Σχεδόν κινηματογραφικοί κακοποιοί που έμειναν για τους δικούς τους λόγους ιστορικοί.
Η ζωή του παράνομου συγκινούσε ανέκαθεν τους φιλήσυχους πολίτες, μαγεύοντας λογοτεχνία, σινεμά και πρωτοσέλιδα εφημερίδων φυσικά.
Λίγο ο κίνδυνος, λίγο το εύκολο χρήμα, λίγο η συγκίνηση του να ζεις μόνιμα στην κόψη, το ρίσκο και την αβεβαιότητα, και δεν ήθελε πολύ να μετατραπεί ο υπόκοσμος σε μεγάλο αγαπημένο του αναγνωστικού και φιλοθεάμονος κοινού.
Από τη ρομαντική ιστορία του ζεύγους Μπόνι και Κλάιντ μέχρι και τον διαβόητο ληστή τραπεζών Τζον Ντίλινγκερ, κάθε εποχή είχε τους δικούς της ληστές-λαϊκούς ήρωες, αν και πολλοί είναι πια ξεχασμένοι, παρά τη λάμψη που απολάμβαναν σε αλλοτινούς καιρούς.
Εγκληματίες δηλαδή όπως…
Η Συμμορία των Σαράντα Ελεφάντων
Η Συμμορία των Σαράντα Ελεφάντων ή οι Σαράντα Κλέφτρες, όπως έμειναν γνωστές, ήταν μια γυναικεία σπείρα Βρετανίδων που σχηματίστηκε τον 18ο αιώνα. Συχνά δούλευαν από κοινού με τον αντρικό κύκλο κακοποιών Συμμορία του Ελέφαντα και του Κάστρου, αν και οι κυρίες τούς έβαλαν τα γυαλιά εξαπολύοντας το μεγαλύτερο κύμα κλοπών σε καταστήματα που είδε ποτέ η Αγγλία! Παρά το γεγονός ότι επισήμως η σπείρα λειτούργησε από το 1870-1950, τα μητρώα της αστυνομίας υποδεικνύουν ότι ενδέχεται να ήταν ενεργή ήδη από τον 18ο αιώνα.
Οι εφημερίδες της εποχής τις ήθελαν «ωραίες και ψηλές κυρίες», αν και αλλού αναφέρεται πως τα τσιράκια και οι τσιλιαδόροι τους ήταν λιγότερο ωραίες και ψηλές κυρίες. Φορώντας τα πανάκριβα συνολάκια τους και καταφτάνοντας στον τόπο του εγκλήματος με πολυτελείς άμαξες και αργότερα με σπορ τροχοφόρα, οι λησταρχίνες ξάφριζαν ακριβά καταστήματα ξαλαφρώνοντάς τα από εμπορεύματα αξίας χιλιάδων. Ήξεραν ότι ακόμα και η αστυνομία να τους σταματούσε δεν θα έβρισκε τίποτα, καθώς στον δρόμο πετούσαν τα κλοπιμαία από τα παράθυρα, τα οποία περισυνέλλεγαν οι συνεργοί τους που ακολουθούσαν κατά πόδας.
Άλλο κόλπο τους ήταν να περνούν ως κυρίες της καλής κοινωνίας που βρέθηκαν στην ανάγκη αναζητώντας τώρα δουλειά ως οικιακές οικονόμοι σε πλούσια νοικοκυριά, τα οποία ξάφριζαν από την πρώτη κιόλας νύχτα. Και βέβαια όταν κάποια πιανόταν, οι άλλες με όρκο ιερό την έβγαζαν αμέσως έξω, αποπληρώνοντας την εγγύηση ή μεταχειριζόμενες κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο. Θρυλικές και αξεπέραστες…
Ο βρετανός κακοποιός Ντικ Τέρπιν
Ο διαβόητος βρετανός κακοποιός δεν έμεινε στην Ιστορία μόνο για το κατόρθωμά του να καλύπτει την απόσταση Λονδίνου-Γιορκ σε λιγότερο από 24 ώρες καβάλα στο άλογό του, αλλά για την περίφημη έκνομη δραστηριότητά του. Χασάπης αρχικά στο επάγγελμα, άρχισε να κλέβει αμνοερίφια και πουλερικά για το κατάστημά του και όταν πιάστηκε, παράτησε το εμπόριο και άρχισε να ζει παράνομος. Κατέφυγε στην εξοχή του Έσσεξ, εντάχθηκε στην ντόπια σπείρα κακοποιών (Συμμορία του Έσσεξ) και επικηρύχθηκε από τον βασιλιά έναντι 50 λιρών.
Τότε ήταν που σχημάτισε το εγκληματικό δίδυμο με τον Λοχαγό Τομ Κινγκ και λήστευαν ό,τι έπεφτε στον δρόμο τους, αν και ο Τέρπιν δεν περιοριζόταν μόνο στις κλοπές καθώς δεν είχε κανένα πρόβλημα να βάψει τα χέρια του με ανθρώπινο αίμα. Η επικήρυξη για το κεφάλι του έφτασε στις 100 λίρες, κάτι που τον ανάγκασε να καταφύγει στο Γιορκσάιρ, να υιοθετήσει νέο όνομα (Τζον Πάλμερ) και να συνεχίσει σαν να μη συνέβαινε τίποτα την εγκληματική του δράση. Πιάστηκε τελικά όταν σκότωσε τον κόκορα ενός γαιοκτήμονα και η αστυνομία κατάφερε να τον συνδέσει με μια σειρά κλοπών στην περιοχή, κλείνοντάς τον στα μπουντρούμια του Κάστρου του Γιορκ όσο η αναζήτηση στοιχείων συνεχιζόταν.
Και ήταν ένας παλιός του δάσκαλος που αναγνώρισε τον γραφικό του χαρακτήρα, κάτι που φανέρωσε την πραγματική του ταυτότητα και τον καταδίκασε έτσι σε θάνατο, αν και ο ίδιος κράτησε το καλύτερο για το τέλος: αγόρασε καινούριο κοστούμι και παπούτσια για την εκτέλεσή του, προσλαμβάνοντας ταυτοχρόνως πέντε μοιρολογίστρες να τον κλάψουν…
Ο κλεπταποδόχος με τις κοινωνικές ανησυχίες Τζόναθαν Γουάιλντ
Ο περιβόητος λονδρέζος κακοποιός του 18ου αιώνα ήταν παντρεμένος και είχε έναν γιο, αν και για άγνωστο λόγο παράτησε τη φαμίλια του και μετακόμισε στο Λονδίνο, όπου τα χρέη από τον τζόγο τον έφεραν στη φυλακή, το μεγαλύτερο σχολείο εγκλήματος. Εκεί γνώρισε τα κορυφαία ονόματα του λονδρέζικου υπόκοσμου και όταν βγήκε από τη στενή, εγκαταστάθηκε στα περίχωρα της πόλης, έστησε μια σειρά από σπείρες ως εγκληματικός εγκέφαλος και κρατούσε τα κλοπιμαία σε μια πληθώρα από αποθήκες που νοίκιαζε στο Λονδίνο.
Έκανε όμως και το άλλο: καλωσόριζε τα θύματα κλοπής στις εγκαταστάσεις του, άκουγε το παράπονό τους και έβαζε κατόπιν αγγελία στην εφημερίδα προσφέροντας αμοιβή για το κλεμμένο αγαθό, κάτι που τον έκανε δημοφιλέστατο τόσο στον υπόκοσμο όσο και τον απλό κόσμο!
Οι Αρχές κατάλαβαν όμως την απάτη του κλεπταποδόχου και πέρασαν ειδική τροπολογία με το όνομά του (Νομοθέτημα Τζόναθαν Γουάιλντ), η οποία στόχευε ευθέως στην αμοιβή για κλεμμένα αντικείμενα, αν και δεν μπορούσαν να τον καταδικάσουν, καθώς ο εγκέφαλος χρησιμοποιούσε πάντα μεσάζοντες και τίποτα δεν μπορούσε να τον συνδέσει με την παράνομη επιχείρηση. Απτόητος από την τεράστια έρευνα εναντίον του, συνέχισε με αμείωτους ρυθμούς, κάτι που προσυπέγραψε τη σύλληψη και το κρέμασμά του τελικά. Ο λαός τον λάτρευε πάντως και πένθησε αληθινά τον χαμό του…
Ο κλέφτης του ζωγραφικού αριστουργήματος Βιντσέντσο Περούτζια
Ο ιταλός κακοποιός κατάφερε το 1911 να κλέψει έναν από τους θρυλικότερους πίνακες ζωγραφικής όλων των εποχών: τη «Μόνα Λίζα»! Τη μέρα πριν από την κλοπή της «Τζοκόντα», ο πρώην υπάλληλος του Λούβρου κρύφτηκε στο μουσείο και ξέροντας ότι την επομένη το μουσείο θα παρέμενε κλειστό, είχε άπλετο χρόνο να σχεδιάσει το έγκλημά του.
Το επόμενο πρωί, ο Περούτζια βγήκε από την κρυψώνα του ντυμένος με τη στολή των υπαλλήλων του Λούβρου και όταν σιγουρεύτηκε ότι η αίθουσα που κρεμόταν ο πίνακας ήταν άδεια, τον ξεκρέμασε, τον πήγε σε μια αποθηκούλα, τον ξεκορνίζαρε και τον έκρυψε κάτω από τη στολή. Τόσο απλά, τόσο εύκολα! Όταν πήγε να βγει από το Λούβρο βρήκε βέβαια την πόρτα κλειδαμπαρωμένη, αν και ευτυχώς για τον ίδιο, φίλος υδραυλικός του μουσείου του ξεκλείδωσε κι έτσι έφυγε ανενόχλητος.
Η συνέχεια ήταν ακόμα καλύτερη: ο Περούτζια, που πίστευε ακράδαντα ότι το αριστούργημα του Ντα Βίντσι έπρεπε να επιστρέψει στην Ιταλία, κράτησε τον πίνακα στο παρισινό του διαμέρισμα για δύο χρόνια και θέλησε κατόπιν να τον πουλήσει στην Γκαλερί Ουφίτσι της Φλωρεντίας, συνεπής με το πατριωτικό του όραμα. Συνελήφθη όμως, αν και η «Μόνα Λίζα» έκανε τελικά τον γύρο της Ιταλίας πριν επιστρέψει στο γαλλικό μουσείο. Όσο για τον ίδιο, «έφαγε» έξι μήνες…
Η Ρωσίδα με τα χρυσά χέρια
Η Σοφία Μπλουφστάιν, γνωστή με το παρατσούκλι «Σόνια τα Χρυσά Χέρια», ήταν μια ρωσίδα κλέφτρα του 19ου αιώνα με δίψα για κοσμήματα. Ελάχιστα είναι γνωστά για τη ζωή της, αν και όσα ξέρουμε και απίθανα μοιάζουν και σαγηνευτικά!
Σύμφωνα με μαρτυρίες, η Χρυσά Χέρια αγόρασε από κοσμηματοπωλείο πανάκριβα κοσμήματα και ζήτησε από τον ιδιοκτήτη να της τα στείλει στο σπίτι, όπου και θα τα πλήρωνε ο γιατρός σύζυγός της. Όπως και έγινε δηλαδή και σύντομα ο κοσμηματοπώλης ήταν στην οικία του γιατρού, όπου τον υποδέχθηκε η Σόνια και τον άφησε να περιμένει στο γραφείο, μέχρι να του φέρει τα χρήματα. Στον γιατρό, ψυχίατρο στην ειδικότητα, είχε εμφανιστεί ως απελπισμένη πελάτισσα λέγοντάς του ότι ο σύζυγός της -που τον περίμενε στο γραφείο του- ήταν ψυχοπαθής και ξόδευε όλα του τα λεφτά σε πανάκριβα κοσμήματα, γι’ αυτό και ζητούσε τη βοήθειά του.
Όταν ο «σύζυγος» γιατρός ήρθε να εξετάσει τον «σύζυγο» κοσμηματοπώλη, ο δεύτερος ζήτησε τα χρήματά του, ο γιατρός κατέληξε ότι ήταν όντως τρελός και έβαλε να τον κλείσουν στο άσυλο φρενοβλαβών! Μέχρι να διαλευκανθεί η υπόθεση, η Σόνια είχε γίνει καπνός με τα κοσμήματα.
Η σοφιστικέ απάτη και το ψέμα δεν ήταν φυσικά τα μόνα όπλα στην εγκληματική της φαρέτρα, καθώς η κυρία είχε πολλούς άσους στο μανίκι της: από μακριά ψεύτικα νύχια που έκρυβε πετράδια από κάτω και τσάντες με διπλούς πάτους και κρύπτες για τα κλοπιμαία μέχρι και ένα αξιολάτρευτο πιθηκάκι που είχε εκπαιδεύσει να καταπίνει διαμάντια και πολύτιμους λίθους όταν ο κοσμηματοπώλης δεν κοιτούσε…
Πηγή: http://www.newsbeast.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.