Η σχέση του Γιάννη Τσούτσικου με την αδερφή του και το αποτρόπαιο έγκλημα.
Το απόγευμα της Δευτέρας 30 Σεπτεμβρίου του 1968, ο 14χρονος Γιάννης Τσούτσικος και η 3χρονη αδελφή του Έλενα επέστρεφαν στην Αθήνα οικογενειακώς από το χωριό τους, στην Πελοπόννησο.
Η μητέρα τους και ο πατριός του, Γιάννης Χαραλαμπόπουλος, είχαν ένα 24ωρο νωρίτερα ψηφίσει στο «δημοψήφισμα» που είχε προκηρύξει ο Γ. Παπαδόπουλος για την έγκριση του «νέου Συντάγματος της Ελλάδας». Για την επιστροφή τους στην Αθήνα είχαν επιλέξει το τρένο, το οποίο ήταν ασφυκτικά γεμάτο με ψηφοφόρους.
Το δυστύχημα
Ήταν λίγο μετά τις 6 το απόγευμα όταν το τρένο ξαφνικά ακινητοποιήθηκε πάνω σε μια στροφή στη σιδηροδρομική γραμμή, λίγο έξω από τον σταθμό του Δερβενίου. Επικράτησε αναστάτωση και όπως διαπιστώθηκε, μια γυναίκα είχε αισθανθεί αδιαθεσία και τράβηξε το μοχλό ασφαλείας. Ο Γιάννης άρχισε να παρατηρεί γύρω του και ξαφνικά είδε από το παράθυρο να τους πλησιάζει, με μεγάλη ταχύτητα, μια άλλη αμαξοστοιχία.
Ο 14χρονος ακολουθώντας το ένστικτό του άρπαξε στην αγκαλιά του τη μικρή αδελφή του και πήδηξε από το βαγόνι. Τα παιδιά γλύτωσαν με ελαφρά τραύματα αλλά η μητέρα τους και ο πατριός του βρήκαν τραγικό θάνατο κατά τη διάρκεια της σφοδρής σύγκρουσης των δυο τρένων. Το ζευγάρι ήταν μεταξύ των 34 νεκρών επιβατών σε ένα από τα πλέον πολύνεκρα σιδηροδρομικά δυστυχήματα στην Ελλάδα.
Η ηρωική πράξη του Γιάννη έγινε θέμα στις εφημερίδες της εποχής και η ιστορία των δυο ορφανών γνωστή σε ολόκληρη την Ελλάδα. Η επόμενη ημέρα για τα δυο αδέλφια ήταν δύσκολη, καθώς το δυστύχημα στάθηκε η αφορμή να χωρίσουν οι δρόμοι τους. Λίγους μήνες μετά, η Έλενα υιοθετήθηκε από ένα ζευγάρι εκπαιδευτικών, ενώ ο Γιάννης φιλοξενήθηκε σε σπίτι συγγενών του στον Πύργο Ηλείας, αφού και ο πατέρας του είχε πεθάνει μερικά χρόνια νωρίτερα.
Η εφηβεία του Γιάννη ήταν δύσκολη και αποφάσισε να φύγει από το χωριό για να βρει την τύχη του στην Αθήνα. Ήρθε στην πρωτεύουσα με σκοπό να εργαστεί αλλά τελικά βρέθηκε στο αναμορφωτήριο όταν τον συνέλαβαν για μικροκλοπές. Βγαίνοντας από το Ίδρυμα ο νεαρός αποφάσισε να κάνει μια νέα αρχή γι’ αυτό και εργάστηκε ως οικοδόμος και υδραυλικός. Όμως, σύντομα μπήκε σε νέες περιπέτειες, αφού πιάστηκε και πάλι στην τσιμπίδα των αρχών για κλοπές και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 4 ετών.
Ήταν λίγο μετά τις 6 το απόγευμα όταν το τρένο ξαφνικά ακινητοποιήθηκε πάνω σε μια στροφή στη σιδηροδρομική γραμμή, λίγο έξω από τον σταθμό του Δερβενίου. Επικράτησε αναστάτωση και όπως διαπιστώθηκε, μια γυναίκα είχε αισθανθεί αδιαθεσία και τράβηξε το μοχλό ασφαλείας. Ο Γιάννης άρχισε να παρατηρεί γύρω του και ξαφνικά είδε από το παράθυρο να τους πλησιάζει, με μεγάλη ταχύτητα, μια άλλη αμαξοστοιχία.
Ο 14χρονος ακολουθώντας το ένστικτό του άρπαξε στην αγκαλιά του τη μικρή αδελφή του και πήδηξε από το βαγόνι. Τα παιδιά γλύτωσαν με ελαφρά τραύματα αλλά η μητέρα τους και ο πατριός του βρήκαν τραγικό θάνατο κατά τη διάρκεια της σφοδρής σύγκρουσης των δυο τρένων. Το ζευγάρι ήταν μεταξύ των 34 νεκρών επιβατών σε ένα από τα πλέον πολύνεκρα σιδηροδρομικά δυστυχήματα στην Ελλάδα.
Η ηρωική πράξη του Γιάννη έγινε θέμα στις εφημερίδες της εποχής και η ιστορία των δυο ορφανών γνωστή σε ολόκληρη την Ελλάδα. Η επόμενη ημέρα για τα δυο αδέλφια ήταν δύσκολη, καθώς το δυστύχημα στάθηκε η αφορμή να χωρίσουν οι δρόμοι τους. Λίγους μήνες μετά, η Έλενα υιοθετήθηκε από ένα ζευγάρι εκπαιδευτικών, ενώ ο Γιάννης φιλοξενήθηκε σε σπίτι συγγενών του στον Πύργο Ηλείας, αφού και ο πατέρας του είχε πεθάνει μερικά χρόνια νωρίτερα.
Η εφηβεία του Γιάννη ήταν δύσκολη και αποφάσισε να φύγει από το χωριό για να βρει την τύχη του στην Αθήνα. Ήρθε στην πρωτεύουσα με σκοπό να εργαστεί αλλά τελικά βρέθηκε στο αναμορφωτήριο όταν τον συνέλαβαν για μικροκλοπές. Βγαίνοντας από το Ίδρυμα ο νεαρός αποφάσισε να κάνει μια νέα αρχή γι’ αυτό και εργάστηκε ως οικοδόμος και υδραυλικός. Όμως, σύντομα μπήκε σε νέες περιπέτειες, αφού πιάστηκε και πάλι στην τσιμπίδα των αρχών για κλοπές και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 4 ετών.
Η μετέπειτα σχέση της Έλενας με τον αδερφό της
Η Έλενα, πάλι, μεγάλωνε μέσα σε ένα συντηρητικό περιβάλλον. Ήταν 13 ετών όταν οι θετοί της γονείς αποφάσισαν να της πουν την αλήθεια. Της μίλησαν για τους βιολογικούς της γονείς, τον ετεροθαλή αδελφό της, το δυστύχημα και την υιοθεσία της. Ο κόσμος της Έλενας κατέρρευσε. Δεν μπορούσε να διαχειριστεί τις αποκαλύψεις που ανέτρεπαν όλα της τα δεδομένα. Άρχισε να παρουσιάζει ψυχολογικά προβλήματα και να εξαφανίζεται από το σπίτι για ολόκληρα 24ωρα, χωρίς να δίνει σημεία ζωής.
Οι αναζητήσεις της την οδήγησαν μοιραία στον αδελφό της τον οποίο συνάντησε και πάλι, δέκα χρόνια μετά το τραγικό δυστύχημα και τη διάλυση της οικογένειας τους. Από τότε τα δυο αδέλφια άρχισαν να κάνουν παρέα αλλά ο Γιάννης δεν άργησε να ερωτευτεί την Έλενα με πάθος. Έτσι, η σχέση τους σύντομα έγινε ερωτική με τον Γιάννη Τσούτσικο να αποκτά σχέση εξάρτησης από την αδελφή και ερωμένη του.
Όταν οι θετοί γονείς της Έλενας έμαθαν για το δεσμό της με τον αδελφό της σοκαρίστηκαν και επιχείρησαν με κάθε τρόπο να τους κάνουν να χωρίσουν. Άλλωστε, όπως θα έλεγε αργότερα ένας οικογενειακός τους φίλος, ήθελαν να παντρέψουν την μονάκριβη κόρη τους «με κάποιον επιστήμονα». Στα χρόνια που ακολούθησαν, η Έλενα ζήτησε πολλές φορές από το Γιάννη να διακόψουν το δεσμό τους και άλλες τόσες εκείνος την έπειθε να συνεχίσουν. Όμως, στις αρχές του 1983 η Έλενα αποφάσισε να χωρίσει οριστικά από το Γιάννη και του ζήτησε να σεβαστεί τις επιλογές της.
Ο 29χρονος, πλέον, Γιάννης έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του. Δεν μπορούσε, σε καμία περίπτωση, να φανταστεί τη ζωή του χωρίς την Έλενα και έκανε μεγάλο αγώνα να την μεταπείσει. Το μεσημέρι της 11ης Φεβρουαρίου του 1983 τα δυο αδέλφια συναντήθηκαν στην Ομόνοια. Ο Γιάννης είχε ζητήσει από την Έλενα ένα τελευταίο ραντεβού για να κουβεντιάσουν, ελπίζοντας ότι θα καταφέρει να της αλλάξει γνώμη και να ξανασμίξουν. Με τη μοτοσυκλέτα του πήγαν στο δασικό δρόμο που οδηγεί από την Καισαριανή στα Γλυκά Νερά Παιανίας. Τα λόγια του Γιάννη αποδείχτηκαν λίγα καθώς εκείνη δεν άλλαζε γνώμη και ήταν αποφασισμένη να μην γυρίσει κοντά του. «Ήμουν μεθυσμένος» θα πει αργότερα, εξηγώντας πως έχασε τον έλεγχο και έκοψε το νήμα της ζωής της 18χρονης Έλενας.
Την στραγγάλισε με το καλσόν και τη ζώνη της και στη συνέχεια την χτύπησε με μια πέτρα στο κεφάλι. Αμέσως μετά έφυγε χωρίς να κοιτάξει πίσω του. Ώρες αργότερα, ένας οικοδόμος που περνούσε από την περιοχή με το αυτοκίνητο του είδε έντρομος, στην άκρη του χωματόδρομου, το πτώμα μιας νεαρής γυναίκας. Ο άνδρας ειδοποίησε την αστυνομία η οποία έφτασε στο σημείο. Η πρώτη εκτίμηση ήταν πως η γυναίκα ήταν νεκρή το πολύ 24 ώρες. ενώ ο ιατροδικαστής στην έκθεση του ανέφερε ότι «πρόκειται για ένα έγκλημα που έγινε με ιδιαίτερη σκληρότητα». Η 18χρονη βρέθηκε ανάσκελα πεσμένη στο έδαφος, με το παντελόνι κατεβασμένο, το εσώρουχο της σκισμένο, την μπλούζα της ανεβασμένη μέχρι το στήθος και το ρολόι της σπασμένο και σταματημένο 6 λεπτά μετά τις 4 το απόγευμα.
«Την στραγγάλισα για να μην τη χάσω»
Αν και οι πρώτες εκτιμήσεις έκαναν λόγο για σεξουαλικό έγκλημα η ιατροδικαστική έκθεση το απέκλεισε, ενώ από τα στοιχεία που κατάφερε να συγκεντρώσει η αστυνομία, από τον τόπο του εγκλήματος, έβγαλε το συμπέρασμα πως ο δράστης ήταν γνωστός με το θύμα.
Το πρώτο στοίχημα των αρχών ήταν να εντοπίσουν την ταυτότητα του θύματος, καθώς πιθανολογούσαν πως αυτή θα τους οδηγούσε στον δράστη του αποτρόπαιου εγκλήματος. Επιχείρησαν να αντιπαραβάλουν τα δακτυλικά αποτυπώματα της 18χρονης με αυτά σεσημασμένων ή εκδιδόμενων γυναικών αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η ταυτότητα της Έλενας Μαρίνου αποκαλύφθηκε λίγες ημέρες αργότερα, όταν με αγωνία την αναζήτησαν οι δικοί της.
Στις 18 Φεβρουαρίου του 1983 συνελήφθη ο 29χρονος ετεροθαλής αδελφός της Γιάννης Τσούτσικος, ο οποίος ομολόγησε πως σκότωσε την 18χρονη για λόγους ερωτικής αντιζηλίας. «Την στραγγάλισα για να μην τη χάσω», είπε ο 29χρονος όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με τη δικαιοσύνη. Αμέσως μετά τη σύλληψη του ο Γιάννης Τσούτσικος, μέσα σε ένα παραλήρημα, ζητούσε να μιλήσει στους δημοσιογράφους για «την βρώμικη κοινωνία που τον οδήγησε μέχρι εδώ». «Θέλω να τους μιλήσω για την αγάπη μου, την Έλενα (…). Που είσαι αγάπη μου, σ αγαπώ», έλεγε και ξανάλεγε μονολογώντας.
Ο 29χρονος επέρριπτε ευθύνες στους θετούς γονείς της αδελφής και ερωμένης του, κατηγορώντας τους ότι την βασάνιζαν και προσπαθούσαν να τους χωρίσουν, αποκαλώντας τον ίδιο «τεμπέλη και αλήτη». Στο δικό του κόσμο ήταν και όταν οι αστυνομικοί τον οδηγούσαν στον εισαγγελέα. Φώναζε συνεχώς πως ήθελε να τον συγχωρήσουν. «Δεν ήξερα τι έκανα. Θέλω να πεθάνω», έλεγε. Μάλιστα, όταν ο εισαγγελέας, μετά την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος του για την δολοφονία της νεαρής αδελφής του αλλά και για αιμομιξία κατ’ εξακολούθηση, του είπε πως τα συγκεκριμένα αδικήματα επισύρουν ακόμη και την ποινή του θανάτου, εκείνος φέρεται να του απάντησε: «Μακάρι…».
Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας καταδίκασε τον Γιάννη Τσούτσικο σε ισόβια κάθειρξη. Τον Δεκέμβριο του 1990, ο 36χρονος, τότε, άνδρας δικάστηκε σε δεύτερο βαθμό. Οι δικαστές του Μικτού Ορκωτού Εφετείου της Αθήνας του αναγνώρισαν το ελαφρυντικό της ειλικρινούς μεταμέλειας με αποτέλεσμα να «σπάσουν» τα ισόβια και να του επιβληθεί ποινή κάθειρξης 21 ετών.
Πηγή: http://www.newsbeast.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.