Με βλαστικά κύτταρα του ίδιου του ασθενούς αντιμετώπισαν έλληνες ερευνητές δύσκολες περιπτώσεις της νόσου.
Φρένο στην καταστροφή των νευρώνων που προκαλεί η πολλαπλή σκλήρυνση, υπόσχεται για κάποιους ασθενείς η μεταμόσχευση αιμοποιητικών βλαστικών κυττάρων.
Ουάσιγκτον, Θεσσαλονίκη
Η ομόλογη μεταμόσχευση αιμοποιητικών βλαστικών κυττάρων δίνει υπόσχεση για μακροπρόθεσμη αποτελεσματική αντιμετώπιση της ταχέως εξελισσόμενης σκλήρυνσης κατά πλάκας. Αυτό αποδεικνύει μια νέα μελέτη με ελληνική υπογραφή η οποία δημοσιεύεται στο επιστημονικό περιοδικό «Neurology».
Η μελέτη ανήκει σε επιστήμονες της Αιματολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου Παπανικολάου της Θεσσαλονίκης με επικεφαλής τον ομότιμο πλέον καθηγητή κ. Αθ. Φάσσα καθώς και της Γ΄ Νευρολογικής Κλινικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) με επικεφαλής τον επίσης ομότιμο τώρα πια καθηγητή Αρ. Κάζη.Αφορούσε 11ετή παρακολούθηση 35 ασθενών με πολλαπλή σκλήρυνση οι οποίοι υπεβλήθησαν στην – όχι ακίνδυνη ομολογουμένως – μεταμόσχευση των δικών τους βλαστικών κυττάρων που ελήφθησαν από τον μυελό των οστών τους. Ολοι οι συμμετέχοντες που ήταν ηλικίας 18-55 ετών δεν είχαν δείξει απόκριση στις συμβατικές θεραπείες και η νόσος τους εμφάνιζε ραγδαία εξέλιξη.
Από τα ζώα στον άνθρωπο
Όπως εξηγεί στο Βήμα ο επίκουρος καθηγητής Νευρολογίας του ΑΠΘ κ. Β. Κιμισκίδηςπου ήταν εκ των συγγραφέων της μελέτης, η δοκιμή ξεκίνησε το 1995 και ήταν η πρώτη φορά παγκοσμίως που δοκιμάστηκε σε ανθρώπους η προσέγγιση της ομόλογης μεταμόσχευσης αιμοποιητικών βλαστικών κυττάρων. «Η δική μας μελέτη σε ανθρώπους ξεκίνησε μετά τα επιτυχημένα πειράματα σε ζώα που είχαν προηγηθεί στο Ισραήλ και την Ολλανδία».
Οι έλληνες ερευνητές σταμάτησαν το 2001 τη συλλογή ασθενών προκειμένου να παρακολουθήσουν τη μακροχρόνια εξέλιξη όσων έλαβαν τη θεραπεία. Έκτοτε, σύμφωνα με τον καθηγητή η μέθοδος έχει εφαρμοστεί σε περισσότερους από 700 πάσχοντες παγκοσμίως. «Ολες αυτές οι μελέτες ωστόσο δεν ήταν συγκριτικές. Πρόσφατα ξεκίνησαν σε κάποια κέντρα ελεγχόμενες διπλές, τυφλές μελέτες οι οποίες θα προσφέρουν ακόμη πιο πολύτιμες πληροφορίες για τη χρησιμότητα της θεραπείας».
Σημαντική βελτίωση
Σε κάθε περίπτωση τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα που δημοσιεύονται τώρα στο «Neurology» μαρτυρούν τη δυναμική της προσέγγισης, τουλάχιστον για κάποιους ασθενείς. Σύμφωνα με αυτά, σε διάστημα 15 ετών από την εφαρμογή της μεταμόσχευσης, η πιθανότητα παραμονής των ασθενών στα ίδια επίπεδα της ασθένειας χωρίς επιδείνωση ήταν 25%. Ωστόσο η πιθανότητα αυτή ήταν σημαντικά υψηλότερη - 44%- σε όσους ασθενείς είχαν ενεργές εστίες στη μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου κατά την αρχή της δοκιμής. Η πιθανότητα του να «μπει φρένο» στην επιδείνωση της ασθένειας ήταν πολύ μικρότερη - 10%- σε άτομα που δεν είχαν ενεργές εστίες της νόσου στον εγκέφαλο στην αρχή της μελέτης. Σημειώνεται πάντως ότι δύο από τους συμμετέχοντες πέθαναν εξαιτίας επιπλοκών που συνδέονταν με τη διαδικασία.
Διότι πράγματι η συγκεκριμένη θεραπεία σχετίζεται με κινδύνους και ποσοστά θνησιμότητας που φθάνουν το 2%-3%. Στο πλαίσιο της διαδικασίας οι ειδικοί λαμβάνουν δείγμα του μυελού των οστών των ασθενών και απομονώνουν αιμοποιητικά βλαστικά κύτταρα τα οποία και καλλιεργούνται στο εργαστήριο. Ο ασθενής υποβάλλεται σε ισχυρή χημειοθεραπεία ώστε να «μηδενιστεί» το ανοσοποιητικό σύστημά του, συμπεριλαμβανομένων των κυττάρων εκείνων που πιστεύεται ότι επιτίθενται στο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα, προκαλώντας τη σκλήρυνση κατά πλάκας. Στη συνέχεια τα κύτταρα που έχουν εξαχθεί από τον ασθενή εισάγονται και πάλι στο σώμα του και «αναγεννούν» το ανοσοποιητικό σύστημά του.
Όχι για την πλειονότητα των ασθενών
Με δεδομένη την πολυπλοκότητα αυτής της θεραπείας καθώς και με βάση το γεγονός ότι σήμερα υπάρχουν πολύ λιγότερο παρεμβατικές προσεγγίσεις – για παράδειγμα μόλις προχθές εγκρίθηκε στην Ευρώπη η πρώτη από του στόματος θεραπεία για τη νόσο – αποδεικνύεται περίτρανα ότι η μεταμόσχευση βλαστοκυττάρων δεν ενδείκνυται σε όλες τις περιπτώσεις. Αυτό ακριβώς υπογραμμίζει και ο κ. Κιμισκίδης. «Είναι σαφές ότι η μεταμόσχευση αιμοποιητικών βλαστικών κυττάρων δεν αποτελεί θεραπεία για την πλειονότητα των ασθενών. Φαίνεται όμως ότι μπορεί να βοηθήσει ασθενείς με ταχεία επιδείνωση της νόσου τους παρά τη λήψη πρώτης ή και δεύτερης γραμμής συμβατικών θεραπειών». Επιπροσθέτως ο καθηγητής σημειώνει ότι υπάρχουν και άλλοι περιορισμοί σε ό,τι αφορά την εφαρμογή της μεταμόσχευσης. Οι ασθενείς πρέπει να μην είναι πολύ μεγάλοι σε ηλικία (γενικώς όχι άνω των 50 ετών) και να μην πάσχουν από άλλα σημαντικά νοσήματα.
Ο κ. Κιμισκίδης αναφέρει πάντως ότι η βλαστοκυτταρική προσέγγιση μπορεί να είναι χρήσιμη σε ασθενείς με κακοήθη πολλαπλή σκλήρυνση, η οποία είναι σχετικώς σπάνια αλλά πλήττει ζωτικής σημασίας περιοχές του εγκεφάλου οδηγώντας σε δραματικές συνέπειες για τη ζωή του ασθενούς.
Η ομόλογη μεταμόσχευση αιμοποιητικών βλαστικών κυττάρων δίνει υπόσχεση για μακροπρόθεσμη αποτελεσματική αντιμετώπιση της ταχέως εξελισσόμενης σκλήρυνσης κατά πλάκας. Αυτό αποδεικνύει μια νέα μελέτη με ελληνική υπογραφή η οποία δημοσιεύεται στο επιστημονικό περιοδικό «Neurology».
Η μελέτη ανήκει σε επιστήμονες της Αιματολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου Παπανικολάου της Θεσσαλονίκης με επικεφαλής τον ομότιμο πλέον καθηγητή κ. Αθ. Φάσσα καθώς και της Γ΄ Νευρολογικής Κλινικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) με επικεφαλής τον επίσης ομότιμο τώρα πια καθηγητή Αρ. Κάζη.Αφορούσε 11ετή παρακολούθηση 35 ασθενών με πολλαπλή σκλήρυνση οι οποίοι υπεβλήθησαν στην – όχι ακίνδυνη ομολογουμένως – μεταμόσχευση των δικών τους βλαστικών κυττάρων που ελήφθησαν από τον μυελό των οστών τους. Ολοι οι συμμετέχοντες που ήταν ηλικίας 18-55 ετών δεν είχαν δείξει απόκριση στις συμβατικές θεραπείες και η νόσος τους εμφάνιζε ραγδαία εξέλιξη.
Από τα ζώα στον άνθρωπο
Όπως εξηγεί στο Βήμα ο επίκουρος καθηγητής Νευρολογίας του ΑΠΘ κ. Β. Κιμισκίδηςπου ήταν εκ των συγγραφέων της μελέτης, η δοκιμή ξεκίνησε το 1995 και ήταν η πρώτη φορά παγκοσμίως που δοκιμάστηκε σε ανθρώπους η προσέγγιση της ομόλογης μεταμόσχευσης αιμοποιητικών βλαστικών κυττάρων. «Η δική μας μελέτη σε ανθρώπους ξεκίνησε μετά τα επιτυχημένα πειράματα σε ζώα που είχαν προηγηθεί στο Ισραήλ και την Ολλανδία».
Οι έλληνες ερευνητές σταμάτησαν το 2001 τη συλλογή ασθενών προκειμένου να παρακολουθήσουν τη μακροχρόνια εξέλιξη όσων έλαβαν τη θεραπεία. Έκτοτε, σύμφωνα με τον καθηγητή η μέθοδος έχει εφαρμοστεί σε περισσότερους από 700 πάσχοντες παγκοσμίως. «Ολες αυτές οι μελέτες ωστόσο δεν ήταν συγκριτικές. Πρόσφατα ξεκίνησαν σε κάποια κέντρα ελεγχόμενες διπλές, τυφλές μελέτες οι οποίες θα προσφέρουν ακόμη πιο πολύτιμες πληροφορίες για τη χρησιμότητα της θεραπείας».
Σημαντική βελτίωση
Σε κάθε περίπτωση τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα που δημοσιεύονται τώρα στο «Neurology» μαρτυρούν τη δυναμική της προσέγγισης, τουλάχιστον για κάποιους ασθενείς. Σύμφωνα με αυτά, σε διάστημα 15 ετών από την εφαρμογή της μεταμόσχευσης, η πιθανότητα παραμονής των ασθενών στα ίδια επίπεδα της ασθένειας χωρίς επιδείνωση ήταν 25%. Ωστόσο η πιθανότητα αυτή ήταν σημαντικά υψηλότερη - 44%- σε όσους ασθενείς είχαν ενεργές εστίες στη μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου κατά την αρχή της δοκιμής. Η πιθανότητα του να «μπει φρένο» στην επιδείνωση της ασθένειας ήταν πολύ μικρότερη - 10%- σε άτομα που δεν είχαν ενεργές εστίες της νόσου στον εγκέφαλο στην αρχή της μελέτης. Σημειώνεται πάντως ότι δύο από τους συμμετέχοντες πέθαναν εξαιτίας επιπλοκών που συνδέονταν με τη διαδικασία.
Διότι πράγματι η συγκεκριμένη θεραπεία σχετίζεται με κινδύνους και ποσοστά θνησιμότητας που φθάνουν το 2%-3%. Στο πλαίσιο της διαδικασίας οι ειδικοί λαμβάνουν δείγμα του μυελού των οστών των ασθενών και απομονώνουν αιμοποιητικά βλαστικά κύτταρα τα οποία και καλλιεργούνται στο εργαστήριο. Ο ασθενής υποβάλλεται σε ισχυρή χημειοθεραπεία ώστε να «μηδενιστεί» το ανοσοποιητικό σύστημά του, συμπεριλαμβανομένων των κυττάρων εκείνων που πιστεύεται ότι επιτίθενται στο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα, προκαλώντας τη σκλήρυνση κατά πλάκας. Στη συνέχεια τα κύτταρα που έχουν εξαχθεί από τον ασθενή εισάγονται και πάλι στο σώμα του και «αναγεννούν» το ανοσοποιητικό σύστημά του.
Όχι για την πλειονότητα των ασθενών
Με δεδομένη την πολυπλοκότητα αυτής της θεραπείας καθώς και με βάση το γεγονός ότι σήμερα υπάρχουν πολύ λιγότερο παρεμβατικές προσεγγίσεις – για παράδειγμα μόλις προχθές εγκρίθηκε στην Ευρώπη η πρώτη από του στόματος θεραπεία για τη νόσο – αποδεικνύεται περίτρανα ότι η μεταμόσχευση βλαστοκυττάρων δεν ενδείκνυται σε όλες τις περιπτώσεις. Αυτό ακριβώς υπογραμμίζει και ο κ. Κιμισκίδης. «Είναι σαφές ότι η μεταμόσχευση αιμοποιητικών βλαστικών κυττάρων δεν αποτελεί θεραπεία για την πλειονότητα των ασθενών. Φαίνεται όμως ότι μπορεί να βοηθήσει ασθενείς με ταχεία επιδείνωση της νόσου τους παρά τη λήψη πρώτης ή και δεύτερης γραμμής συμβατικών θεραπειών». Επιπροσθέτως ο καθηγητής σημειώνει ότι υπάρχουν και άλλοι περιορισμοί σε ό,τι αφορά την εφαρμογή της μεταμόσχευσης. Οι ασθενείς πρέπει να μην είναι πολύ μεγάλοι σε ηλικία (γενικώς όχι άνω των 50 ετών) και να μην πάσχουν από άλλα σημαντικά νοσήματα.
Ο κ. Κιμισκίδης αναφέρει πάντως ότι η βλαστοκυτταρική προσέγγιση μπορεί να είναι χρήσιμη σε ασθενείς με κακοήθη πολλαπλή σκλήρυνση, η οποία είναι σχετικώς σπάνια αλλά πλήττει ζωτικής σημασίας περιοχές του εγκεφάλου οδηγώντας σε δραματικές συνέπειες για τη ζωή του ασθενούς.
Πηγή: Εφημερίδα "ΤΟ ΒΗΜΑ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.