Το αφεντικό της Nike που είχε μια ιδέα για το πώς έπρεπε να φτιάχνονται τα αθλητικά παπούτσια.
Ο πιο ισχυρός άνθρωπος των σπορ, όπως παραδέχονται όλοι στον οργανωμένο αθλητισμό, δεν είναι καν αθλητής, παράγοντας ή ιδιοκτήτης ομάδας.
Είναι ο Φιλ Νάιτ, ο δυναμικός επιχειρηματίας που είχε ένα όραμα και εδώ και κάμποσες δεκαετίες ντύνει τα πόδια των αθλητών αλλά και των ερασιτεχνών!
Σε λιγότερο από δέκα χρόνια, οι δαιμόνιες στρατηγικές του στο μάρκετινγκ και η λυσσαλέα ανταγωνιστικότητά του έχουν μετατρέψει το πνευματικό του παιδί, τη Nike, σε ηγέτη στην αγορά αθλητικών ειδών, μεταμορφώνοντας ταυτοχρόνως το πεδίο του συγκεκριμένου επιχειρηματικού τομέα.
Και μάλιστα όλα ξεκίνησαν από μια πανεπιστημιακή εργασία! Ο Νάιτ συνέλαβε την ιδέα αυτού που θα γινόταν η Νο 1 φίρμα αθλητικών του κόσμου στο πλαίσιο μιας εργασίας για το μεταπτυχιακό του στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ. Έπρεπε να σκιαγραφήσει τις βασικές αρχές μιας μικρής επιχείρησης κι αυτός το έκανε για έναν χώρο που γνώριζε καλά, καθώς ήταν καλός δρομέας όταν σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο του Όρεγκον.
Ίδρυσε έτσι στο χαρτί μια φίρμα για να σπάσει το μονοπώλιο της Adidas στα παπούτσια του στίβου, χρησιμοποιώντας τα φτηνά εργατικά χέρια των Ιαπώνων ώστε να φτιαχτούν φτηνότερα αλλά και καλύτερα αθλητικά. Αποφοιτώντας, σκέφτηκε να το δοκιμάσει και φυσικά δεν έχασε!
Θρύλος σήμερα επιχειρηματικής καπατσοσύνης αλλά και στρατηγικών μάρκετινγκ, ο Νάιτ παραμένει ένας αυτοδημιούργητος οραματιστής που ξεπεράστηκε ίσως μόνο από την εικόνα του ως άτεγκτος διευθύνοντας σύμβουλος…
Πρώτα χρόνια
Ο Φίλιπ Χάμσον «Φιλ» Νάιτ γεννιέται στο Όρεγκον του Πόρτλαντ στις 24 Φεβρουαρίου 1938 ως γιος ενός δικηγόρου που είχε μετατραπεί σε εκδότη τοπικής εφημερίδας. Λάτρης των σπορ από μικρός, βρήκε την κλίση του στον στίβο και συνήθιζε από πολύ νεαρή ηλικία να προπονείται καθημερινά ως δρομέας, περνώντας άπειρες ώρες στον στίβο.
Το περιστατικό που σφράγισε την παιδική του ηλικία, κατά τον ίδιο πάντα, ήρθε ένα καλοκαίρι, όταν ο πατέρας του αρνήθηκε να του δώσει δουλειά στην εφημερίδα του, πιστεύοντας πως ο γιος του έπρεπε να βρει μόνος του την άκρη. Ο Νάιτ πήγε στην ανταγωνιστική εφημερίδα του Όρεγκον και περνούσε τα βράδια του γράφοντας τους πίνακες των σκορ. Όσο για τα πρωινά, συνέχιζε την κοπιαστική του προπόνηση.
Μετά το σχολείο, πήγε για σπουδές δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο του Όρεγκον, αποσπώντας υποτροφία για τα αθλητικά του χαρίσματα (απέσπασε μάλιστα και αρκετές διακρίσεις στον στίβο κατά το 1957, 1958 και 1959). Το πτυχίο του στη δημοσιογραφία το πήρε το 1959, αν και στα φοιτητικά του χρόνια φυτεύτηκε άλλος ένας σπόρος…
Η γέννηση της Nike
Το πάθος του με τον στίβο ήταν αυτό που του έδωσε την ώθηση να ασχοληθεί πιο σοβαρά με τα αθλητικά παπούτσια και τον τρόπο προώθησής τους, εκεί στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Από κοινού με τον προπονητή του στο Πανεπιστήμιο του Όρεγκον, Μπιλ Μπάουερμαν (και συνέταιρο αργότερα στη Nike), συνειδητοποίησαν ότι τα αμερικανικά αθλητικά ήταν κατώτερα σε ποιότητα και στιλ από του ανταγωνισμού, την ίδια στιγμή που ήταν πιο βαριά και φθείρονταν πιο γρήγορα. Οι Ιάπωνες, από την άλλη πλευρά, πειραματίζονταν με νέα υλικά και παιχνιδιάρικα στιλ, φτιάχνονταν πανάλαφρα και σκληροτράχηλα παπούτσια στίβου.
Ο σπόρος αυτός θα έπρεπε βέβαια να περιμένει, καθώς μετά την αποφοίτησή του από το Όρεγκον υπηρέτησε για έναν χρόνο στον στρατό και δούλεψε κατόπιν ως ορκωτός λογιστής. Λίγο αργότερα θα βρεθεί στη θέση του βοηθού καθηγητή στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Πόρτλαντ, αν και μέχρι τότε είχε βρει πια τον δρόμο του.
Κι έτσι επιστρέφει στα πανεπιστημιακά έδρανα για το μεταπτυχιακό του στο Στάνφορντ, όταν οι εκπαιδευτικές ανάγκες θα τον κάνουν να σχεδιάσει στο χαρτί το επιχειρηματικό του όραμα. Ενθουσιασμένος από τη διοίκηση επιχειρήσεων, συνειδητοποίησε τότε ότι έπρεπε να μπολιάσει την αγάπη του για τον αθλητισμό με το εμπορικό πνεύμα, σε κάτι που θα οδηγούσε στην ίδρυση της Nike.
Στην εργασία του με τίτλο «Μπορούν τα ιαπωνικά αθλητικά παπούτσια να κάνουν στα γερμανικά αθλητικά παπούτσια αυτό που έκαναν οι ιαπωνικές φωτογραφικές μηχανές στις γερμανικές φωτογραφικές μηχανές;», ο Νάιτ σκιαγράφησε τις βασικές αρχές μιας μικρής αμερικανικής φίρμας παραγωγής αθλητικών παπουτσιών που βασιζόταν στην ιαπωνική βιομηχανία. Παίρνοντας το μεταπτυχιακό του δίπλωμα στη διοίκηση επιχειρήσεων το 1962, σκέφτηκε ότι δεν θα ήταν καθόλου κακή ιδέα αν δοκίμαζε τις δυνάμεις του στον χώρο της επιχειρηματικής. Η Blue Ribbon Sports είχε μόλις γεννηθεί, με κεφάλαιο στην τράπεζα της τάξης των 1.200 δολαρίων! Νάιτ και Μπάουερμαν έδωσαν τα χέρια στις 25 Ιανουαρίου 1964, μια μέρα που σηματοδότησε δηλαδή τη δημιουργία αυτού που θα μετονομαζόταν το 1971 σε Nike. Ο Νάιτ ήθελε μάλιστα να μετονομάσει την εταιρία του σε «Dimension 6». Το «Nike», που έλκει την καταγωγή του από τη θεά της νίκης των αρχαίων Ελλήνων, ήταν ιδέα του πρώτου εργαζομένου της φίρμας, Jeff Johnson!
Ο Νάιτ άνοιξε το πρώτο του μαγαζί σε εργατικό προάστιο του Πόρτλαντ και δεν ήταν παρά μια «τρύπα» στον εμπορικό δρόμο της συνοικίας. Η ιδέα του ήταν να πουλά τα ανώτερης ποιότητας και φτηνότερα ιαπωνικά αθλητικά, σε μια εποχή μάλιστα που το «ανώτερης ποιότητας» σπανίως συνδεόταν με ιαπωνικό προϊόν. Είχε εξασφαλίσει την αποκλειστική διάθεση μιας ιαπωνικής μάρκας αθλητικών για την αμερικανική αγορά και ήταν αποφασισμένος τώρα να κάμψει την ηγεμονία της Adidas στον στίβο, καθώς όλοι οι σοβαροί αθλητές του στίβου φορούσαν Adidas στα πόδια τους.
Η Blue Ribbon Sports άρχισε να κατασκευάζει τα δικά της αθλητικά, στην ίδια ακριβώς επιχειρηματική πεπατημένη, έχοντας ως αιχμή του δόρατος την καινοτομία. Δίνοντας σταθερά έμφαση στο μικρό κόστος παραγωγής και βλέποντας ότι οι μεγάλοι παίκτες της αγοράς, οι Puma και Adidas κυρίως, παρασκευάζονταν στην πανάκριβη εργατικά Ευρώπη, ήθελε να στραφεί στην αγορά της Ασίας ώστε να ρίξει κι άλλο το κόστος.
Το γεγονός αυτό θα του φέρει βέβαια μεγάλη κριτική, τόσο για τον ίδιο όσο και τη Nike, από όσους διέβλεπαν την τεράστια διαφορά ανάμεσα στα πενιχρά μεροκάματα που κέρδιζε ο εργάτης στην Ινδονησία και τις παχυλές απολαβές των αθλητών που φορούσαν τα παπούτσια του. Ο Νάιτ απαντούσε στις κριτικές λέγοντας ότι δεν εκμεταλλεύεται κανέναν: «Μια χώρα σαν την Ινδονησία που μεταμορφώνεται από αγροτικό έθνος σε ημι-βιομηχανικό ακολουθεί μια εργασιακή ηθική που έχει συμβεί συχνά στο διάβα της Ιστορίας. Δεν υπάρχει αμφιβολία στο μυαλό μου ότι δίνουμε στους ανθρώπους αυτούς ελπίδα»…
Η καθιέρωση
Η φήμη του Νάιτ ως παλιού δρομέα βοήθησε επίσης πολύ στο ξεκίνημα της Nike, καθώς ήξερε από πρώτο χέρι τις ανάγκες του στίβου και δοκίμαζε πάντα τα νέα προϊόντα της φίρμας του. Σύντομα τα μεγαλύτερα αστέρια του χώρου φορούσαν τις αθλητικές δημιουργίες του προπονητή Μπάουερμαν, που ήταν και ο σχεδιαστικός εγκέφαλος της Nike, αφήνοντας τον Νάιτ να αποσπά τις καλές κριτικές των αθλητών μέσω χορηγιών αλλά και αποκλειστικών συμβολαίων.
Από την αρχή, τα παπούτσια του Νάιτ διέθεταν το δικό τους χαρακτηριστικό στιλ και αμφότεροι οι επιχειρηματίες έμπαιναν στο σχεδιαστήριο για να δώσουν τα φώτα τους στη δημιουργία παπουτσιών με καλύτερα κρατήματα στον στίβο. Παρά το γεγονός ότι ο Νάιτ είχε μια απέχθεια για τη διαφήμιση, συμφώνησε να τη χρησιμοποιήσει μόνο ως επιστέγασμα των δαιμόνιων μαρκετίστικων μεθόδων του.
Όπως στην κλασική σήμερα διαφήμιση της Nike για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1972, όταν η φίρμα ισχυρίστηκε με καμάρι ότι οι 4 από τους 7 κορυφαίους μαραθωνοδρόμους φορούσαν Nike, ξεχνώντας προφανώς να πει ότι οι δρομείς που φορούσαν Adidas κατατάχθηκαν στις τρεις πρώτες θέσεις! Μέχρι τότε πάντως η Nike ήταν όντως στην αιχμή της αθλητικής τεχνολογίας και τα παπούτσια της για τον στίβο έγιναν τελικά τα καλύτερα. Παρά την τεχνολογική καινοτομία όμως, η Nike δεν έβγαζε ακριβώς εκατομμύρια, καθώς οι αστέρες των σπορ ζητούσαν πολλά για να τα φορέσουν, ποσά που δεν μπορούσε να διαθέσει η μικρομεσαία εταιρία.
Όλα άλλαξαν μαγικά στη δεκαετία του 1980, όταν ο αστέρας του τένις Τζίμι Κόνορς κέρδισε το τουρνουά του Γουίμπλεντον φορώντας ένα ζευγάρι Nike και ο Τζον ΜακΕνρό τα ζήλεψε επίσης. Επειδή τα φόρεσε ο ΜακΕνρό, το μοντέλο πούλησε περισσότερο από 1 εκατ. κομμάτια και ο Νάιτ ξύπνησε ένα πρωί με 178 εκατ. στην τσέπη!
Επόμενος σταθμός στην πορεία του Νάιτ ήταν τα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν η Nike είχε εγκαθιδρυθεί πια στην αγορά και ο επιχειρηματίας έφτιαξε και νέα μονάδα παραγωγής στην Ασία. Τότε ήταν που αποφάσισε να απευθυνθεί επιτέλους σε διαφημιστική εταιρία και ένα από τα πρώτα πράγματα που του χάρισε η διαφημιστική ήταν ο σουπερστάρ του ΝΒΑ, Μάικλ Τζόρνταν, αλλά και το σλόγκαν που όλοι ξέρουμε «Just Do It». Μια σειρά από αστέρες συνδέθηκαν στενά με τα αθλητικά του Νάιτ, όπως οι ΜακΕνρό, Αντρέ Αγκάσι και Τσαρλς Μπάρκλεϊ, στέλνοντας τη φίρμα στα ουράνια πια της αγοράς.
Ηγέτης σήμερα στην αγορά αθλητικών ειδών, η Nike συνεχίζει τις αμφιλεγόμενες στρατηγικές της με τα εργοστάσια σε Ινδονησία, Κίνα και Βιετνάμ, προκαλώντας συχνά θύελλα διαμαρτυριών για τα χαμηλά μεροκάματα και τις κακές συνθήκες εργασίας.
Εκτός δουλειάς, ο Νάιτ απολαμβάνει πια τους καρπούς της επιτυχίας του, τα 24 δισ. δολάρια της προσωπικής του περιουσίας δηλαδή! Αυτός και η σύζυγός του έχουν αποκτήσει δύο αγόρια και έχουν υιοθετήσει ένα κοριτσάκι, ζώντας πάντα σε μια αγροικία του Όρεγκον που απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί επιδεικτική. Όπως εξάλλου το λέει και ο ίδιος, η μόνη πολυτέλεια που συνηθίζει να απολαμβάνει είναι η μαύρη Lamborghini και η κόκκινη Ferrari του.
Ο άνθρωπος που έφτιαξε μια αυτοκρατορία μέσα από τα αθλητικά παπούτσια συνεχίζει να ακολουθεί ευλαβικά το σλόγκαν του προπονητή του: «Παίξε με τους κανόνες, αλλά να είσαι εκρηκτικός»…
Πηγή: http://www.newsbeast.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.