Η επαρκής πρόσληψη ορισμένων θρεπτικών συστατικών μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην πρόληψη της εμφάνισης εκτροπών από τη φυσιολογική λειτουργία του θυρεοειδούς.
* Το ιώδιο. Η σύνθεση των θυρεοειδικών ορμονών επηρεάζεται από το ιώδιο της τροφής. Η συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη είναι 150 mg. Τρόφιμα όπως τα θαλασσινά και τα φύκια αποτελούν καλές πηγές ιωδίου, ενώ γενικότερα τα υπόλοιπα τρόφιμα έχουν χαμηλή συγκέντρωση ιωδίου. Οταν, ωστόσο, μια μέση δίαιτα περιλαμβάνει τροφές εμπλουτισμένες σε ιώδιο προσφέρει 250-750 mg/ ημέρα την ημέρα. Ετσι εξηγείται γιατί σήμερα το κοινό επιτραπέζιο αλάτι στην Ελλάδα είναι ιωδιούχο, δηλαδή εμπλουτισμένο σε ιώδιο.
Πριν από τον εμπλουτισμό του, η ιωδοπενία αποτελούσε πολύ συχνό αίτιο υποθυρεοειδισμού. Ομως, και τα πολύ υψηλά επίπεδα ιωδίου είναι δυνατό να προκαλέσουν διαταραχές της λειτουργίας του αδένα. Συνεπώς, η τακτική παρακολούθηση της τιμής του ιωδίου στον οργανισμό είναι χρήσιμη. Πηγές υπερβολικής λήψης ιωδίου μπορεί να είναι διάφορα φαρμακευτικά σκευάσματα και σκιαγραφικές ουσίες.
* Το σελήνιο. Το σελήνιο συμβάλλει στη διατήρηση της σωστής ποσότητας θυρεοειδικών ορμονών στο αίμα και στους διάφορους ιστούς. Επίσης, ένζυμα τα οποία περιέχουν σελήνιο συμμετέχουν στην «αποτοξίνωση» του αδένα (ειδικά σε περιόδους στρες) και στην αποτελεσματική διαχείριση των αποθηκών ιωδίου στο σώμα. Διαιτητικές πηγές αποτελούν: οι ξηροί καρποί, τα δημητριακά, το κρέας, και κυρίως το μοσχαρίσιο, τα αβγά, τα ψάρια, ο τόνος, τα καβούρια και ο αστακός.
* Ο ψευδάργυρος και ο χαλκός. Τόσο ο υποθυρεοειδισμός όσο και ο υπερθυρεοειδισμός είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε ανεπάρκεια ψευδαργύρου. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η συμπληρωματική λήψη ψευδαργύρου είναι δυνατόν να αναστρέψει τον υποθυρεοειδισμό. Ακόμα, ο χαλκός είναι απαραίτητος για τη σύνθεση της Τ4 και, όταν η διατροφική πρόσληψη χαλκού είναι περιορισμένη, ο ρυθμός παραγωγής της ορμόνης μειώνεται. Η Τ4 ρυθμίζει τη σύνθεση της χοληστερίνης στον οργανισμό. Συνεπώς, μπορεί να υπάρχει σχέση μεταξύ της ανεπάρκειας χαλκού, της αύξησης της χοληστερίνης στο αίμα και των καρδιαγγειακών παθήσεων -ειδικά σε άτομα με υποθυρεοειδισμό. Σημαντικές πηγές ψευδαργύρου είναι: τα θαλασσινά, τα ψάρια, το συκώτι, το κρέας, τα αβγά, τα μανιτάρια και τα σύκα.
* Βιταμίνες. Το β-καροτένιο (πορτοκαλί, κίτρινα και κόκκινα φρούτα και λαχανικά όπως το βερίκοκο, το πεπόνι και οι φράουλες), η βιταμίνη C (πηγές: φρούτα όπως τα εσπεριδοειδή, οι φράουλες και οι φυσικοί χυμοί τους) και η βιταμίνη Ε (ελαιόλαδο) αποτελούν σημαντικούς αντιοξειδωτικούς παράγοντες που προστατεύουν το θυρεοειδή από τις επιπτώσεις του οξειδωτικού στρες. Οι βιταμίνες Β2, Β3 και Β6 συμμετέχουν στη διαδικασία σύνθεσης της Τ4.
* Τυροσίνη. Η τυροσίνη είναι ένα αμινοξύ το οποίο έχει σημαντικό ρόλο στην παραγωγή των θυρεοειδικών ορμονών. Ευτυχώς, υπάρχουν πολλά τρόφιμα που αποτελούν καλές πηγές τυροσίνης, όπως είναι τα ψάρια, το κοτόπουλο, τα προϊόντα ολικής αλέσεως, τα γαλακτοκομικά, οι μπανάνες, τα φασόλια και οι ξηροί καρποί.
* Τα λιπαρά. Συνήθως συστήνεται περιορισμός των προσλαμβανόμενων από τη διατροφή λιπαρών. Οι περισσότεροι οργανισμοί υγείας συστήνουν τα λιπαρά να καλύπτουν το πολύ το 30% των θερμίδων ημερησίως.
Τέλος, η (σχεδόν) καθημερινή άσκηση, κατά προτίμηση αερόβια, αποδεικνύεται ευεργετική. Αυξάνει αφενός την αιματική κυκλοφορία, αφετέρου δε συμμετέχει στην καλύτερη διαχείριση του σωματικού μας λίπους.
* Το ιώδιο. Η σύνθεση των θυρεοειδικών ορμονών επηρεάζεται από το ιώδιο της τροφής. Η συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη είναι 150 mg. Τρόφιμα όπως τα θαλασσινά και τα φύκια αποτελούν καλές πηγές ιωδίου, ενώ γενικότερα τα υπόλοιπα τρόφιμα έχουν χαμηλή συγκέντρωση ιωδίου. Οταν, ωστόσο, μια μέση δίαιτα περιλαμβάνει τροφές εμπλουτισμένες σε ιώδιο προσφέρει 250-750 mg/ ημέρα την ημέρα. Ετσι εξηγείται γιατί σήμερα το κοινό επιτραπέζιο αλάτι στην Ελλάδα είναι ιωδιούχο, δηλαδή εμπλουτισμένο σε ιώδιο.
Πριν από τον εμπλουτισμό του, η ιωδοπενία αποτελούσε πολύ συχνό αίτιο υποθυρεοειδισμού. Ομως, και τα πολύ υψηλά επίπεδα ιωδίου είναι δυνατό να προκαλέσουν διαταραχές της λειτουργίας του αδένα. Συνεπώς, η τακτική παρακολούθηση της τιμής του ιωδίου στον οργανισμό είναι χρήσιμη. Πηγές υπερβολικής λήψης ιωδίου μπορεί να είναι διάφορα φαρμακευτικά σκευάσματα και σκιαγραφικές ουσίες.
* Το σελήνιο. Το σελήνιο συμβάλλει στη διατήρηση της σωστής ποσότητας θυρεοειδικών ορμονών στο αίμα και στους διάφορους ιστούς. Επίσης, ένζυμα τα οποία περιέχουν σελήνιο συμμετέχουν στην «αποτοξίνωση» του αδένα (ειδικά σε περιόδους στρες) και στην αποτελεσματική διαχείριση των αποθηκών ιωδίου στο σώμα. Διαιτητικές πηγές αποτελούν: οι ξηροί καρποί, τα δημητριακά, το κρέας, και κυρίως το μοσχαρίσιο, τα αβγά, τα ψάρια, ο τόνος, τα καβούρια και ο αστακός.
* Ο ψευδάργυρος και ο χαλκός. Τόσο ο υποθυρεοειδισμός όσο και ο υπερθυρεοειδισμός είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε ανεπάρκεια ψευδαργύρου. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η συμπληρωματική λήψη ψευδαργύρου είναι δυνατόν να αναστρέψει τον υποθυρεοειδισμό. Ακόμα, ο χαλκός είναι απαραίτητος για τη σύνθεση της Τ4 και, όταν η διατροφική πρόσληψη χαλκού είναι περιορισμένη, ο ρυθμός παραγωγής της ορμόνης μειώνεται. Η Τ4 ρυθμίζει τη σύνθεση της χοληστερίνης στον οργανισμό. Συνεπώς, μπορεί να υπάρχει σχέση μεταξύ της ανεπάρκειας χαλκού, της αύξησης της χοληστερίνης στο αίμα και των καρδιαγγειακών παθήσεων -ειδικά σε άτομα με υποθυρεοειδισμό. Σημαντικές πηγές ψευδαργύρου είναι: τα θαλασσινά, τα ψάρια, το συκώτι, το κρέας, τα αβγά, τα μανιτάρια και τα σύκα.
* Βιταμίνες. Το β-καροτένιο (πορτοκαλί, κίτρινα και κόκκινα φρούτα και λαχανικά όπως το βερίκοκο, το πεπόνι και οι φράουλες), η βιταμίνη C (πηγές: φρούτα όπως τα εσπεριδοειδή, οι φράουλες και οι φυσικοί χυμοί τους) και η βιταμίνη Ε (ελαιόλαδο) αποτελούν σημαντικούς αντιοξειδωτικούς παράγοντες που προστατεύουν το θυρεοειδή από τις επιπτώσεις του οξειδωτικού στρες. Οι βιταμίνες Β2, Β3 και Β6 συμμετέχουν στη διαδικασία σύνθεσης της Τ4.
* Τυροσίνη. Η τυροσίνη είναι ένα αμινοξύ το οποίο έχει σημαντικό ρόλο στην παραγωγή των θυρεοειδικών ορμονών. Ευτυχώς, υπάρχουν πολλά τρόφιμα που αποτελούν καλές πηγές τυροσίνης, όπως είναι τα ψάρια, το κοτόπουλο, τα προϊόντα ολικής αλέσεως, τα γαλακτοκομικά, οι μπανάνες, τα φασόλια και οι ξηροί καρποί.
* Τα λιπαρά. Συνήθως συστήνεται περιορισμός των προσλαμβανόμενων από τη διατροφή λιπαρών. Οι περισσότεροι οργανισμοί υγείας συστήνουν τα λιπαρά να καλύπτουν το πολύ το 30% των θερμίδων ημερησίως.
Τέλος, η (σχεδόν) καθημερινή άσκηση, κατά προτίμηση αερόβια, αποδεικνύεται ευεργετική. Αυξάνει αφενός την αιματική κυκλοφορία, αφετέρου δε συμμετέχει στην καλύτερη διαχείριση του σωματικού μας λίπους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.