ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΟΙ ΔΗΜΟΣΙΟΥ - ΠΔ 164/19-7-2004 ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΜΕ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ & ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ
Δημοσιεύουμε το ΠΔ 164/2004 που ρυθμίζει τη μονιμοποίηση των συμβασιούχων ορισμένου χρόνου του δημοσίου τομέα, καθώς και τη σχετική ΕΓΚΥΚΛΙΟ εφαρμογής του ΠΔ που εξέδωσε το Υπουργείο Εσωτερικών.
ΠΔ 164/19.7.2004
ΦΕΚ 134/Α/19 Ιουλίου 2004
Ρυθμίσεις για τους εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα. "Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις των άρθρων 3, 4 και 5 του Ν. 1338/1983 «Εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου» (ΦΕΚ34Α/17.3.1983), όπως αντικαταστάθηκαν και τροποποιήθηκαν με το άρθρο 65 του Ν. 1892/1990 «Για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 101Α/31.7.1990) και τα άρθρα 6 παρ. 4 και 5 του Ν. 1440/1984 «Συμμετοχή της Ελλάδας στο κεφάλαιο, στα αποθεματικά και στις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, στο Κεφάλαιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Άνθρακος και Χάλυβος και του Οργανισμού Εφοδιασμού ΕΥΡΑΤΟΜ» (ΦΕΚ 70Α/21.5.84), 19του Ν. 2367/1995 «Νέοι χρηματοπιστωτικοί θεσμοί και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ261 Α/29.12.1995) και 22 του Ν. 2789/2000 «Προσαρμογή του ελληνικού δικαίου προς την Οδηγία 98/26/ΕΚτου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19.5.1998 σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 21 Α/11.2.2000).
2. Τις διατάξεις του άρθρου 19 του Ν. 1735/1987 «Προσλήψεις στο δημόσιο τομέα, κοινωνικός έλεγχος στη δημόσια διοίκηση, πολιτικά δικαιώματα και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 195Α/11.11.1987) και τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του Π.Δ. 373/1995 «Συγχώνευση των Υπουργείων Προεδρίας της Κυβέρνησης και Εσωτερικών στο Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και καθορισμός των αρμοδιοτήτων τους» (ΦΕΚ201Α/1995).
3. Τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 24του Ν. 3200/2003 «Τροποποιήσεις του Ν. 1388/1983 «Ίδρυση Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης», ίδρυση Εθνικής Σχολής Τοπικής Αυτοδιοίκησης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 281 Α/9.12.2003) και τις διατάξεις του Π.Δ. 400/1995 «Σύσταση της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Διοίκησης στο Υπουργείο Εσωτερικών και καθορισμός των αρμοδιοτήτων της» (ΦΕΚ 226Α/1.1.1995).
4. Τις διατάξεις του Π.Δ. 81/2002 «Συγχώνευση των Υπουργείων Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών (ΦΕΚ 57Α/21.3.2002).
5. Την με αριθμό 106/19.5.2004 γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής.
6. Την με αριθμό 162/2004 Γνωμοδότηση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, μετά από πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών, Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και Δικαιοσύνης,
αποφασίζουμε:
Aρθρο 1 Σκοπός Σκοπός του παρόντος προεδρικού διατάγματος είναι η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας, όσον αφορά στο προσωπικό του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, προς τις διατάξεις της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία - πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου, που έχει συναφθεί μεταξύ των διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα CES, UNICE και CEEP (E.E.L175/ 10.7.1999), με την οποία επιδιώκεται αφενός μεν η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με την εφαρμογή της αρχής της μη διάκρισης σε σχέση με την εργασία αορίστου χρόνου και αφετέρου η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί τυχόν κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.
Aρθρο 2 Πεδίο εφαρμογής Οι διατάξεις αυτού του διατάγματος εφαρμόζονται στο προσωπικό του δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του παρόντος, καθώς και στο προσωπικό των δημοτικών και κοινοτικών επιχειρήσεων, το οποίο εργάζεται με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ή σύμβαση έργου ή άλλη σύμβαση ή σχέση που υποκρύπτει σχέση εξαρτημένης εργασίας.
2. Με την επιφύλαξη των οριζομένων στην παρ. 6 του άρθρου 11, το παρόν διάταγμα δεν εφαρμόζεται:α) Στις σχέσεις επαγγελματικής κατάρτισης και στη σύμβαση ή σχέση μαθητείας.β) Στις συμβάσεις ή τις σχέσεις εργασίας που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο ενός ειδικού προγράμματος κατάρτισης, ένταξης και επαγγελματικής επανεκπαίδευσης υποστηριζόμενου από τον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ).γ) Στις συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης των άρθρων 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26 του Ν. 2956/2001 (Α258).
Aρθρο 3 Ορισμοί Για την εφαρμογή του παρόντος προεδρικού διατάγματος νοείται ως:
α) «Εργαζόμενος ορισμένου χρόνου», κάθε φυσικό πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ή σύμβαση ή σχέση έργου ή άλλη σύμβαση ή σχέση που υποκρύπτει σχέση εξαρτημένης εργασίας, η οποία έχει συναφθεί απευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου και η λήξη της καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως ιδίως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας ή αποπεράτωση συγκεκριμένου έργου ή πραγματοποίηση συγκεκριμένου αποτελέσματος.
β) «Αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου», κάθε φυσικό πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου στον ίδιο φορέα ή επιχείρηση και απασχολείται σε ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων ή των δεξιοτήτων του. Όπου δεν υπάρχει «αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου» στον ίδιο φορέα ή επιχείρηση, η σύγκριση γίνεται με αναφορά στην οικεία συλλογική σύμβαση ή όταν δεν υπάρχει τέτοια, με αναφορά στην εκάστοτε Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας ή, εάν δεν υπάρχει, στην κείμενη νομοθεσία.
γ) «Δημόσιος τομέας», ο οριοθετούμένος από τις διατάξεις του άρθρου 51 παρ. 1 του Ν. 1892/1990 (ΦΕΚΑ' 101) ή από άλλες ειδικές διατάξεις, όπως εκάστοτε ισχύουν, αποκλειομένων σε κάθε περίπτωση από αυτόν των ανωνύμων εταιρειών που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, οι οποίες υπάγονται στις ρυθμίσεις του Π.Δ. 81/2003.
δ) «Σύμβαση», η σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ή σύμβαση έργου ή άλλη σύμβαση ή σχέση που υποκρύπτει σχέση εξαρτημένης εργασίας.
ε) Όπου αναφέρεται ο όρος «επιχείρηση» ή «εκμετάλλευση» ή «εργοδότης» νοείται και η δημόσια υπηρεσία, το Ν.Π.Δ.Δ. ή ο φορέας με τον οποίο έχει συναφθεί η αντίστοιχη σύμβαση.
Aρθρο 4 Αρχή της μη διάκρισης 1. Όσον αφορά στους όρους και στις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν επιτρέπεται, εκ μόνου του λόγου ότι η σύμβαση τους είναι ορισμένου χρόνου, να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζόμενους αορίστου χρόνου. Κατ' εξαίρεση και μόνον επιτρέπεται διαφορετική αντιμετώπιση κάθε φορά που συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι, οι οποίοι την δικαιολογούν.
2. Η απαιτούμενη περίοδος προϋπηρεσίας σε σχέση με ιδιαίτερες συνθήκες απασχόλησης είναι η ίδια τόσο για τους εργαζόμενους ορισμένου χρόνου όσο και για τους εργαζόμενους αορίστου χρόνου, εκτός από την περίπτωση κατά την οποία για αντικειμενικούς λόγους δικαιολογείται διαφορετική διάρκεια της περιόδου προϋπηρεσίας.
Aρθρο 5 Διαδοχικές συμβάσεις 1. Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους η παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών.
2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ' εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης.
3. Η σύναψη διαδοχικών συμβάσεων γίνεται εγγράφως και οι λόγοι που την δικαιολογούν αναφέρονται ρητώς στη σύμβαση, εφόσον δεν προκύπτουν ευθέως από αυτήν. Κατ' εξαίρεση, ο έγγραφος τύπος δεν απαιτείται, όταν η ανανέωση της σύμβασης, λόγω του ευκαιριακού χαρακτήρα της απασχόλησης, δεν έχει διάρκεια μεγαλύτερη του ενός μηνός, εκτός αν ο έγγραφος τύπος προβλέπεται ρητά από άλλη διάταξη. Αντίγραφο της σύμβασης παραδίδεται στον εργαζόμενο εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών από την έναρξη της απασχόλησης του.
4. Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του επόμενου άρθρου.
Aρθρο 6 Ανώτατη διάρκεια συμβάσεων 1. Συμβάσεις που καταρτίζονται διαδοχικώς και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, απαγορεύεται να υπερβαίνουν τους είκοσι τέσσερις (24) μήνες σε συνολικό χρόνο διάρκειας της απασχόλησης, είτε συνάπτονται κατ' εφαρμογήν του προηγούμενου άρθρου είτε συνάπτονται κατ' εφαρμογήν άλλων διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας.
2. Συνολικός χρόνος διάρκειας απασχόλησης άνω των είκοσι τεσσάρων (24) μηνών επιτρέπεται μόνον σε περιπτώσεις ειδικών, από τη φύση και το είδος της εργασίας τους, κατηγοριών εργαζομένων που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία, όπως, ιδίως, διευθυντικά στελέχη, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται στο πλαίσιο συγκεκριμένου ερευνητικού ή οιουδήποτε επιδοτούμενου ή χρηματοδοτούμενου προγράμματος, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται για την πραγματοποίηση έργου σχετικού με την εκπλήρωση υποχρεώσεων που απορρέουν από συμβάσεις με διεθνείς οργανισμούς.
Aρθρο 7 Συνέπειες παραβάσεων 1. Οποιαδήποτε σύμβαση συνάπτεται κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 5 και 6 του παρόντος διατάγματος είναι αυτοδικαίως άκυρη.
2. Σε περίπτωση που η άκυρη σύμβαση εκτελέσθηκε εν όλω ή εν μέρει, καταβάλλονται στον εργαζόμενο τα οφειλόμενα βάσει αυτής χρηματικά ποσά, τυχόν δε καταβληθέντα δεν αναζητούνται. Ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα, για το χρόνο που εκτελέσθηκε η άκυρη σύμβαση εργασίας, να λάβει ως αποζημίωση το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως του. Εάν οι άκυρες συμβάσεις είναι περισσότερες, ως χρόνος για τον υπολογισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται η συνολική διάρκεια απασχόλησης με βάση τις άκυρες συμβάσεις. Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο καταλογίζονται στον υπαίτιο.
3. Όποιος παραβαίνει τις διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του παρόντος διατάγματος τιμωρείται με φυλάκιση (άρθρο 5 Ν. 1338/1983, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 5 του Ν. 1440/1984). Αν το αδίκημα διαπράχθηκε από αμέλεια, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους. Η ίδια παράβαση στοιχειοθετεί παράλληλα και σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα.
Aρθρο 8 Ενημέρωση και ευκαιρίες απασχόλησης 1. Οι εργοδότες ενημερώνουν τους εργαζόμενους ορισμένου χρόνου για κενές θέσεις που είναι διαθέσιμες στην επιχείρηση ή την εκμετάλλευση, ώστε να εξασφαλισθεί ότι έχουν τις ίδιες ευκαιρίες να διεκδικήσουν θέσεις απασχόλησης αορίστου χρόνου, όπως και άλλοι εργαζόμενοι.
2. Η ενημέρωση αυτή γίνεται μέσω γενικής ανακοίνωσης, η οποία αναρτάται σε κατάλληλο μέρος μέσα στην επιχείρηση ή την εκμετάλλευση, ή μέσω των οικείων συνδικαλιστικών οργάνων ή με οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο μέσο.
3. Στο μέτρο του δυνατού, και λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης για ομαλή λειτουργία της επιχείρησης, οι εργοδότες διευκολύνουν την πρόσβαση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου σε κατάλληλες ευκαιρίες κατάρτισης, ώστε να ενισχύονται οι δεξιότητες τους, η εξέλιξη της επαγγελματικής σταδιοδρομίας τους και η επαγγελματική κινητικότητα τους.
4. Οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 αυτού του άρθρου δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που συγκεκριμένες διατάξεις καθιερώνουν ειδικό τρόπο ενημέρωσης των εργαζομένων, όπως είναι ιδίως οι διατάξεις περί Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π).
Aρθρο 9 Ενημέρωση και διαβούλευση 1. Οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου συνυπολογίζονται για τον προσδιορισμό του κατώτατου ορίου εργαζομένων, πάνω από το οποίο μπορούν να συγκροτούνται μέσα στην επιχείρηση τα αντιπροσωπευτικά τους όργανα, τα οποία προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις.
2. Στο μέτρο του δυνατού, οι εργοδότες μεριμνούν για την παροχή κατάλληλης ενημέρωσης στα υπάρχοντα αντιπροσωπευτικά όργανα των εργαζομένων ορισμένου χρόνου στην επιχείρηση.
Aρθρο 10 Ειδικές Διατάξεις 1. Το παρόν διάταγμα δεν θίγει ρυθμίσεις ευνοϊκότερες για τους εργαζομένους εν γένει, καθώς και για τους εργαζομένους με αναπηρίες.
2. Το παρόν διάταγμα δεν θίγει τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις που αφορούν την ισότητα των φύλων στις εργασιακές σχέσεις.
Aρθρο 11 Μεταβατικές Διατάξεις ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β' Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση.
β) Ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδαφίου (α) να έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση. Προκειμένου περί συμβάσεων που έχουν συναφθεί με την Ελληνική Εταιρία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Ε.Τ.Α.Α), στο πλαίσιο εφαρμογής συγκεκριμένου προγράμματος, ως φορέας νοείται ο οικείος Ο.Τ.Α στον οποίο ο εργαζόμενος προσέφερε πραγματικά τις υπηρεσίες του.
γ) Το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά σε δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέροντα οποίο υπηρετεί ο φορέας αυτός.
δ) Ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να έχει παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση. Οι διαδοχικές συμβάσεις μειωμένου ωραρίου εργασίας συνιστούν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, συμβάσεις αορίστου χρόνου μειωμένης απασχόλησης αντίστοιχης με την αναγραφόμενη στην αρχική σύμβαση.Για τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά την προηγούμενη παράγραφο προϋποθέσεων, ο εργαζόμενος υποβάλλει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος, αίτηση προς τον οικείο φορέα, στην οποία αναφέρει τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών. Αρμόδιο όργανο να κρίνει αιτιολογημένα εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό και όπου δεν υπάρχει, το Διοικητικό Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κείμενη νομοθεσία. Στις δημοτικές ή κοινοτικές επιχειρήσεις αρμόδιο όργανο είναι, σε κάθε περίπτωση, το Δημοτικό ή Κοινοτικό Συμβούλιο του οικείου Ο.Τ.Α, ύστερα από εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου ή του διοικούντος οργάνου της επιχείρησης. Το κατά τα ανωτέρω αρμόδιο όργανο κρίνει περαιτέρω εάν στις συμβάσεις έργου ή άλλες συμβάσεις ή σχέσεις, υποκρύπτεται σχέση εξαρτημένης εργασίας. Η κατά τις ως άνω διατάξεις κρίση του αρμόδιου οργάνου ολοκληρώνεται το αργότερο εντός πέντε (5) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος.Οι κατά την παρ. 2 κρίσεις του αρμόδιων οργάνων, θετικές ή αρνητικές, διαβιβάζονται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), το οποίο αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από τη διαβίβαση σε αυτό των σχετικών κρίσεων.
4. Στις διατάξεις αυτού του άρθρου υπάγονται οι εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 3 περ. γ. του παρόντος διατάγματος, καθώς και στις δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις, αποκλειομένων σε κάθε περίπτωση των εργαζομένων σε ανώνυμες εταιρείες που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Οι διατάξεις αυτού του άρθρου δεν εφαρμόζονται στα απευθείας διοριζόμενα διευθυντικά στελέχη, το καθεστώς των οποίων, λόγω του είδους των καθηκόντων τους και των προνομίων που απολαμβάνουν, ρυθμίζεται από ειδικές κάθε φορά διατάξεις, καθώς και στο προσωπικό των εκτός Ελλάδος υπηρεσιών του Υπουργείου Εξωτερικών και στο προσωπικό των Γραφείων Τύπου και Επικοινωνίας στο εξωτερικό της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης, που προσλαμβάνεται επιτοπίως.
5. Στις διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβάνονται και οι συμβάσεις οι οποίες έχουν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος λογιζόμενες ως ενεργές διαδοχικές συμβάσεις ως την έναρξη ισχύος του παρόντος. Η προϋπόθεση του εδ. α της παρ. 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο λήξης της σύμβασης.
6. Κατ' εξαίρεση, και για λόγους κοινωνικής πρόνοιας που αφορούν στην επαγγελματική ένταξη των ατόμων με αναπηρίες κατ' εφαρμογή της παρ. 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, για τα άτομα με ποσοστό αναπηρίας 50% τουλάχιστον, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που εργάζονται στο πλαίσιο προγράμματος ένταξης του Ο.Α.Ε.Δ., αρκεί ο συνολικός χρόνος απασχόλησης του εδαφίου (α) της παρ. 1 του παρόντος άρθρου να είναι τουλάχιστον δεκαοκτώ (18) μήνες, ανεξαρτήτως ενδιάμεσων χρονικών διαστημάτων μεταξύ των συμβάσεων, εφόσον πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις κατά τα ανωτέρω.
Aρθρο 12 Έναρξη ισχύος Η ισχύς του παρόντος, αν δεν ορίζεται διαφορετικά σε επί μέρους διατάξεις, αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Στον Υπουργό Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης αναθέτουμε τη δημοσίευση και εκτέλεση του παρόντος Προεδρικού Διατάγματος.
************************ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ Π.Δ. 164/04 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΟΥΣ
Την εγκύκλιο εφαρμογής του προεδρικού διατάγματος υπ'αριθμ. 164/2004, απέστειλε την 2οή Ιουλίου 2004 το Υπουργείο Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, προς τις υπηρεσίες του δημόσιου τομέα. ΘΕΜΑ: Οδηγίες για την εφαρμογή του Προεδρικού Διατάγματος 164/2004 «Ρυθμίσεις για τους εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα»
Σας γνωστοποιούμε ότι στο ΦΕΚ 134/Α'/19-7-2004 δημοσιεύθηκε το Π.Δ. 164/2004 «Ρυθμίσεις για τους εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα».
Με το ανωτέρω Προεδρικό Διάταγμα προσαρμόζεται η ελληνική νομοθεσία, όσον αφορά στο προσωπικό με σύμβαση ορισμένου χρόνου του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, στις διατάξεις της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999.
Με την Οδηγία αυτή επιδιώκεται αφενός η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με την εφαρμογή της αρχής της μη διάκρισης σε σχέση με την εργασία αορίστου χρόνου και αφετέρου, η καθιέρωση ενός πλαισίου κανόνων για ν΄ αποτραπεί τυχόν κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, αντί αορίστου χρόνου.
ΕΚΤΑΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ Στις ρυθμίσεις του Π.Δ. 164/2004 υπάγεται το προσωπικό που συνδέεται με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ή σύμβαση έργου ή άλλη σύμβαση ή σχέση, η οποία υποκρύπτει σχέση εξαρτημένης εργασίας με φορείς του δημόσιου τομέα όπως αυτός περιγράφεται κατωτέρω :α) Δημόσιες υπηρεσίεςβ) Ν.Π.Δ.Δ., με εξαίρεση την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και την Επιτροπή Eποπτείας της Ιδιωτικής Ασφάλισης,γ) Κρατικές ή δημόσιες και παραχωρηθείσες επιχειρήσεις και οργανισμοί,δ) Νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου δημόσιου χαρακτήρα που επιδιώκουν κοινωφελείς ή άλλους δημόσιους σκοπούς.ε) Τράπεζες, εφόσον ανήκουν στο νομικό πρόσωπο του Δημοσίου, είτε στο σύνολό τους είτε κατά πλειοψηφία,στ) Θυγατρικές εταιρείες των Ν.Π.Δ.Δ. και Ν.Π.Ι.Δ. των περιπτώσεων β' και δ' αντιστοίχως,καθώς καιζ) Δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις.Δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω Π.Δ οι ανώνυμες εταιρείες που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών, καθώς και οι φορείς που βάσει ειδικών διατάξεων έχουν εξέλθει του δημόσιου τομέα, με εξαίρεση την περίπτωση ζ.
Επίσης, το Διάταγμα αυτό δεν εφαρμόζεται:I) Στις σχέσεις επαγγελματικής κατάρτισης και στις συμβάσεις ή σχέσεις μαθητείας.II) Στις συμβάσεις ή τις σχέσεις εργασίας οι οποίες έχουν συναφθεί στο πλαίσιο ειδικού προγράμματος κατάρτισης, ένταξης και επαγγελματικής επανεκπαίδευσης που υποστηρίζεται από τον ΟΑΕΔ, με εξαίρεση τα άτομα με αναπηρίες για τα οποία γίνεται λόγος κατωτέρω.III) Στις συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης του Ν.2956/2001. Πρόκειται για συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου που συνάπτονται μεταξύ μισθωτών και Εταιρειών Προσωρινής Απασχόλησης με σκοπό την παροχή εργασίας σε άλλον (τρίτο) εργοδότη.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΡΥΘΜΙΣΕΩΝ Το Π. Δ διακρίνεται σε δύο (2) Κεφάλαια.
Στο Κεφάλαιο Α' θεσπίζονται οι πάγιοι κανόνες, οι οποίοι θα διέπουν στο μέλλον τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου που συνάπτονται στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως περιγράφεται ανωτέρω. Σκοπός των κανόνων αυτών είναι να οριοθετήσουν κατά το δυνατόν σαφέστερα τις σχέσεις ή συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, με ταυτόχρονη πρόβλεψη κυρώσεων για την παραβίαση των κανόνων αυτών, ώστε το διαμορφούμενο νέο θεσμικό πλαίσιο ν΄ αποτελεί εγγύηση για την αποτροπή επανάληψης στο μέλλον του φαινομένου των συμβασιούχων ορισμένου χρόνου που εξυπηρετούν πάγιες ανάγκες των υπηρεσιών.
Στο Κεφάλαιο Β' αντιμετωπίζεται η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε από σχέσεις ή συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου κατά το διάστημα το οποίο μεσολάβησε από την τελική ημερομηνία (10-7-2002) ενσωμάτωσης στο εσωτερικό μας δίκαιο της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ έως την έναρξη ισχύος (19-7-2004) του Π. Δ. Ρυθμίζεται δηλαδή η υπηρεσιακή κατάσταση των ήδη απασχολουμένων με διαδοχικές συμβάσεις υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που αναλύονται στο σχετικό κεφάλαιο της εγκυκλίου αυτής.
ΜΕΡΟΣ Α' – ΠΑΓΙΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ (άρθρα 1-10)
1. ΓΕΝΙΚΑ
Με το Κεφάλαιο Α' του ΠΔ εισάγονται μέτρα για την αποτροπή της καταχρηστικής σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Οι διατάξεις του Κεφαλαίου αυτού ισχύουν από την ημερομηνία δημοσίευσης του Διατάγματος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ήτοι την 19-7-2004.Έννοια όρων του Διατάγματος:Ως σύμβαση νοείται η σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ή σύμβαση έργου ή άλλη σύμβαση ή σχέση που υποκρύπτει σχέση εξαρτημένης εργασίας.Ως διαδοχική σύμβαση νοείται η σύμβαση, όπως περιγράφεται ανωτέρω, που καταρτίζεται και εκτελείται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα διακοπής μικρότερο των τριών μηνών.
2. ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΗ ΣΥΝΑΨΗ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ (Άρθρα 5 & 6)
Γενική απαγόρευση: Διαδοχικές συμβάσεις κατά την ανωτέρω έννοια δεν επιτρέπεται να καταρτίζονται από τους φορείς που υπάγονται στο Διάταγμα αυτό.Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η σύναψη διαδοχικών συμβάσεων όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεις συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα του φορέα (αντικειμενικός λόγος).
Με την παρ. 3 του άρθρου 5 περιγράφεται ο έγγραφος τύπος και τα χαρακτηριστικά της διαδοχικής σύμβασης.
Με την παρ. 4 του ίδιου άρθρου προβλέπεται απαγόρευση για κατάρτιση διαδοχικών συμβάσεων, πέραν των τριών, προσμετρουμένης και της αρχικής σύμβασης.
Με το άρθρο 6 του Διατάγματος εισάγεται μία επιπλέον ασφαλιστική δικλείδα για την αποφυγή της κατάχρησης των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, οι οποίες συνάπτονται μεν διαδοχικώς (και μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας), χωρίς όμως να αποτελούν «διαδοχικές συμβάσεις» κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 (η επόμενη δηλ. σύμβαση συνάπτεται μεν με τον ίδιο εργοδότη και με τους ίδιους όρους εργασίας, αλλά με διάστημα διακοπής μεγαλύτερο των τριών μηνών από την προηγούμενη σύμβαση).Συγκεκριμένα, περιορίζεται ο συνολικός χρόνος διάρκειας των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, στους είκοσι τέσσερις (24) μήνες, ανεξάρτητα αν πρόκειται για «διαδοχικές» ή μη συμβάσεις, εφόσον καταρτίζονται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας.Οι υπηρεσίες και οι φορείς του δημόσιου τομέα θα πρέπει, επομένως, στο μέλλον, προκειμένου να καλύψουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες της υπηρεσίας ή του φορέα, να φροντίσουν για τη σύσταση και την πλήρωση κενών οργανικών θέσεων μονίμου προσωπικού ή την πρόσληψη προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου.
Από τις απαγορεύσεις της παρ. 4 του άρθρου 5 και της παρ. 1 του άρθρου 6 του Διατάγματος εξαιρούνται οι περιπτώσεις ειδικών κατηγοριών εργαζομένων, όπως ορίζει η παρ. 2 του άρθρου 6. Έτσι, επιτρέπεται κατ¨εξαίρεση, η σύναψη συμβάσεων ορισμένου χρόνου και πέραν του συνολικού χρόνου διάρκειας των 24 μηνών, εφόσον πρόκειται για περιπτώσεις ειδικών, από τη φύση και το είδος της εργασίας τους, κατηγοριών εργαζομένων που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία, όπως, ιδίως, διευθυντικά στελέχη, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται στο πλαίσιο συγκεκριμένου ερευνητικού ή οιουδήποτε επιδοτούμενου ή χρηματοδοτούμενου προγράμματος, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται για την πραγματοποίηση έργου σχετικού με την εκπλήρωση υποχρεώσεων οι οποίες απορρέουν από συμβάσεις με διεθνείς οργανισμούς, καθώς και άλλες κατηγορίες εργαζομένων που προβλέπονται ρητώς από την κείμενη νομοθεσία. Στον περιορισμό των 24 μηνών υπάγονται και οι απασχολούμενοι με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για κάλυψη εποχιακών, πρόσκαιρων, απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών, εκτός εάν κατ¨εξαίρεση και για συγκεκριμένους λόγους επιτρέπεται, από ειδική διάταξη νόμου, ο συνολικός χρόνος διάρκειας να υπερβαίνει τους 24 μήνες.
Οι περιορισμοί των άρθρων 5 και 6 αρχίζουν από τις 19-7-2004, ημερομηνία δημοσίευσης του Π.Δ. 164/2004 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.Η συνολική διάρκεια συμβάσεων 24 μηνών υπολογίζεται από την πρώτη (αρχική) σύμβαση που καταρτίζεται μετά την ισχύ του Διατάγματος αυτού, δηλαδή χωρίς να υπολογίζεται ο χρόνος των συμβάσεων που καταρτίσθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του Διατάγματος, έστω και αν είναι ενεργές κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του.
3. ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ – ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΑΠΟ ΑΚΥΡΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ (Άρθρο 7)
Με το άρθρο 7 περιγράφονται οι συνέπειες που προκύπτουν από τη σύναψη συμβάσεων,οι οποίες καταρτίζονται κατά παράβαση των άρθρων 5 και 6 του Π.Δ. 164/2004. Οι διατάξεις του άρθρου 7 του Διατάγματος θεσπίσθηκαν με σκοπό ν΄ αποτρέψουν στο μέλλον τα όργανα της Διοίκησης από την κατάρτιση καταχρηστικών συμβάσεων κατά την έννοια των άρθρων 5 και 6, με ταυτόχρονη όμως πρόβλεψη πλήρους αποζημίωσης για τους εργαζόμενους με άκυρη σύμβαση (λόγω παράβασης των διατάξεων του Διατάγματος).
Ειδικότερα:Ο εργαζόμενος δικαιούται τις αποδοχές για την άκυρη σύμβαση που εκτελέσθηκε. Τυχόν δε καταβληθέντα χρηματικά ποσά δεν αναζητούνται.Επίσης ο εργαζόμενος δικαιούται αποζημίωση, που ισούται με το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος συμβασιούχος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του.
Στα όργανα της Διοίκησης:α) Καταλογίζονται τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται στον εργαζόμενο, με τον οποίο έχει καταρτισθεί άκυρη σύμβαση.β) Επιβάλλονται ποινικές κυρώσεις σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 7 του ΠΔ, ήτοι φυλάκιση μέχρις ενός έτους αν το αδίκημα διαπράχθηκε από αμέλεια και μέχρι 5 ετών αν το αδίκημα διαπράχθηκε από δόλο.γ) Πειθαρχικές κυρώσεις : Οι ίδιες παραβάσεις στοιχειοθετούν παράλληλα σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα, που διώκεται σύμφωνα με το πειθαρχικό δίκαιο το οποίο διέπει το φορέα.
4. ΛΟΙΠΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ (Άρθρα 8-10)
Με τα άρθρα 8, 9 και 10 προβλέπεται υποχρέωση του εργοδότη να ενημερώνει τους εργαζόμενους για κενές θέσεις με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, ευκαιρίες κατάρτισης και επιμόρφωσης και για συμμετοχή των εργαζομένων ορισμένου χρόνου στα αντιπροσωπευτικά όργανα του φορέα.
ΜΕΡΟΣ Β'1. ΓΕΝΙΚΑ
Με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Β' ρυθμίζεται η υπηρεσιακή κατάσταση των απασχολούμενων με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ή σύμβαση έργου ή άλλη σχέση που υποκρύπτει σχέση εξαρτημένης εργασίας στο Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ., τους Ο.Τ.Α. α' και β' βαθμού καθώς και στους φορείς του δημόσιου τομέα όπως περιγράφονται στην «Έκταση Εφαρμογής» της εγκυκλίου αυτής.
2. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΥΠΑΓΩΓΗΣ ΣΤΙΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Β' ΤΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ (Άρθρο 11)
Για την υπαγωγή στις ρυθμίσεις του Κεφαλαίου Β' του Π.Δ. 164/2004 θα πρέπει οι συμβασιούχοι να πληρούν, αθροιστικά, τις παρακάτω προϋποθέσεις:
α. Ενεργό σύμβαση κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του Π.Δ. στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (19-7-2004). Επίσης περιλαμβάνονται και εκείνοι των οποίων η σύμβαση ή η σχέση έχει λήξει ή διακοπεί στο τελευταίο τρίμηνο πριν τη δημοσίευση του Π.Δ. ήτοι από 19-4-2004 μέχρι 18-7-2004.
β. Είκοσι τέσσερις (24) μήνες συνολική διάρκεια πραγματικής απασχόλησης, με μια τουλάχιστον ανανέωση, ή δέκα οκτώ (18) μήνες με τρεις (3) τουλάχιστον ανανεώσεις (πέραν από την αρχική σύμβαση) μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση. Ως αρχική σύμβαση νοείται η πρώτη μεταξύ των διαδοχικών συμβάσεων κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του Διατάγματος, δηλαδή η σύμβαση, μεταξύ της οποίας και της αμέσως επόμενης μεσολαβεί διάστημα διακοπής μικρότερο των τριών (3) μηνών.Για τη συμπλήρωση των 24 ή 18 μηνών αντίστοιχα, συνυπολογίζεται και ο χρόνος που διανύθηκε σ΄ εκτέλεση προσωρινής διαταγής δικαστηρίου ή απόφασης που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ή οριστικής ή τελεσίδικης δικαστικής απόφασης.Είναι αυτονόητο ότι, όταν το 24μηνο ή 18μηνο χρονικό διάστημα καλύπτεται από μία (1) μόνο σύμβαση, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 11 του Διατάγματος.
γ. Ο χρόνος διακοπής ανάμεσα σε δυο (2) συμβάσεις να είναι μικρότερος των τριών (3) μηνών.
δ. Ο συνολικός χρόνος απασχόλησης των είκοσι τεσσάρων (24) ή των δέκα οκτώ (18) μηνών, κατά περίπτωση, να έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως περιγράφονται στην αρχική σύμβαση.Κατ' εξαίρεση, προκειμένου για συμβάσεις που έχουν συναφθεί με την ΕΕΤΑΑ, στο πλαίσιο συγκεκριμένου προγράμματος, ως φορέας νοείται ο οικείος ΟΤΑ στον οποίο ο εργαζόμενος προσέφερε πραγματικά τις υπηρεσίες του.
ε. Το αντικείμενο της σύμβασης ν΄ αφορά δραστηριότητες που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του φορέα.στ. Ο συνολικός χρόνος της ανωτέρω περ. β' της εγκυκλίου αυτής (24 ή 18 μήνες κατά περίπτωση) μπορεί να έχει παρασχεθεί κατά πλήρες ή και μειωμένο ωράριο εργασίας, αλλά σε κάθε περίπτωση σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά που περιγράφονται στην αρχική σύμβαση.Οι απασχοληθέντες με μειωμένο ωράριο εργασίας, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις που προαναφέρθηκαν, θα καταλάβουν θέσεις με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου ΜΕΡΙΚΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ, αντίστοιχης του ωραρίου που αναγράφεται στην αρχική σύμβαση.
ζ. Ειδικότερα, για τις συμβάσεις έργου, ή άλλες συμβάσεις ή σχέσεις, θα πρέπει να κριθεί από τα αρμόδια όργανα των υπηρεσιών και των φορέων εάν με αυτές υποκρύπτεται σχέση εξαρτημένης εργασίας.
3. ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΩΝ
Οι εργαζόμενοι οφείλουν να υποβάλουν αίτηση εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών, από τη δημοσίευση του Π.Δ., ήτοι ως και τις 19 Σεπτεμβρίου 2004, στην οικεία υπηρεσία ή στο φορέα.Στην αίτησή τους οι εργαζόμενοι θα πρέπει ν΄ αναφέρουν όλα τα στοιχεία, από τα οποία προκύπτει ότι έχουν τις ως άνω προϋποθέσεις (προς διευκόλυνση των υπηρεσιών και φορέων επισυνάπτεται σχετικό υπόδειγμα).
4. ΠΟΙΑ ΟΡΓΑΝΑ ΔΙΑΠΙΣΤΩΝΟΥΝ ΤΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΤΩΝ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΩΝ
Όργανα τα οποία θα διαπιστώσουν αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παρ. 2 του Μέρους Β' της εγκυκλίου είναι:
α. Το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό. Όπου δεν υπάρχει Υπηρεσιακό Συμβούλιο, αρμόδιο να κρίνει είναι το Διοικητικό Συμβούλιο ή το συλλογικό όργανο διοίκησης του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό, σύμφωνα με τη νομοθεσία η οποία διέπει το νομικό πρόσωπο.
β. Για τις δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις, αρμόδιο όργανο είναι, σε κάθε περίπτωση, το Δημοτικό ή Κοινοτικό Συμβούλιο αντίστοιχα, του οικείου ΟΤΑ, που αποφαίνεται ύστερα από εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου ή του διοικούντος τον φορέα συλλογικού οργάνου.Η κρίση του αρμοδίου οργάνου θα πρέπει να ολοκληρωθεί μέσα σε προθεσμία το πολύ πέντε (5) μηνών από την έναρξη ισχύος του Π.Δ.
γ. Το ΑΣΕΠ, στο οποίο υποβάλλονται οι ανωτέρω κρίσεις των αρμοδίων οργάνων, θετικές ή αρνητικές. Το ΑΣΕΠ αποφαίνεται μέσα σε τρεις (3) μήνες από τη διαβίβαση σε αυτό των σχετικών κρίσεων των οικείων οργάνων και οι αποφάσεις του δεσμεύουν, σε κάθε περίπτωση, τους φορείς.Οι υπηρεσίες οφείλουν, μαζί με τις σχετικές κρίσεις των οικείων υπηρεσιακών συμβουλίων, να υποβάλουν στο ΑΣΕΠ συνοπτικό σημείωμα (σχετικό έντυπο θα αποσταλεί από το ΑΣΕΠ) ανά κατατασσόμενο, το οποίο να περιέχει όλα τα στοιχεία που προκύπτουν από την παρ. 1 του άρθρου 11 του Π. Δ και τεκμηριώνουν τη μετατροπή ή μη της σύμβασής του (αριθμό συμβάσεων, ημερομηνία έναρξης και λήξης αυτών, ειδικότητα, ωράριο απασχόλησης και λοιπούς όρους όπως περιγράφονται στη σύμβαση κλπ).Σημειώνεται ότι το έντυπο αυτό θα πρέπει να συνταχθεί με ιδιαίτερη προσοχή, δεδομένου ότι θα έχει ισχύ πιστοποιητικού της υπηρεσίας και ο υπάλληλος ευθύνεται για την ορθή αναγραφή των στοιχείων των συμβασιούχων.Το ΑΣΕΠ δύναται, σε κάθε περίπτωση, να ζητήσει από τις υπηρεσίες την υποβολή αριθμού φακέλων εργαζομένων προκειμένου να ελέγξει την ακριβή μεταφορά των στοιχείων των εργαζομένων.
5. ΠΟΙΟΙ ΦΟΡΕΙΣ ΥΠΑΓΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β' ΤΟΥ Π.Δ.
Στις διατάξεις του Κεφαλαίου Β' του Διατάγματος (άρθρο 11) υπάγονται οι εργαζόμενοι στους φορείς που αναφέρονται στην «Έκταση Εφαρμογής» της εγκυκλίου αυτής.
6. ΠΟΙΟΙ ΔΕΝ ΥΠΑΓΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ (άρθρο 11)
Οι διατάξεις του άρθρου 11 του Π.Δ164/2004, σύμφωνα και με τη Ρήτρα 2 της Κοινοτική Οδηγίας, δεν εφαρμόζονται:
α) Στις σχέσεις επαγγελματικής κατάρτισης και στις συμβάσεις ή σχέσεις μαθητείας.
β) Στις συμβάσεις ή τις σχέσεις εργασίας που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο ειδικού προγράμματος κατάρτισης, ένταξης και επαγγελματικής επανεκπαίδευσης το οποίο υποστηρίζεται από τον ΟΑΕΔ, με εξαίρεση τα άτομα με αναπηρίες για τα οποία γίνεται λόγος κατωτέρω.
γ) Στις συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης του Ν.2956/2001. Πρόκειται για συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου που συνάπτονται μεταξύ μισθωτών και Εταιρειών Προσωρινής Απασχόλησης, με σκοπό την παροχή εργασίας σε άλλον (τρίτο) εργοδότη.
δ) Σε ειδικές κατηγορίες εργαζομένων, και συγκεκριμένα στα διευθυντικά στελέχη που διορίζονται απευθείας στις θέσεις τις οποίες κατέχουν, στο προσωπικό των εκτός Ελλάδος υπηρεσιών του Υπουργείου Εξωτερικών και στο προσωπικό των Γραφείων Τύπου και Επικοινωνίας στο εξωτερικό της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης που προσλαμβάνεται επιτοπίως.
7. ΕΙΔΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΓΙΑ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΕΣ Για τα άτομα με αναπηρίες, εφόσον το ποσοστό αναπηρίας είναι τουλάχιστον 50%, ο συνολικός χρόνος απασχόλησης για την υπαγωγή τους στις ρυθμίσεις του άρθρου 11 αρκεί να είναι τουλάχιστον δέκα οκτώ (18) μήνες, ανεξάρτητα από το διάστημα διακοπής ανάμεσα στις συμβάσεις, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις όπως περιγράφονται στις περιπτώσεις (δ) έως (ζ) της παραγράφου 2 του Μέρους Β' της εγκυκλίου.
Επίσης, τα άτομα αυτά υπάγονται στις ρυθμίσεις του άρθρου 11 του Διατάγματος ακόμη και αν εργάζονται στο πλαίσιο προγράμματος ένταξης του ΟΑΕΔ. Το ποσοστό αναπηρίας θα πρέπει να προκύπτει από βεβαίωση, όπως αυτή προβλέπεται από το άρθρο 7 του Ν.2643/1998, την οποία οφείλουν οι εργαζόμενοι να υποβάλουν με την αίτησή τους.Το Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης εγκαίρως θα προωθήσει ρύθμιση για τη σύσταση των θέσεων για την κάλυψη των διαπιστωθεισών παγίων και διαρκών αναγκών, τις οποίες (θέσεις) και θα καταλάβουν όσοι κριθoύν από τα αρμόδια όργανα και το ΑΣΕΠ ότι έχουν τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του Π. Δ.Εξυπακούεται ότι για την κατάληψη οργανικής θέσης με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου θα πρέπει να συντρέχουν στο πρόσωπο του κατατασσόμενου τα γενικά προσόντα πρόσληψης που προβλέπονται από τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα, προκειμένου για το δημόσιο και Ν.Π.Δ.Δ. ή από τις ειδικές διατάξεις που διέπουν κάθε φορέα (ελληνική ιθαγένεια ή ιθαγένεια κράτους μέλους της Ε.Ε, να μην υπάρχει ποινική καταδίκη κατά την κείμενη νομοθεσία κλπ).Τυχόν ερωτήματα που θα ανακύψουν από την εφαρμογή των διατάξεων του Διατάγματος αυτού θα πρέπει να υποβάλλονται στην οικεία Νομική Υπηρεσία ή στη Νομική Υπηρεσία του εποπτεύοντος Υπουργείου.Θα πρέπει οι υπηρεσίες των Υπουργείων να λάβουν υπόψη τους ότι η Γενική Γραμματεία Δημόσιας Διοίκησης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. δεν ασκεί ρόλο Διεύθυνσης Διοικητικού για όλους τους φορείς του Δημόσιου Τομέα, αλλά δίνει γενικές οδηγίες και κατευθύνσεις για ενιαία αντιμετώπιση των θεμάτων που ανακύπτουν από τις διατάξεις που προωθεί.Σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις και για γενικότερα θέματα οι υπηρεσίες των Υπουργείων ή άλλων φορέων, και αφού προηγουμένως εξαντλήσουν τις προηγούμενες ενέργειες, θα μπορούν ν΄ απευθύνονται με συγκεκριμένο έγγραφο ερώτημα στο ΥΠΕΣΔΔΑ (Διεύθυνση Προσωπικού Ιδιωτικού Δικαίου, Βασ. Σοφίας 15, 106 74 Αθήνα).
Τα Υπουργεία παρακαλούνται να κοινοποιήσουν άμεσα την εγκύκλιο αυτή στα Ν.Π.Δ.Δ. και Ν.Π.Ι.Δ. που εποπτεύουν.
Η Διεύθυνση Οργάνωσης και Λειτουργίας Ο.Τ.Α. του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. παρακαλείται να γνωστοποιήσει το περιεχόμενο την εγκυκλίου αυτής στους Ο.Τ.Α. α' και β' βαθμού.
Αθήνα, 20 Ιουλίου 2004
Δημοσιεύουμε το ΠΔ 164/2004 που ρυθμίζει τη μονιμοποίηση των συμβασιούχων ορισμένου χρόνου του δημοσίου τομέα, καθώς και τη σχετική ΕΓΚΥΚΛΙΟ εφαρμογής του ΠΔ που εξέδωσε το Υπουργείο Εσωτερικών.
ΠΔ 164/19.7.2004
ΦΕΚ 134/Α/19 Ιουλίου 2004
Ρυθμίσεις για τους εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα. "Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις των άρθρων 3, 4 και 5 του Ν. 1338/1983 «Εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου» (ΦΕΚ34Α/17.3.1983), όπως αντικαταστάθηκαν και τροποποιήθηκαν με το άρθρο 65 του Ν. 1892/1990 «Για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 101Α/31.7.1990) και τα άρθρα 6 παρ. 4 και 5 του Ν. 1440/1984 «Συμμετοχή της Ελλάδας στο κεφάλαιο, στα αποθεματικά και στις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, στο Κεφάλαιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Άνθρακος και Χάλυβος και του Οργανισμού Εφοδιασμού ΕΥΡΑΤΟΜ» (ΦΕΚ 70Α/21.5.84), 19του Ν. 2367/1995 «Νέοι χρηματοπιστωτικοί θεσμοί και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ261 Α/29.12.1995) και 22 του Ν. 2789/2000 «Προσαρμογή του ελληνικού δικαίου προς την Οδηγία 98/26/ΕΚτου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19.5.1998 σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 21 Α/11.2.2000).
2. Τις διατάξεις του άρθρου 19 του Ν. 1735/1987 «Προσλήψεις στο δημόσιο τομέα, κοινωνικός έλεγχος στη δημόσια διοίκηση, πολιτικά δικαιώματα και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 195Α/11.11.1987) και τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του Π.Δ. 373/1995 «Συγχώνευση των Υπουργείων Προεδρίας της Κυβέρνησης και Εσωτερικών στο Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και καθορισμός των αρμοδιοτήτων τους» (ΦΕΚ201Α/1995).
3. Τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 24του Ν. 3200/2003 «Τροποποιήσεις του Ν. 1388/1983 «Ίδρυση Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης», ίδρυση Εθνικής Σχολής Τοπικής Αυτοδιοίκησης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 281 Α/9.12.2003) και τις διατάξεις του Π.Δ. 400/1995 «Σύσταση της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Διοίκησης στο Υπουργείο Εσωτερικών και καθορισμός των αρμοδιοτήτων της» (ΦΕΚ 226Α/1.1.1995).
4. Τις διατάξεις του Π.Δ. 81/2002 «Συγχώνευση των Υπουργείων Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών (ΦΕΚ 57Α/21.3.2002).
5. Την με αριθμό 106/19.5.2004 γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής.
6. Την με αριθμό 162/2004 Γνωμοδότηση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, μετά από πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών, Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και Δικαιοσύνης,
αποφασίζουμε:
Aρθρο 1 Σκοπός Σκοπός του παρόντος προεδρικού διατάγματος είναι η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας, όσον αφορά στο προσωπικό του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, προς τις διατάξεις της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία - πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου, που έχει συναφθεί μεταξύ των διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα CES, UNICE και CEEP (E.E.L175/ 10.7.1999), με την οποία επιδιώκεται αφενός μεν η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με την εφαρμογή της αρχής της μη διάκρισης σε σχέση με την εργασία αορίστου χρόνου και αφετέρου η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί τυχόν κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.
Aρθρο 2 Πεδίο εφαρμογής Οι διατάξεις αυτού του διατάγματος εφαρμόζονται στο προσωπικό του δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του παρόντος, καθώς και στο προσωπικό των δημοτικών και κοινοτικών επιχειρήσεων, το οποίο εργάζεται με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ή σύμβαση έργου ή άλλη σύμβαση ή σχέση που υποκρύπτει σχέση εξαρτημένης εργασίας.
2. Με την επιφύλαξη των οριζομένων στην παρ. 6 του άρθρου 11, το παρόν διάταγμα δεν εφαρμόζεται:α) Στις σχέσεις επαγγελματικής κατάρτισης και στη σύμβαση ή σχέση μαθητείας.β) Στις συμβάσεις ή τις σχέσεις εργασίας που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο ενός ειδικού προγράμματος κατάρτισης, ένταξης και επαγγελματικής επανεκπαίδευσης υποστηριζόμενου από τον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ).γ) Στις συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης των άρθρων 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26 του Ν. 2956/2001 (Α258).
Aρθρο 3 Ορισμοί Για την εφαρμογή του παρόντος προεδρικού διατάγματος νοείται ως:
α) «Εργαζόμενος ορισμένου χρόνου», κάθε φυσικό πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ή σύμβαση ή σχέση έργου ή άλλη σύμβαση ή σχέση που υποκρύπτει σχέση εξαρτημένης εργασίας, η οποία έχει συναφθεί απευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου και η λήξη της καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως ιδίως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας ή αποπεράτωση συγκεκριμένου έργου ή πραγματοποίηση συγκεκριμένου αποτελέσματος.
β) «Αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου», κάθε φυσικό πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου στον ίδιο φορέα ή επιχείρηση και απασχολείται σε ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων ή των δεξιοτήτων του. Όπου δεν υπάρχει «αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου» στον ίδιο φορέα ή επιχείρηση, η σύγκριση γίνεται με αναφορά στην οικεία συλλογική σύμβαση ή όταν δεν υπάρχει τέτοια, με αναφορά στην εκάστοτε Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας ή, εάν δεν υπάρχει, στην κείμενη νομοθεσία.
γ) «Δημόσιος τομέας», ο οριοθετούμένος από τις διατάξεις του άρθρου 51 παρ. 1 του Ν. 1892/1990 (ΦΕΚΑ' 101) ή από άλλες ειδικές διατάξεις, όπως εκάστοτε ισχύουν, αποκλειομένων σε κάθε περίπτωση από αυτόν των ανωνύμων εταιρειών που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, οι οποίες υπάγονται στις ρυθμίσεις του Π.Δ. 81/2003.
δ) «Σύμβαση», η σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ή σύμβαση έργου ή άλλη σύμβαση ή σχέση που υποκρύπτει σχέση εξαρτημένης εργασίας.
ε) Όπου αναφέρεται ο όρος «επιχείρηση» ή «εκμετάλλευση» ή «εργοδότης» νοείται και η δημόσια υπηρεσία, το Ν.Π.Δ.Δ. ή ο φορέας με τον οποίο έχει συναφθεί η αντίστοιχη σύμβαση.
Aρθρο 4 Αρχή της μη διάκρισης 1. Όσον αφορά στους όρους και στις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν επιτρέπεται, εκ μόνου του λόγου ότι η σύμβαση τους είναι ορισμένου χρόνου, να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζόμενους αορίστου χρόνου. Κατ' εξαίρεση και μόνον επιτρέπεται διαφορετική αντιμετώπιση κάθε φορά που συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι, οι οποίοι την δικαιολογούν.
2. Η απαιτούμενη περίοδος προϋπηρεσίας σε σχέση με ιδιαίτερες συνθήκες απασχόλησης είναι η ίδια τόσο για τους εργαζόμενους ορισμένου χρόνου όσο και για τους εργαζόμενους αορίστου χρόνου, εκτός από την περίπτωση κατά την οποία για αντικειμενικούς λόγους δικαιολογείται διαφορετική διάρκεια της περιόδου προϋπηρεσίας.
Aρθρο 5 Διαδοχικές συμβάσεις 1. Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους η παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών.
2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ' εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης.
3. Η σύναψη διαδοχικών συμβάσεων γίνεται εγγράφως και οι λόγοι που την δικαιολογούν αναφέρονται ρητώς στη σύμβαση, εφόσον δεν προκύπτουν ευθέως από αυτήν. Κατ' εξαίρεση, ο έγγραφος τύπος δεν απαιτείται, όταν η ανανέωση της σύμβασης, λόγω του ευκαιριακού χαρακτήρα της απασχόλησης, δεν έχει διάρκεια μεγαλύτερη του ενός μηνός, εκτός αν ο έγγραφος τύπος προβλέπεται ρητά από άλλη διάταξη. Αντίγραφο της σύμβασης παραδίδεται στον εργαζόμενο εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών από την έναρξη της απασχόλησης του.
4. Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του επόμενου άρθρου.
Aρθρο 6 Ανώτατη διάρκεια συμβάσεων 1. Συμβάσεις που καταρτίζονται διαδοχικώς και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, απαγορεύεται να υπερβαίνουν τους είκοσι τέσσερις (24) μήνες σε συνολικό χρόνο διάρκειας της απασχόλησης, είτε συνάπτονται κατ' εφαρμογήν του προηγούμενου άρθρου είτε συνάπτονται κατ' εφαρμογήν άλλων διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας.
2. Συνολικός χρόνος διάρκειας απασχόλησης άνω των είκοσι τεσσάρων (24) μηνών επιτρέπεται μόνον σε περιπτώσεις ειδικών, από τη φύση και το είδος της εργασίας τους, κατηγοριών εργαζομένων που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία, όπως, ιδίως, διευθυντικά στελέχη, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται στο πλαίσιο συγκεκριμένου ερευνητικού ή οιουδήποτε επιδοτούμενου ή χρηματοδοτούμενου προγράμματος, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται για την πραγματοποίηση έργου σχετικού με την εκπλήρωση υποχρεώσεων που απορρέουν από συμβάσεις με διεθνείς οργανισμούς.
Aρθρο 7 Συνέπειες παραβάσεων 1. Οποιαδήποτε σύμβαση συνάπτεται κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 5 και 6 του παρόντος διατάγματος είναι αυτοδικαίως άκυρη.
2. Σε περίπτωση που η άκυρη σύμβαση εκτελέσθηκε εν όλω ή εν μέρει, καταβάλλονται στον εργαζόμενο τα οφειλόμενα βάσει αυτής χρηματικά ποσά, τυχόν δε καταβληθέντα δεν αναζητούνται. Ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα, για το χρόνο που εκτελέσθηκε η άκυρη σύμβαση εργασίας, να λάβει ως αποζημίωση το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως του. Εάν οι άκυρες συμβάσεις είναι περισσότερες, ως χρόνος για τον υπολογισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται η συνολική διάρκεια απασχόλησης με βάση τις άκυρες συμβάσεις. Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο καταλογίζονται στον υπαίτιο.
3. Όποιος παραβαίνει τις διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του παρόντος διατάγματος τιμωρείται με φυλάκιση (άρθρο 5 Ν. 1338/1983, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 5 του Ν. 1440/1984). Αν το αδίκημα διαπράχθηκε από αμέλεια, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους. Η ίδια παράβαση στοιχειοθετεί παράλληλα και σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα.
Aρθρο 8 Ενημέρωση και ευκαιρίες απασχόλησης 1. Οι εργοδότες ενημερώνουν τους εργαζόμενους ορισμένου χρόνου για κενές θέσεις που είναι διαθέσιμες στην επιχείρηση ή την εκμετάλλευση, ώστε να εξασφαλισθεί ότι έχουν τις ίδιες ευκαιρίες να διεκδικήσουν θέσεις απασχόλησης αορίστου χρόνου, όπως και άλλοι εργαζόμενοι.
2. Η ενημέρωση αυτή γίνεται μέσω γενικής ανακοίνωσης, η οποία αναρτάται σε κατάλληλο μέρος μέσα στην επιχείρηση ή την εκμετάλλευση, ή μέσω των οικείων συνδικαλιστικών οργάνων ή με οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο μέσο.
3. Στο μέτρο του δυνατού, και λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης για ομαλή λειτουργία της επιχείρησης, οι εργοδότες διευκολύνουν την πρόσβαση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου σε κατάλληλες ευκαιρίες κατάρτισης, ώστε να ενισχύονται οι δεξιότητες τους, η εξέλιξη της επαγγελματικής σταδιοδρομίας τους και η επαγγελματική κινητικότητα τους.
4. Οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 αυτού του άρθρου δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που συγκεκριμένες διατάξεις καθιερώνουν ειδικό τρόπο ενημέρωσης των εργαζομένων, όπως είναι ιδίως οι διατάξεις περί Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π).
Aρθρο 9 Ενημέρωση και διαβούλευση 1. Οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου συνυπολογίζονται για τον προσδιορισμό του κατώτατου ορίου εργαζομένων, πάνω από το οποίο μπορούν να συγκροτούνται μέσα στην επιχείρηση τα αντιπροσωπευτικά τους όργανα, τα οποία προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις.
2. Στο μέτρο του δυνατού, οι εργοδότες μεριμνούν για την παροχή κατάλληλης ενημέρωσης στα υπάρχοντα αντιπροσωπευτικά όργανα των εργαζομένων ορισμένου χρόνου στην επιχείρηση.
Aρθρο 10 Ειδικές Διατάξεις 1. Το παρόν διάταγμα δεν θίγει ρυθμίσεις ευνοϊκότερες για τους εργαζομένους εν γένει, καθώς και για τους εργαζομένους με αναπηρίες.
2. Το παρόν διάταγμα δεν θίγει τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις που αφορούν την ισότητα των φύλων στις εργασιακές σχέσεις.
Aρθρο 11 Μεταβατικές Διατάξεις ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β' Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση.
β) Ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδαφίου (α) να έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση. Προκειμένου περί συμβάσεων που έχουν συναφθεί με την Ελληνική Εταιρία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Ε.Τ.Α.Α), στο πλαίσιο εφαρμογής συγκεκριμένου προγράμματος, ως φορέας νοείται ο οικείος Ο.Τ.Α στον οποίο ο εργαζόμενος προσέφερε πραγματικά τις υπηρεσίες του.
γ) Το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά σε δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέροντα οποίο υπηρετεί ο φορέας αυτός.
δ) Ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να έχει παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση. Οι διαδοχικές συμβάσεις μειωμένου ωραρίου εργασίας συνιστούν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, συμβάσεις αορίστου χρόνου μειωμένης απασχόλησης αντίστοιχης με την αναγραφόμενη στην αρχική σύμβαση.Για τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά την προηγούμενη παράγραφο προϋποθέσεων, ο εργαζόμενος υποβάλλει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος, αίτηση προς τον οικείο φορέα, στην οποία αναφέρει τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών. Αρμόδιο όργανο να κρίνει αιτιολογημένα εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό και όπου δεν υπάρχει, το Διοικητικό Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κείμενη νομοθεσία. Στις δημοτικές ή κοινοτικές επιχειρήσεις αρμόδιο όργανο είναι, σε κάθε περίπτωση, το Δημοτικό ή Κοινοτικό Συμβούλιο του οικείου Ο.Τ.Α, ύστερα από εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου ή του διοικούντος οργάνου της επιχείρησης. Το κατά τα ανωτέρω αρμόδιο όργανο κρίνει περαιτέρω εάν στις συμβάσεις έργου ή άλλες συμβάσεις ή σχέσεις, υποκρύπτεται σχέση εξαρτημένης εργασίας. Η κατά τις ως άνω διατάξεις κρίση του αρμόδιου οργάνου ολοκληρώνεται το αργότερο εντός πέντε (5) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος.Οι κατά την παρ. 2 κρίσεις του αρμόδιων οργάνων, θετικές ή αρνητικές, διαβιβάζονται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), το οποίο αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από τη διαβίβαση σε αυτό των σχετικών κρίσεων.
4. Στις διατάξεις αυτού του άρθρου υπάγονται οι εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 3 περ. γ. του παρόντος διατάγματος, καθώς και στις δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις, αποκλειομένων σε κάθε περίπτωση των εργαζομένων σε ανώνυμες εταιρείες που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Οι διατάξεις αυτού του άρθρου δεν εφαρμόζονται στα απευθείας διοριζόμενα διευθυντικά στελέχη, το καθεστώς των οποίων, λόγω του είδους των καθηκόντων τους και των προνομίων που απολαμβάνουν, ρυθμίζεται από ειδικές κάθε φορά διατάξεις, καθώς και στο προσωπικό των εκτός Ελλάδος υπηρεσιών του Υπουργείου Εξωτερικών και στο προσωπικό των Γραφείων Τύπου και Επικοινωνίας στο εξωτερικό της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης, που προσλαμβάνεται επιτοπίως.
5. Στις διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβάνονται και οι συμβάσεις οι οποίες έχουν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος λογιζόμενες ως ενεργές διαδοχικές συμβάσεις ως την έναρξη ισχύος του παρόντος. Η προϋπόθεση του εδ. α της παρ. 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο λήξης της σύμβασης.
6. Κατ' εξαίρεση, και για λόγους κοινωνικής πρόνοιας που αφορούν στην επαγγελματική ένταξη των ατόμων με αναπηρίες κατ' εφαρμογή της παρ. 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, για τα άτομα με ποσοστό αναπηρίας 50% τουλάχιστον, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που εργάζονται στο πλαίσιο προγράμματος ένταξης του Ο.Α.Ε.Δ., αρκεί ο συνολικός χρόνος απασχόλησης του εδαφίου (α) της παρ. 1 του παρόντος άρθρου να είναι τουλάχιστον δεκαοκτώ (18) μήνες, ανεξαρτήτως ενδιάμεσων χρονικών διαστημάτων μεταξύ των συμβάσεων, εφόσον πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις κατά τα ανωτέρω.
Aρθρο 12 Έναρξη ισχύος Η ισχύς του παρόντος, αν δεν ορίζεται διαφορετικά σε επί μέρους διατάξεις, αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Στον Υπουργό Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης αναθέτουμε τη δημοσίευση και εκτέλεση του παρόντος Προεδρικού Διατάγματος.
************************ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ Π.Δ. 164/04 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΟΥΣ
Την εγκύκλιο εφαρμογής του προεδρικού διατάγματος υπ'αριθμ. 164/2004, απέστειλε την 2οή Ιουλίου 2004 το Υπουργείο Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, προς τις υπηρεσίες του δημόσιου τομέα. ΘΕΜΑ: Οδηγίες για την εφαρμογή του Προεδρικού Διατάγματος 164/2004 «Ρυθμίσεις για τους εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα»
Σας γνωστοποιούμε ότι στο ΦΕΚ 134/Α'/19-7-2004 δημοσιεύθηκε το Π.Δ. 164/2004 «Ρυθμίσεις για τους εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα».
Με το ανωτέρω Προεδρικό Διάταγμα προσαρμόζεται η ελληνική νομοθεσία, όσον αφορά στο προσωπικό με σύμβαση ορισμένου χρόνου του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, στις διατάξεις της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999.
Με την Οδηγία αυτή επιδιώκεται αφενός η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με την εφαρμογή της αρχής της μη διάκρισης σε σχέση με την εργασία αορίστου χρόνου και αφετέρου, η καθιέρωση ενός πλαισίου κανόνων για ν΄ αποτραπεί τυχόν κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, αντί αορίστου χρόνου.
ΕΚΤΑΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ Στις ρυθμίσεις του Π.Δ. 164/2004 υπάγεται το προσωπικό που συνδέεται με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ή σύμβαση έργου ή άλλη σύμβαση ή σχέση, η οποία υποκρύπτει σχέση εξαρτημένης εργασίας με φορείς του δημόσιου τομέα όπως αυτός περιγράφεται κατωτέρω :α) Δημόσιες υπηρεσίεςβ) Ν.Π.Δ.Δ., με εξαίρεση την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και την Επιτροπή Eποπτείας της Ιδιωτικής Ασφάλισης,γ) Κρατικές ή δημόσιες και παραχωρηθείσες επιχειρήσεις και οργανισμοί,δ) Νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου δημόσιου χαρακτήρα που επιδιώκουν κοινωφελείς ή άλλους δημόσιους σκοπούς.ε) Τράπεζες, εφόσον ανήκουν στο νομικό πρόσωπο του Δημοσίου, είτε στο σύνολό τους είτε κατά πλειοψηφία,στ) Θυγατρικές εταιρείες των Ν.Π.Δ.Δ. και Ν.Π.Ι.Δ. των περιπτώσεων β' και δ' αντιστοίχως,καθώς καιζ) Δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις.Δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω Π.Δ οι ανώνυμες εταιρείες που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών, καθώς και οι φορείς που βάσει ειδικών διατάξεων έχουν εξέλθει του δημόσιου τομέα, με εξαίρεση την περίπτωση ζ.
Επίσης, το Διάταγμα αυτό δεν εφαρμόζεται:I) Στις σχέσεις επαγγελματικής κατάρτισης και στις συμβάσεις ή σχέσεις μαθητείας.II) Στις συμβάσεις ή τις σχέσεις εργασίας οι οποίες έχουν συναφθεί στο πλαίσιο ειδικού προγράμματος κατάρτισης, ένταξης και επαγγελματικής επανεκπαίδευσης που υποστηρίζεται από τον ΟΑΕΔ, με εξαίρεση τα άτομα με αναπηρίες για τα οποία γίνεται λόγος κατωτέρω.III) Στις συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης του Ν.2956/2001. Πρόκειται για συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου που συνάπτονται μεταξύ μισθωτών και Εταιρειών Προσωρινής Απασχόλησης με σκοπό την παροχή εργασίας σε άλλον (τρίτο) εργοδότη.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΡΥΘΜΙΣΕΩΝ Το Π. Δ διακρίνεται σε δύο (2) Κεφάλαια.
Στο Κεφάλαιο Α' θεσπίζονται οι πάγιοι κανόνες, οι οποίοι θα διέπουν στο μέλλον τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου που συνάπτονται στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως περιγράφεται ανωτέρω. Σκοπός των κανόνων αυτών είναι να οριοθετήσουν κατά το δυνατόν σαφέστερα τις σχέσεις ή συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, με ταυτόχρονη πρόβλεψη κυρώσεων για την παραβίαση των κανόνων αυτών, ώστε το διαμορφούμενο νέο θεσμικό πλαίσιο ν΄ αποτελεί εγγύηση για την αποτροπή επανάληψης στο μέλλον του φαινομένου των συμβασιούχων ορισμένου χρόνου που εξυπηρετούν πάγιες ανάγκες των υπηρεσιών.
Στο Κεφάλαιο Β' αντιμετωπίζεται η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε από σχέσεις ή συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου κατά το διάστημα το οποίο μεσολάβησε από την τελική ημερομηνία (10-7-2002) ενσωμάτωσης στο εσωτερικό μας δίκαιο της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ έως την έναρξη ισχύος (19-7-2004) του Π. Δ. Ρυθμίζεται δηλαδή η υπηρεσιακή κατάσταση των ήδη απασχολουμένων με διαδοχικές συμβάσεις υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που αναλύονται στο σχετικό κεφάλαιο της εγκυκλίου αυτής.
ΜΕΡΟΣ Α' – ΠΑΓΙΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ (άρθρα 1-10)
1. ΓΕΝΙΚΑ
Με το Κεφάλαιο Α' του ΠΔ εισάγονται μέτρα για την αποτροπή της καταχρηστικής σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Οι διατάξεις του Κεφαλαίου αυτού ισχύουν από την ημερομηνία δημοσίευσης του Διατάγματος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ήτοι την 19-7-2004.Έννοια όρων του Διατάγματος:Ως σύμβαση νοείται η σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ή σύμβαση έργου ή άλλη σύμβαση ή σχέση που υποκρύπτει σχέση εξαρτημένης εργασίας.Ως διαδοχική σύμβαση νοείται η σύμβαση, όπως περιγράφεται ανωτέρω, που καταρτίζεται και εκτελείται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα διακοπής μικρότερο των τριών μηνών.
2. ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΗ ΣΥΝΑΨΗ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ (Άρθρα 5 & 6)
Γενική απαγόρευση: Διαδοχικές συμβάσεις κατά την ανωτέρω έννοια δεν επιτρέπεται να καταρτίζονται από τους φορείς που υπάγονται στο Διάταγμα αυτό.Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η σύναψη διαδοχικών συμβάσεων όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεις συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα του φορέα (αντικειμενικός λόγος).
Με την παρ. 3 του άρθρου 5 περιγράφεται ο έγγραφος τύπος και τα χαρακτηριστικά της διαδοχικής σύμβασης.
Με την παρ. 4 του ίδιου άρθρου προβλέπεται απαγόρευση για κατάρτιση διαδοχικών συμβάσεων, πέραν των τριών, προσμετρουμένης και της αρχικής σύμβασης.
Με το άρθρο 6 του Διατάγματος εισάγεται μία επιπλέον ασφαλιστική δικλείδα για την αποφυγή της κατάχρησης των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, οι οποίες συνάπτονται μεν διαδοχικώς (και μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας), χωρίς όμως να αποτελούν «διαδοχικές συμβάσεις» κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 (η επόμενη δηλ. σύμβαση συνάπτεται μεν με τον ίδιο εργοδότη και με τους ίδιους όρους εργασίας, αλλά με διάστημα διακοπής μεγαλύτερο των τριών μηνών από την προηγούμενη σύμβαση).Συγκεκριμένα, περιορίζεται ο συνολικός χρόνος διάρκειας των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, στους είκοσι τέσσερις (24) μήνες, ανεξάρτητα αν πρόκειται για «διαδοχικές» ή μη συμβάσεις, εφόσον καταρτίζονται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας.Οι υπηρεσίες και οι φορείς του δημόσιου τομέα θα πρέπει, επομένως, στο μέλλον, προκειμένου να καλύψουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες της υπηρεσίας ή του φορέα, να φροντίσουν για τη σύσταση και την πλήρωση κενών οργανικών θέσεων μονίμου προσωπικού ή την πρόσληψη προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου.
Από τις απαγορεύσεις της παρ. 4 του άρθρου 5 και της παρ. 1 του άρθρου 6 του Διατάγματος εξαιρούνται οι περιπτώσεις ειδικών κατηγοριών εργαζομένων, όπως ορίζει η παρ. 2 του άρθρου 6. Έτσι, επιτρέπεται κατ¨εξαίρεση, η σύναψη συμβάσεων ορισμένου χρόνου και πέραν του συνολικού χρόνου διάρκειας των 24 μηνών, εφόσον πρόκειται για περιπτώσεις ειδικών, από τη φύση και το είδος της εργασίας τους, κατηγοριών εργαζομένων που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία, όπως, ιδίως, διευθυντικά στελέχη, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται στο πλαίσιο συγκεκριμένου ερευνητικού ή οιουδήποτε επιδοτούμενου ή χρηματοδοτούμενου προγράμματος, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται για την πραγματοποίηση έργου σχετικού με την εκπλήρωση υποχρεώσεων οι οποίες απορρέουν από συμβάσεις με διεθνείς οργανισμούς, καθώς και άλλες κατηγορίες εργαζομένων που προβλέπονται ρητώς από την κείμενη νομοθεσία. Στον περιορισμό των 24 μηνών υπάγονται και οι απασχολούμενοι με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για κάλυψη εποχιακών, πρόσκαιρων, απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών, εκτός εάν κατ¨εξαίρεση και για συγκεκριμένους λόγους επιτρέπεται, από ειδική διάταξη νόμου, ο συνολικός χρόνος διάρκειας να υπερβαίνει τους 24 μήνες.
Οι περιορισμοί των άρθρων 5 και 6 αρχίζουν από τις 19-7-2004, ημερομηνία δημοσίευσης του Π.Δ. 164/2004 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.Η συνολική διάρκεια συμβάσεων 24 μηνών υπολογίζεται από την πρώτη (αρχική) σύμβαση που καταρτίζεται μετά την ισχύ του Διατάγματος αυτού, δηλαδή χωρίς να υπολογίζεται ο χρόνος των συμβάσεων που καταρτίσθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του Διατάγματος, έστω και αν είναι ενεργές κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του.
3. ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ – ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΑΠΟ ΑΚΥΡΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ (Άρθρο 7)
Με το άρθρο 7 περιγράφονται οι συνέπειες που προκύπτουν από τη σύναψη συμβάσεων,οι οποίες καταρτίζονται κατά παράβαση των άρθρων 5 και 6 του Π.Δ. 164/2004. Οι διατάξεις του άρθρου 7 του Διατάγματος θεσπίσθηκαν με σκοπό ν΄ αποτρέψουν στο μέλλον τα όργανα της Διοίκησης από την κατάρτιση καταχρηστικών συμβάσεων κατά την έννοια των άρθρων 5 και 6, με ταυτόχρονη όμως πρόβλεψη πλήρους αποζημίωσης για τους εργαζόμενους με άκυρη σύμβαση (λόγω παράβασης των διατάξεων του Διατάγματος).
Ειδικότερα:Ο εργαζόμενος δικαιούται τις αποδοχές για την άκυρη σύμβαση που εκτελέσθηκε. Τυχόν δε καταβληθέντα χρηματικά ποσά δεν αναζητούνται.Επίσης ο εργαζόμενος δικαιούται αποζημίωση, που ισούται με το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος συμβασιούχος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του.
Στα όργανα της Διοίκησης:α) Καταλογίζονται τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται στον εργαζόμενο, με τον οποίο έχει καταρτισθεί άκυρη σύμβαση.β) Επιβάλλονται ποινικές κυρώσεις σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 7 του ΠΔ, ήτοι φυλάκιση μέχρις ενός έτους αν το αδίκημα διαπράχθηκε από αμέλεια και μέχρι 5 ετών αν το αδίκημα διαπράχθηκε από δόλο.γ) Πειθαρχικές κυρώσεις : Οι ίδιες παραβάσεις στοιχειοθετούν παράλληλα σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα, που διώκεται σύμφωνα με το πειθαρχικό δίκαιο το οποίο διέπει το φορέα.
4. ΛΟΙΠΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ (Άρθρα 8-10)
Με τα άρθρα 8, 9 και 10 προβλέπεται υποχρέωση του εργοδότη να ενημερώνει τους εργαζόμενους για κενές θέσεις με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, ευκαιρίες κατάρτισης και επιμόρφωσης και για συμμετοχή των εργαζομένων ορισμένου χρόνου στα αντιπροσωπευτικά όργανα του φορέα.
ΜΕΡΟΣ Β'1. ΓΕΝΙΚΑ
Με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Β' ρυθμίζεται η υπηρεσιακή κατάσταση των απασχολούμενων με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ή σύμβαση έργου ή άλλη σχέση που υποκρύπτει σχέση εξαρτημένης εργασίας στο Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ., τους Ο.Τ.Α. α' και β' βαθμού καθώς και στους φορείς του δημόσιου τομέα όπως περιγράφονται στην «Έκταση Εφαρμογής» της εγκυκλίου αυτής.
2. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΥΠΑΓΩΓΗΣ ΣΤΙΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Β' ΤΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ (Άρθρο 11)
Για την υπαγωγή στις ρυθμίσεις του Κεφαλαίου Β' του Π.Δ. 164/2004 θα πρέπει οι συμβασιούχοι να πληρούν, αθροιστικά, τις παρακάτω προϋποθέσεις:
α. Ενεργό σύμβαση κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του Π.Δ. στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (19-7-2004). Επίσης περιλαμβάνονται και εκείνοι των οποίων η σύμβαση ή η σχέση έχει λήξει ή διακοπεί στο τελευταίο τρίμηνο πριν τη δημοσίευση του Π.Δ. ήτοι από 19-4-2004 μέχρι 18-7-2004.
β. Είκοσι τέσσερις (24) μήνες συνολική διάρκεια πραγματικής απασχόλησης, με μια τουλάχιστον ανανέωση, ή δέκα οκτώ (18) μήνες με τρεις (3) τουλάχιστον ανανεώσεις (πέραν από την αρχική σύμβαση) μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση. Ως αρχική σύμβαση νοείται η πρώτη μεταξύ των διαδοχικών συμβάσεων κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του Διατάγματος, δηλαδή η σύμβαση, μεταξύ της οποίας και της αμέσως επόμενης μεσολαβεί διάστημα διακοπής μικρότερο των τριών (3) μηνών.Για τη συμπλήρωση των 24 ή 18 μηνών αντίστοιχα, συνυπολογίζεται και ο χρόνος που διανύθηκε σ΄ εκτέλεση προσωρινής διαταγής δικαστηρίου ή απόφασης που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ή οριστικής ή τελεσίδικης δικαστικής απόφασης.Είναι αυτονόητο ότι, όταν το 24μηνο ή 18μηνο χρονικό διάστημα καλύπτεται από μία (1) μόνο σύμβαση, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 11 του Διατάγματος.
γ. Ο χρόνος διακοπής ανάμεσα σε δυο (2) συμβάσεις να είναι μικρότερος των τριών (3) μηνών.
δ. Ο συνολικός χρόνος απασχόλησης των είκοσι τεσσάρων (24) ή των δέκα οκτώ (18) μηνών, κατά περίπτωση, να έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως περιγράφονται στην αρχική σύμβαση.Κατ' εξαίρεση, προκειμένου για συμβάσεις που έχουν συναφθεί με την ΕΕΤΑΑ, στο πλαίσιο συγκεκριμένου προγράμματος, ως φορέας νοείται ο οικείος ΟΤΑ στον οποίο ο εργαζόμενος προσέφερε πραγματικά τις υπηρεσίες του.
ε. Το αντικείμενο της σύμβασης ν΄ αφορά δραστηριότητες που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του φορέα.στ. Ο συνολικός χρόνος της ανωτέρω περ. β' της εγκυκλίου αυτής (24 ή 18 μήνες κατά περίπτωση) μπορεί να έχει παρασχεθεί κατά πλήρες ή και μειωμένο ωράριο εργασίας, αλλά σε κάθε περίπτωση σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά που περιγράφονται στην αρχική σύμβαση.Οι απασχοληθέντες με μειωμένο ωράριο εργασίας, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις που προαναφέρθηκαν, θα καταλάβουν θέσεις με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου ΜΕΡΙΚΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ, αντίστοιχης του ωραρίου που αναγράφεται στην αρχική σύμβαση.
ζ. Ειδικότερα, για τις συμβάσεις έργου, ή άλλες συμβάσεις ή σχέσεις, θα πρέπει να κριθεί από τα αρμόδια όργανα των υπηρεσιών και των φορέων εάν με αυτές υποκρύπτεται σχέση εξαρτημένης εργασίας.
3. ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΩΝ
Οι εργαζόμενοι οφείλουν να υποβάλουν αίτηση εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών, από τη δημοσίευση του Π.Δ., ήτοι ως και τις 19 Σεπτεμβρίου 2004, στην οικεία υπηρεσία ή στο φορέα.Στην αίτησή τους οι εργαζόμενοι θα πρέπει ν΄ αναφέρουν όλα τα στοιχεία, από τα οποία προκύπτει ότι έχουν τις ως άνω προϋποθέσεις (προς διευκόλυνση των υπηρεσιών και φορέων επισυνάπτεται σχετικό υπόδειγμα).
4. ΠΟΙΑ ΟΡΓΑΝΑ ΔΙΑΠΙΣΤΩΝΟΥΝ ΤΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΤΩΝ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΩΝ
Όργανα τα οποία θα διαπιστώσουν αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παρ. 2 του Μέρους Β' της εγκυκλίου είναι:
α. Το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό. Όπου δεν υπάρχει Υπηρεσιακό Συμβούλιο, αρμόδιο να κρίνει είναι το Διοικητικό Συμβούλιο ή το συλλογικό όργανο διοίκησης του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό, σύμφωνα με τη νομοθεσία η οποία διέπει το νομικό πρόσωπο.
β. Για τις δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις, αρμόδιο όργανο είναι, σε κάθε περίπτωση, το Δημοτικό ή Κοινοτικό Συμβούλιο αντίστοιχα, του οικείου ΟΤΑ, που αποφαίνεται ύστερα από εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου ή του διοικούντος τον φορέα συλλογικού οργάνου.Η κρίση του αρμοδίου οργάνου θα πρέπει να ολοκληρωθεί μέσα σε προθεσμία το πολύ πέντε (5) μηνών από την έναρξη ισχύος του Π.Δ.
γ. Το ΑΣΕΠ, στο οποίο υποβάλλονται οι ανωτέρω κρίσεις των αρμοδίων οργάνων, θετικές ή αρνητικές. Το ΑΣΕΠ αποφαίνεται μέσα σε τρεις (3) μήνες από τη διαβίβαση σε αυτό των σχετικών κρίσεων των οικείων οργάνων και οι αποφάσεις του δεσμεύουν, σε κάθε περίπτωση, τους φορείς.Οι υπηρεσίες οφείλουν, μαζί με τις σχετικές κρίσεις των οικείων υπηρεσιακών συμβουλίων, να υποβάλουν στο ΑΣΕΠ συνοπτικό σημείωμα (σχετικό έντυπο θα αποσταλεί από το ΑΣΕΠ) ανά κατατασσόμενο, το οποίο να περιέχει όλα τα στοιχεία που προκύπτουν από την παρ. 1 του άρθρου 11 του Π. Δ και τεκμηριώνουν τη μετατροπή ή μη της σύμβασής του (αριθμό συμβάσεων, ημερομηνία έναρξης και λήξης αυτών, ειδικότητα, ωράριο απασχόλησης και λοιπούς όρους όπως περιγράφονται στη σύμβαση κλπ).Σημειώνεται ότι το έντυπο αυτό θα πρέπει να συνταχθεί με ιδιαίτερη προσοχή, δεδομένου ότι θα έχει ισχύ πιστοποιητικού της υπηρεσίας και ο υπάλληλος ευθύνεται για την ορθή αναγραφή των στοιχείων των συμβασιούχων.Το ΑΣΕΠ δύναται, σε κάθε περίπτωση, να ζητήσει από τις υπηρεσίες την υποβολή αριθμού φακέλων εργαζομένων προκειμένου να ελέγξει την ακριβή μεταφορά των στοιχείων των εργαζομένων.
5. ΠΟΙΟΙ ΦΟΡΕΙΣ ΥΠΑΓΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β' ΤΟΥ Π.Δ.
Στις διατάξεις του Κεφαλαίου Β' του Διατάγματος (άρθρο 11) υπάγονται οι εργαζόμενοι στους φορείς που αναφέρονται στην «Έκταση Εφαρμογής» της εγκυκλίου αυτής.
6. ΠΟΙΟΙ ΔΕΝ ΥΠΑΓΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ (άρθρο 11)
Οι διατάξεις του άρθρου 11 του Π.Δ164/2004, σύμφωνα και με τη Ρήτρα 2 της Κοινοτική Οδηγίας, δεν εφαρμόζονται:
α) Στις σχέσεις επαγγελματικής κατάρτισης και στις συμβάσεις ή σχέσεις μαθητείας.
β) Στις συμβάσεις ή τις σχέσεις εργασίας που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο ειδικού προγράμματος κατάρτισης, ένταξης και επαγγελματικής επανεκπαίδευσης το οποίο υποστηρίζεται από τον ΟΑΕΔ, με εξαίρεση τα άτομα με αναπηρίες για τα οποία γίνεται λόγος κατωτέρω.
γ) Στις συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης του Ν.2956/2001. Πρόκειται για συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου που συνάπτονται μεταξύ μισθωτών και Εταιρειών Προσωρινής Απασχόλησης, με σκοπό την παροχή εργασίας σε άλλον (τρίτο) εργοδότη.
δ) Σε ειδικές κατηγορίες εργαζομένων, και συγκεκριμένα στα διευθυντικά στελέχη που διορίζονται απευθείας στις θέσεις τις οποίες κατέχουν, στο προσωπικό των εκτός Ελλάδος υπηρεσιών του Υπουργείου Εξωτερικών και στο προσωπικό των Γραφείων Τύπου και Επικοινωνίας στο εξωτερικό της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης που προσλαμβάνεται επιτοπίως.
7. ΕΙΔΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΓΙΑ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΕΣ Για τα άτομα με αναπηρίες, εφόσον το ποσοστό αναπηρίας είναι τουλάχιστον 50%, ο συνολικός χρόνος απασχόλησης για την υπαγωγή τους στις ρυθμίσεις του άρθρου 11 αρκεί να είναι τουλάχιστον δέκα οκτώ (18) μήνες, ανεξάρτητα από το διάστημα διακοπής ανάμεσα στις συμβάσεις, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις όπως περιγράφονται στις περιπτώσεις (δ) έως (ζ) της παραγράφου 2 του Μέρους Β' της εγκυκλίου.
Επίσης, τα άτομα αυτά υπάγονται στις ρυθμίσεις του άρθρου 11 του Διατάγματος ακόμη και αν εργάζονται στο πλαίσιο προγράμματος ένταξης του ΟΑΕΔ. Το ποσοστό αναπηρίας θα πρέπει να προκύπτει από βεβαίωση, όπως αυτή προβλέπεται από το άρθρο 7 του Ν.2643/1998, την οποία οφείλουν οι εργαζόμενοι να υποβάλουν με την αίτησή τους.Το Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης εγκαίρως θα προωθήσει ρύθμιση για τη σύσταση των θέσεων για την κάλυψη των διαπιστωθεισών παγίων και διαρκών αναγκών, τις οποίες (θέσεις) και θα καταλάβουν όσοι κριθoύν από τα αρμόδια όργανα και το ΑΣΕΠ ότι έχουν τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του Π. Δ.Εξυπακούεται ότι για την κατάληψη οργανικής θέσης με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου θα πρέπει να συντρέχουν στο πρόσωπο του κατατασσόμενου τα γενικά προσόντα πρόσληψης που προβλέπονται από τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα, προκειμένου για το δημόσιο και Ν.Π.Δ.Δ. ή από τις ειδικές διατάξεις που διέπουν κάθε φορέα (ελληνική ιθαγένεια ή ιθαγένεια κράτους μέλους της Ε.Ε, να μην υπάρχει ποινική καταδίκη κατά την κείμενη νομοθεσία κλπ).Τυχόν ερωτήματα που θα ανακύψουν από την εφαρμογή των διατάξεων του Διατάγματος αυτού θα πρέπει να υποβάλλονται στην οικεία Νομική Υπηρεσία ή στη Νομική Υπηρεσία του εποπτεύοντος Υπουργείου.Θα πρέπει οι υπηρεσίες των Υπουργείων να λάβουν υπόψη τους ότι η Γενική Γραμματεία Δημόσιας Διοίκησης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. δεν ασκεί ρόλο Διεύθυνσης Διοικητικού για όλους τους φορείς του Δημόσιου Τομέα, αλλά δίνει γενικές οδηγίες και κατευθύνσεις για ενιαία αντιμετώπιση των θεμάτων που ανακύπτουν από τις διατάξεις που προωθεί.Σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις και για γενικότερα θέματα οι υπηρεσίες των Υπουργείων ή άλλων φορέων, και αφού προηγουμένως εξαντλήσουν τις προηγούμενες ενέργειες, θα μπορούν ν΄ απευθύνονται με συγκεκριμένο έγγραφο ερώτημα στο ΥΠΕΣΔΔΑ (Διεύθυνση Προσωπικού Ιδιωτικού Δικαίου, Βασ. Σοφίας 15, 106 74 Αθήνα).
Τα Υπουργεία παρακαλούνται να κοινοποιήσουν άμεσα την εγκύκλιο αυτή στα Ν.Π.Δ.Δ. και Ν.Π.Ι.Δ. που εποπτεύουν.
Η Διεύθυνση Οργάνωσης και Λειτουργίας Ο.Τ.Α. του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. παρακαλείται να γνωστοποιήσει το περιεχόμενο την εγκυκλίου αυτής στους Ο.Τ.Α. α' και β' βαθμού.
Αθήνα, 20 Ιουλίου 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.