δυνατά σουτ «τα οποία γκρεμίζουν τα τέρματα της αντίπαλης ομάδας»…

Οβερ (το): Το ματς που έχει τρία γκολ και πάνω, αντίθετο: άντερ

Ομορφιές (οι): Όταν λέμε πως ένας παίκτης κάνει ομορφιές εννοούμε ότι έχει πολλές καλές στιγμές μέσα στο γήπεδο, ψαλιδάκια, τακουνάκια και λοιπά

Π
Παράγκα (η): Το «παρασκήνιο» εκεί που «μαγειρεύονται» οι διαιτησίες. Παρόλο που φημολογείται έντονα, πολλοί αμφισβητούν την ύπαρξή του.

Πιστολιά (η): «Ήταν πιστολιά» αναφωνούν οι φίλαθλοι για το αυθαίρετο πέναλτι που δίνει ο διαιτητής σε ένα ματς που μέχρι πριν το δώσει κυλούσε χωρίς κανένα ενδιαφέρον… Πολλές φορές θεωρείται προειδοποίηση, ή ακόμα και δράση της παράγκας, που φυσικά δεν υπάρχει.

Παλτό (το): Αν και έχετε εναποθέσει τις ελπίδες σας σε μια μεταγραφή- παικταρά, κάτι μεταξύ Μέσι και Ρονάλντο εντέλει το αποτέλεσμα είναι απογοητευτικό. Ο κ. Άμπαλος ήρθε για να μείνει έτσι το μόνο που μπορείτε να κάνετε είναι να τον φορέσετε ως παλτό. Χαϊδευτικά ονομάζεται και παλτουδιά. Αν η αποτυχία δεν χωρά σε περιγραφές τότε μπορούν να χρησιμοποιηθούν και τα καμπαρντίνα ή ρεντιγκότα.

Παρτάλι (το): Εκ Μακεδονίας προερχόμενης η έκφραση αυτή χαρακτηρίζει και πάλι τον άμπαλο, τον ανίδεο από μπάλα, την ρεντιγκότα…

Πόρνη (η): Μπάλα εξού και η έκφραση πουλάει την μπάλα δηλαδή δίνει κατά λάθος και χωρίς ιδιαίτερη πίεση την μπάλα σε αντίπαλο παίχτη.

Παστελώνω: Αντί του σκοράρω γκολ σε φράσεις όπως «έτσι παστέλωσε το» ή «τι παστέλωσε ο θεός». Παράγωγο που χρησιμοποιείται πιο σπάνια «παστελωτής». Ο παστελωτής δεν είναι άλλος από αυτόν που παστελώνει,..

Πουλημένος: Χρησιμοποιούμενη από φιλάθλους η μετοχή στοχεύει κυρίως τον διαιτητή, όταν πάρει μια απόφαση με την οποία διαφωνούν. Υπονοείται ότι το κοράκι έχει πάρει μίζα, έχει χρηματιστεί κοινώς.

Ρ
Ρεντιγκότα: βλέπε παλτό

Ρούκουνας (ο): Δανεικός όρος από διασκεδάσεις άλλου είδους. Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει και πάλι τον άμπαλο ποδοσφαιριστή

Ρουφιάνα (η): Μπάλα. Συνώνυμο: Πόρνη.

Ρουφιάνος (ο αλήτης, δημοσιογράφος): βλέπε ΑΡΔ, Χαΐδευτικό: Ρουφ

Ρούφας (ο): Τερματοφύλακας που δεν σταυρώνει μπάλα, ότι φεύγει το τρώει… ή αλλιώς το ρουφάει…

Ρόμβος (ο): Σύστημα ανάπτυξης της ομάδας. "Παίζουμε με ρόμβο" καθώς οι ποδοσφαιριστές σχηματίζουν αυτό το σχήμα μέσα στο γήπεδο, άσχετα αν μοιάζει με ορθογώνιο παραλληλόγραμμο.

Σ
Σπαθί (το): το αντίθετο του πουλημένου για διαιτητή. Χρησιμοποιείται σε φράσεις όπως «διαιτησία σπαθί»

Στημένο (το): Συνήθως πληθυντικού αριθμού… Παιχνίδια με προδιαγεγραμμένο το αποτέλεσμα. Εξίσου φημολογούνται με τους περισσότερους παράγοντες να αμφισβητούν την ύπαρξή τους…

Σύστημα (το): η διάταξη στο γήπεδο. Ο τρόπος που παίζει η ομάδα με βάση τους αριθμούς αμυντικών, μεσαίων και επιθετικών.

Τ
Τσάκας-Τσούκας: ο πασατέμπος. Ό,τι απέμεινε από την παλιά καλή εποχή του "κωκ, σάμαλι, τσακα-τσούκας παιδιά". Για να περνάει η ώρα (ειδικά όταν το ματς δεν βλέπεται).

Τραγί (το): Ο παίκτης που δεν έχει ιδέα από το άθλημα.

Τσόγλανος (ο): Ο επιθετικός με θράσος που δεν σταματά πουθενά. Συνήθως αποδίδεται σε περιπτώσεις νεαρών ποδοσφαιριστών

Ταγάρι (το): Αν και κυριολεκτικά σημαίνει τσάντα στο ποδόσφαιρο χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να δηλώσουμε πως ένας παίκτης δεν έχει ιδέα από το άθλημα.

Τρίμπαλο (το): Παιχνίδι στο οποίο μπαίνουν τρία γκολ, ένα ωραιότατο 3-0 που βγάζει τους πιστούς της εξέδρας από τα ρούχα τους…

Τακουνιά (η): Το χτύπημα με το πίσω μέρος του ποδιού. Θεαματική ενέργεια.

Τσουρουκάς (ο): Συνώνυμο του ρούκουνας. Δεν την βρίσκει και εύκολα τη μπάλα. «Τσουρούκι από τα λίγα» αναφωνούν οι οπαδοί εκνευρισμένοι...

Τσαρούχι: όταν το σουτ του παίχτη αντί για το τέρμα κατευθύνεται προς την εξέδρα. Συνώνυμο : στραβοκλωτσιά.

Υ
Υπόθεση (η): Ο φάκελος ενός αγώνα που χειρίζεται η Αθλητική Δικαιοσύνη.

Υδραυλικός (ο): Ποδοσφαιριστής που περνάει όποιον βρίσκει μπροστά του είιτε έχει χώρο είτε δεν έχει. «Τι υδραυλικές ντρίπλες ήταν αυτές». Γνωστότερος υδραυλικός-ποδοσφαιριστής: Νάτσο Σκόκο...

Φ
Φιστικώνω: Συνώνυμο του σκοράρω. Όταν πετυχαίνεις πολλά γκολ, δηλαδή φιστίκια, δεν σκοράρεις απλά φιστικώνεις…

Φόλα (η): Ματς που δεν βλέπεται και που φεύγοντας το μόνο που έχεις αποκομίσει είναι ένα γερό κρυολόγημα…

Φλώροι (οι): μεταβλητός όρος, ανάλογα με το ματς, που πάντα αποδίδεται στους αντιπάλους μας.

Χ
Χασοδίκης: ο δικηγόρος που χάνει τις υποθέσεις που αναλαμβάνει επειδή δεν μπορεί να πείσει τους δικαστές ότι το γήπεδο μεγάλωσε με αποτέλεσμα άθελά τους οι καθόλα ευγενείς οπαδοί της ομάδας να εισβάλλουν στον αγωνιστικό χώρο και να συμπλακούν μεταξύ τους ή με τα ΜΑΤ

Χασογκόλης (ο): Αθεράπευτος άμπαλος που καταφέρνει να χάσει το γκολ από το μισό μέτρο. Ακόμα και δίμετρη ξανθιά πάνω σε δωδεκάποντο καλύτερα τα καταφέρνει.

Χασομέρια (τα): Οι καθυστερήσεις. Ο επιπλέον ή πρόσθετος χρόνος που δείχνει ο 4ος διαιτητής.

Χατ Τρικ: τρία γκολ

Χέλι (το): Ευέλικτος ποδοσφαιριστής που ξεγλιστρά σαν χέλι.

Ψ
Ψαράς (ο): βλέπε Μπετατζής. Επιπλέον χρησιμοποιείται και στην περίπτωση μεταγραφής κάποιου από χώρα που παρουσιάζει έντονη αλιευτική δραστηριότητα, πχ κάποιος Ισλανδός.

Ψαλίδι (το): Απογείωση ποδοσφαιριστή ζογκλέρ που ανάποδα με το τέρμα κάνει ψαλίδι τα πόδια του και σουτάρει στην αντίπαλη εστία. Υποκοριστικό: Ψαλιδάκι.

Ψαράκι (το): Οριζοντίωση ποδοσφαιριστή για κεφαλιά συνοδευόμενο συνήθως με μάσημα γρασιδιού. Γκολάρα για τους πολλούς.

Ω
Ώμα (η): η στραβοκλωτσιά, το τσαρούχι, η κουτσουκέλα του τερματοφύλακα, οποιαδήποτε λάθος κίνηση ενός παίκτη.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.