Η Ελλάδα έχει μπει στο επίκεντρο του διεθνούς πολιτικού ενδιαφέροντος εδώ και αρκετό καιρό, ενώ την προσοχή κάποιων μοιάζει να συγκεντρώνει τα τελευταία χρόνια και ο σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός.
Τι ακριβώς συμβαίνει, όμως, σήμερα στον χώρο της διδασκαλίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας στα πανεπιστήμια του εξωτερικού; Πρόκειται για ένα αφανές πολιτισμικό κεφάλαιο, που έχουμε συχνά την τάση να παραβλέπουμε ή και να λησμονούμε. Ένα κεφάλαιο, το οποίο παρά τις τεράστιες δυσκολίες που αντιμετωπίζει καθημερινά, δεν έχει πάψει να προβάλλει με δημιουργικό πείσμα την Ελλάδα στην Ευρώπη και τον κόσμο.
Τέσσερις διακεκριμένοι νεοελληνιστές, Έλληνες και ξένοι, μιλούν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για την ιστορία, αλλά και για το παρόν και το μέλλον των νεοελληνικών σπουδών σε μιαν εξαιρετικά κρίσιμη εποχή.
«Το πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ έχει μακρά παράδοση στην ανάδειξη της συνέχειας του ελληνισμού» λέει ο Δημήτρης Τζιόβας, καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Κέντρο Βυζαντινών, Οθωμανικών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ: «Η παράδοση αυτή ξεκίνησε με τον καθηγητή της κλασικής φιλολογίας Τζορτζ Τόμσον, ο οποίος πρωτοστάτησε στην ίδρυση θέσεων διδασκαλίας για τις βυζαντινές και νεοελληνικές σπουδές, καθώς και τον Νικολάι Μπαχτίν (αδελφό του Μιχαήλ Μπαχτίν), ο οποίος δίδαξε την ελληνική γλώσσα στο πανεπιστήμιο στη δεκαετία του 1930 και φιλοξένησε στο περιοδικό του κείμενα για τον Σεφέρη, τον Παλαμά και τον Καβάφη και άλλους. Τα τελευταία χρόνια οργάνωσα τέσσερα διεθνή συνέδρια τα οποία είχαν τεράστια επιτυχία και συγκέντρωσαν ομιλητές από τρεις ηπείρους και πολλούς επιστημονικούς κλάδους. Το σπουδαιότερο είναι ότι οι καλύτερες από τις εισηγήσεις σε αυτά τα συνέδρια δημοσιεύτηκαν, κατάλληλα επεξεργασμένες και με δική μου επιμέλεια, σε τόμους οι οποίοι αναδείχθηκαν σε βιβλία αναφοράς και αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε πολλές βιβλιοθήκες ανά τον κόσμο. Τα συνέδρια αφορούσαν καίρια ζητήματα της ελληνικής λογοτεχνίας, του πολιτισμού και της κοινωνίας αλλά πάντα με μια διεθνή διάσταση. H σειρά Birmingham Modern Greek Translations, που ξεκίνησε το 1995, περιλαμβάνει αγγλικές μεταφράσεις κλασικών κειμένων της νεοελληνικής λογοτεχνίας όπως του Kαρυωτάκη, του Δημήτρη Xατζή, του Στρατή Δούκα και του Γιάννη Σκαρίμπα αλλά και νεώτερων συγγραφέων όπως του Xάρη Bλαβιανού, του Σωτήρη Δημητρίου, του Mένη Kουμανταρέα, του Μισέλ Φάις. Υπάρχουν σχέδια και για άλλες μεταφράσεις αλλά αυτές απαιτούν χρηματοδότηση. Οι προοπτικές, εντούτοις, για το μέλλον είναι ζοφερές γιατί η τάση είναι προς μεγαλύτερα αντικείμενα και προγράμματα σπουδών και αυτό επηρεάζει όλα τα μικρά αντικείμενα».
Η συνάντηση της Γερμανίας με τις σπουδές του νέου ελληνισμού συνέβη μέσα στον 19ο αιώνα κατά τη διασταύρωση της κλασικιστικής ελληνολατρείας και του φιλελληνισμού με το ρομαντικό λαογραφικό ενδιαφέρον, σημειώνει ο Μίλτος Πεχλιβάνος, καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου:
«Η πρώτη ανολοκλήρωτη απόπειρα θεσμικής εδραίωσης των νεοελληνικών σπουδών χρονολογείται στο Βερολίνο ήδη το 1840, όταν ο Johannes Franz ανέλαβε τη διδασκαλία και της νεοελληνικής γλώσσας από κοινού με εκείνη της κλασικής φιλολογίας. Ότι το ενδιαφέρον των Πρώσων για τη νεώτερη Ελλάδα συνδεόταν με τη διπλωματική και εμπορική διείσδυση του γερμανικού Ράιχ στην Ανατολή, καθίσταται σαφές από το ότι η διδασκαλία πέρασε στη συνέχεια στη Σχολή Ανατολικών Γλωσσών, όπου δίδαξε από το 1888 ο Κρητικός Ιωάννης Μητσοτάκης, καθηγητής μεταξύ άλλων και της πριγκίπισσας Σοφίας, μετέπειτα βασίλισσας της Ελλάδας. Οι τύχες των νεοελληνικών σπουδών συνδέθηκαν έκτοτε στενά με εκείνες των βυζαντινών, που είχαν στο μεταξύ στη Γερμανία αυτονομηθεί από την κλασική φιλολογία, στη βάση του παραδείγματος του Karl Krumbacher και του Πανεπιστημίου του Μονάχου. Θα χρειαστεί να περιμένουμε τον φθίνοντα 20ό αιώνα για να ιδρυθεί αυτόνομη έδρα νεοελληνικών σπουδών σε πανεπιστήμιο του Βερολίνου, αυτή τη φορά στο Freie Universität, πρώτος κάτοχος της οποίας υπήρξε ο Κ. Α. Δημάδης».
Η Έδρα Νεοελληνικών Σπουδών στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, η μοναδική στα πανεπιστήμια της πόλης, υφίσταται βάσει διμερούς ελληνογερμανικής συμφωνίας, αν και η συγχρηματοδότησή της από την ελληνική πλευρά έχει εν μέρει ανασταλεί τα τελευταία χρόνια:
«Αν δεν σφάλλω, η διυπουργική ελληνική επιτροπή για τις έδρες νεοελληνικών σπουδών του εξωτερικού έχει να συγκληθεί από το 2009. Παρά ταύτα προσφέρουμε σήμερα στο Βερολίνο διδακτικά προγράμματα που παρέχουν αυτοτελές δίπλωμα τριετών προπτυχιακών, διετών μεταπτυχιακών και τριετών διδακτορικών σπουδών. Η έδρα του Βερολίνου επιχειρεί να εκφράσει μια πολυπρισματική αντίληψη για τις σπουδές της νεοελληνικής γλώσσας, ιστορίας και λογοτεχνίας. Κατά την εκτίμησή μας ο παραγωγικότερος δρόμος είναι να πολλαπλασιάσουμε τις οπτικές γωνίες μέσω των οποίων μπορούν να προσεγγίσουν οι φοιτητές μας τις σπουδές τους, να αναδείξουμε δηλαδή τον διαπολιτισμικό πλούτο των σπουδών του νέου ελληνισμού και την εγγενή διεπιστημονική τους σύσταση. Επειδή πάντως οφείλουμε να είμαστε πραγματιστές, ας μην ξεχνάμε πως οι σπουδές τη σημερινή εποχή έχουν αναπόφευκτα και τον χαρακτήρα επαγγελματικής κατάρτισης. Ειδικότερα για τη Γερμανία, με ισχυρή την παράδοση της ελληνικής μετανάστευσης, οι έδρες νεοελληνικών σπουδών θα είχαν έναν σημαντικό ρόλο να διαδραματίσουν: την κατάρτιση εκείνων των εκπαιδευτικών που θα διδάξουν την ελληνομάθεια στα δίγλωσσα ελληνογερμανικά σχολεία. Αυτό βέβαια θα απαιτούσε έναν σχεδιασμό από μεριάς της ελληνικής πολιτείας, η οποία εξακολουθεί πάντως να επιλέγει τη λύση της απόσπασης πλήθους εκπαιδευτικών από την Ελλάδα για να καλυφθούν οι ανάγκες αμιγώς κατά κανόνα ελληνικών σχολείων της Γερμανίας. Είναι αυτονόητο πως η κοστοβόρος αυτή πολιτική, η οποία εκτός των άλλων εμποδίζει την ουσιαστική ένταξη των μαθητών στο πολύγλωσσο ευρωπαϊκό περιβάλλον, πρέπει να τύχει άμεσης επανεξέτασης».
Ποιες είναι οι προβλέψεις για το μέλλον; «Η πρόσφατη κρίση στις ελληνογερμανικές σχέσεις έχει καταστήσει την Ελλάδα περισσότερο ορατή στην ευρύτερη γερμανική δημόσια σφαίρα. Καθώς δεν πρέπει να ξεχνάμε πως και η αρνητική διαφήμιση παραμένει διαφήμιση, οι έδρες των νεοελληνικών σπουδών οφείλουν να ανταποκριθούν στις νέες αυτές πραγματικότητες. Οι δραστηριότητες της έδρας του Βερολίνου έχουν έτσι ενισχυθεί και διευρυνθεί σημαντικά από το 2014, με την ίδρυση του Κέντρου Νέου Ελληνισμού χάρη στην υποστήριξη του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος και του Freie Universität. Οι προτεραιότητες συνίστανται στη δημιουργία και ενίσχυση επιστημονικών και πολιτιστικών δικτύων, καθώς και στην προώθηση στη Γερμανία της ελληνικής λογοτεχνίας ή μελετών σχετικών με την ελληνική πολιτισμική ιστορία μέσω της ψηφιακής βιβλιοθήκης και του εκδοτικού προγράμματος Edition Romiosini. Στους επόμενους μήνες προγραμματίζουμε επί παραδείγματι την έκδοση των ''Ακυβέρνητων Πολιτειών'' του Στρατή Τσίρκα, της μονογραφίας του Γιάννη Βούλγαρη για τη Μεταπολίτευση ή της Ρίκας Μπενβενίστε για τους επιζώντες του Ολοκαυτώματος. Σε συνεργασία άλλωστε με το κέντρο τεκμηρίωσης για τον εθνικοσοσιαλισμό στο Βερολίνο "Τοπογραφία του Τρόμου" συνδιοργανώνουμε αυτό το φθινόπωρο μια σειρά ομιλιών για τη γερμανική Κατοχή στην Ελλάδα και το επίδικο ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων».
Η Ιταλία διατηρεί στενές σχέσεις με την Ελλάδα και τον πολιτισμό της ήδη από την Αναγέννηση» παρατηρεί ο Maurizio de Rosa, νεοελληνιστής και μεταφραστής, που δημοσίευσε φέτος το βιβλίο «Bella Come I Greci», μια ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας από το 1880 μέχρι τις ημέρες μας (εκδόσεις Universitalia):
« Η Ιταλία ήταν, μέχρι πριν λίγα χρόνια, η ευρωπαϊκή χώρα με τις περισσότερες έδρες νεοελληνικών σπουδών, με εξέχουσες τις έδρες στο Παλέρμο, στη Ρώμη, στο Βιτέρμπο (όπου ήταν καθηγητής ο Μάριο Βίττι), στη Βενετία και στην Τεργέστη». Ποιο είναι το σημερινό καθεστώς; «Οι νεοελληνικές σπουδές υφίστανται τη γενικότερη συρρίκνωση των ανθρωπιστικών και λογοτεχνικών σπουδών σε πανεπιστημιακό επίπεδο λόγω των αλλεπάλληλων μεταρρυθμίσεων των τελευταίων ετών καθώς επίσης λόγω της υποβάθμισής τους στη συνείδηση του κόσμου. Παρ' όλα αυτά δεν λείπουν κάποια φωτεινά σημεία. Καταρχάς το ενδιαφέρον των φοιτητών εξακολουθεί να είναι μεγάλο και εκεί όπου λειτουργούν έδρες και προσφέρονται μαθήματα νεοελληνικής γλώσσας η ανταπόκριση είναι κατά κανόνα πολύ ικανοποιητική. Πολύ σημαντική επίσης είναι η πρωτοβουλία του Κριστιάνο Λουτσιάνι, καθηγητή νεοελληνικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης ''Τορ Βεργκάτα'' με τις εκδόσεις Universitalia. Εκτός πανεπιστημίου διοργανώνονται πολλά μαθήματα ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού από τοπικούς συλλόγους και ελληνικές κοινότητες ενώ τα τελευταία χρόνια αυξάνει το ενδιαφέρον του εκδοτικού κόσμου για τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Η μεγαλύτερη πρόκληση των νεοελληνικών σπουδών στην Ιταλία σήμερα αφορά το οικονομικό: τα πανεπιστήμια πλέον χρηματοδοτούνται ελάχιστα από το κράτος και η ανάγκη για χορηγίες, εγχώριες και από το εξωτερικό, είναι μεγάλη. Έχω επαφή με φοιτητές σε σεμινάρια και μαθήματα μετάφρασης, οι οποίοι ως επί το πλείστον ζητούν λιγότερη ιστορία της λογοτεχνίας και φιλολογία και περισσότερη ιστορία, κοινωνιολογία, πολιτική ιστορία και ιστορία των θεσμών της σύγχρονης Ελλάδας, στο πλαίσιο συγκριτικών σπουδών και της ιστορίας των Βαλκανίων και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Πρόκειται για μεγάλη αλλαγή προοπτικής που ανοίγει νέους ορίζοντες».
Και από την Ευρώπη στον Καναδά. Ο Ζακ Μπουσάρ, καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο γαλλόφωνο Πανεπιστήμιο του Μοντρεάλ, ξετυλίγει την ιστορία τους: «Οι νεοελληνικές σπουδές άρχισαν εδώ και περίπου 55 χρόνια στο Πανεπιστήμιο ΜcGill με την 'Αννα Φαρμακίδου. Τότε ανήκαν στο Τμήμα Κλασικών Σπουδών. Η Φαρμακίδου κατάφερε να μαζέψει αρκετά λεφτά για να ιδρυθεί μια έδρα χωρίς να προτείνει αυτοτελές πρόγραμμα. Πρώτος κάτοχος της έδρας ήμουν εγώ. Σήμερα είναι ο Τάσος Αθανασιάδης. Στο γαλλόφωνο Πανεπιστήμιο του Μοντρεάλ το πρόγραμμα νεοελληνικών σπουδών άρχισε και καλύπτει γλώσσα, φιλολογία, λογοτεχνική μετάφραση, κινηματογράφο και ιστορία». Παρόλα αυτά, οι νεοελληνικές σπουδές δεν έχουν πλέον μεγάλη απήχηση στον Καναδά: «Υπάρχουν μόδες στην εκμάθηση των γλωσσών. Σήμερα ελκύουν τα κινέζικα αντί για τα ελληνικά και η παρακμή των κλασικών σπουδών δεν βοηθάει. Το Πανεπιστήμιο του Μοντρεάλ, πάντως, έχει ετοιμάσει αρκετούς φοιτητές που έκαναν υπό την εποπτεία μου μεταπτυχιακά ή διδακτορικό Νεοελληνκής Φιλολογίας». Και η οικονομική κατάσταση; «Το Ίδρυμα Ωνάση μάς ενισχύει οικονομικά. Έχουμε άριστες σχέσεις με την ελληνική κοινότητα - οι Έλληνες είναι περίπου 70.000 ή 80.000 στο Μοντρεάλ, όπου διδάσκω 43 χρόνια. Πρέπει να εξασφαλίσουμε τη συνέχεια με μια συνεργασία με το υπουργείο Παιδείας. Κάθε χρόνο θα μπορούσε να έρχεται ένας καθηγητής από την Ελλάδα με άδεια για να κάνει τα φιλολογικά και το μάθημα λογοτεχνικής μετάφρασης».
Πηγή: http://www.enikos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.