Αν ο καθένας διερωτηθεί τι είναι προσαρμογή, τότε θα καταλάβουμε γιατί και το σημείο αυτό είναι το πιο δύσκολο, και πόσο δύσκολο είναι, ακριβώς, να αποφανθούμε αν ένα παιδί προσαρμόστηκε ή όχι ικανοποιητικά.
Όταν μιλούμε γενικά για προσαρμογή, πιθανόν αυτό να μην είναι δύσκολο. Όταν, όμως, το να αποφασίσουμε, να πούμε κατά πόσο προσαρμόστηκε ή όχι ικανοποιητικά στο σχολικό χώρο ένα παιδί, τη λήψη σοβαρών αποφάσεων για τον περαιτέρω χειρισμό και το μέλλον του, αντιλαμβάνεστε ότι κάποιος θα πρέπει να σκεφτεί διπλά και τριπλά για το τι είναι προσαρμογή και με ποια κριτήρια αποφαίνεται ότι ένα παιδί προσαρμόστηκε ή όχι, όπως είπα προηγουμένως, ικανοποιητικά
Από ψυχολογικής άποψης η πεμπτουσία της προσαρμογής είναι η ικανότητα του ατόμου να ταυτιστεί με έναν ή με κάποιον κοινωνικό ρόλο. Στη δική μας περίπτωση ο κοινωνικός ρόλος με τον οποίο το παιδί θα πρέπει να ταυτιστεί είναι εκείνος του μαθητή.
Να πούμε, σε συντομία, τι περικλείει ο όρος τούτος με απλά λόγια. Βασικά τι αναμένεται. Αναμένεται το παιδί να μάθει να αποδέχεται τους κανόνες που διέπουν τη λειτουργία του σχολικού συστήματος, να μπορεί να ανταποκρίνεται στις απαντήσεις που τίθενται από το σύστημα αυτό, να μπορεί να περιορίζει την ικανοποίηση των ατομικών του αναγκών και, κατά συνέπεια, να μπορεί να συναναστρέφεται εποικοδομητικά με τους άλλους ανθρώπους, εννοείται με τους ενήλικες, τους δασκάλους και με τα παιδιά, τους συμμαθητές του.
Για να μπορέσει να ανταποκριθεί το παιδί ικανοποιητικά στις απαιτήσεις αυτές, θα πρέπει να διαθέτει την απαιτούμενη γνωστική, αλλά και συναισθηματική ωριμότητα. Ξέρουμε, όμως πως το σύστημα διαμορφώνει τις απαιτήσεις του στη βάση γενετικών δεδομένων και υποθέσεων, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις ατομικές διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των παιδιών και τις διαφορές σε ό,τι αφορά την κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική τους καταγωγή.
Με την απλή αυτή ανάλυση των πραγμάτων αντιλαμβανόμαστε σε ποια θέση βρίσκονταν τα παιδιά με αναπηρίες, όταν κατά τον έναν ή τον άλλον τρόπο εντάσσονται στο σχολείο. Επιπρόσθετα, όμως, θα πρέπει να προβάλουμε ακόμα μια άλλη διάσταση της προσαρμογής. Συχνά όλοι αντιλαμβανόμαστε την προσαρμογή σαν μια έννοια στατική. Η προσαρμογή, όμως, του ατόμου από την αρχή της ύπαρξής του ήταν και παραμένει διαδικασία δυναμική. Η σχέση του ατόμου με το περιβάλλον του είναι και δραστήρια και ενεργητική. Δεν προσαρμόζεται μόνο αλλά και προσαρμόζει το περιβάλλον με τον ίδιο του τον εαυτό. Στην περίπτωση του σχολείου, η διάσταση αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία, γιατί με τον τρόπο αυτό, νοουμένου ότι επιτρέπουμε στο παιδί να ενεργεί με τον τρόπο αυτό, καλλιεργούμε ανθρώπους δραστήριους και ενεργητικούς.
Θα μπορούσαμε, λοιπόν, με την έννοια αυτή να πούμε ότι υπάρχουν δύο βασικές ομάδες οι οποίες συμβάλλουν στην προσαρμογή των παιδιών στο σχολικό χώρο, στη δική μας περίπτωση των παιδιών με αναπηρίες.
Στην πρώτη ομάδα θα μπορούσαμε να εντάξουμε τους παράγοντες εκείνους για τους οποίους ήδη έγινε αναφορά, οι οποίοι αναφέρονται στις ατομικές ιδιότητες των παιδιών. Εδώ βλέπουμε πως τα παιδιά με αναπηρίες ασφαλέστατα βρίσκονται σε δυσμενή θέση σε σχέση με τα συνομήλικά τους. Γιατί ξέρουμε ότι πολλές από τις σημαντικές ικανότητες που είναι απαραίτητες για την προσαρμογή στο σχολείο, όπως λειτουργεί εννοείται σήμερα, είναι επηρεασμένες από την αναπηρία τους.
Ασφαλέστατα πολύ σημαντικό ρόλο παίζει, κι αυτό πρέπει να το διευκρινίσουμε, το είδος της αναπηρίας, πώς αυτή επηρεάζει τις ατομικές ικανότητες του παιδιού, πόσο το παιδί και η οικογένεια τον είχε αποδεχτεί.
Στη δεύτερη ομάδα των παραγόντων κατατάσσονται όλες εκείνες οι προϋποθέσεις που πρέπει να δημιουργηθούν και να αναπτυχθούν μόνο εκ μέρους του σχολείου, αλλά και εκ μέρους ολόκληρου του εκπαιδευτικού συστήματος, ώστε να διευκολυνθεί η προσαρμογή των παιδιών με αναπηρίες στο σχολείο.
Θα ξεκινήσω με την πρώτη προϋπόθεση που ονομάζεται ή λέγεται ή αναφέρεται ως φιλοσοφία ένταξης ή προσαρμογής των παιδιών με αναπηρίες στο σχολείο. Έχει άμεση σχέση με το ποια φιλοσοφία χαρακτηρίζει την ένταξη που λαμβάνει χώρα σ’ ένα συγκεκριμένο κράτος ή σε μια συγκεκριμένη χώρα. Όπου υπάρχει αντίληψη πως τα παιδιά ανήκουν μόνο στην Ειδική Εκπαίδευση, τότε θεωρώ ότι ούτε ένταξη γίνεται αλλά ούτε και εύκολη προσαρμογή επιτυγχάνεται. Ο λόγος είναι απλός. Αν ορίσουμε την ένταξη ως την πρακτική εκείνη με την οποία παρέχεται στα παιδιά με αναπηρίες η ευκαιρία να αλληλεπιδράσουν, να μάθουν και να εκπαιδευτούν μαζί με άλλα παιδιά σ’ ένα φυσιολογικό περιβάλλον που τους παρέχει πλήρη ερεθίσματα και το οποίο προωθεί και ενισχύει την ανάπτυξή τους, τότε απλά και μόνο η αντίληψη, ότι τα παιδιά με αναπηρίες ανήκουν μόνο ή κατά αποκλειστικότητα στην Ειδική Εκπαίδευση, αναιρεί τη βασική φιλοσοφία της ένταξης.
Συνεπώς, είναι ουσιώδους σημασία να διαμορφωθεί συγκεκριμένη φιλοσοφία στη βάση της οποίας θα αναπτυχθεί και η ακολουθητέα πρακτική, μια πρακτική που θα πρέπει να στηρίζεται στην αντίληψη πως στην προσαρμογή των παιδιών με αναπηρίες στο σχολείο συμβάλλουν όλοι όσοι εμπλέκονται ακριβώς στη λειτουργία του σχολείου ή του σχολικού συστήματος. Δηλαδή, ο οικείος επιθεωρητής ειδικής εκπαίδευσης, ο διευθυντής του σχολείου, όλο το προσωπικό, αλλά και άλλα άτομα που εργάζονται στο χώρο του σχολείου και παρεμπιπτόντως θα ανάφερα εδώ πως ο ρόλος του ειδικού δασκάλου, στα πλαίσια μιας φιλοσοφίας για ένταξη, θα πρέπει να αναβαθμιστεί και να αποτελεί ως πρόσωπο περισσότερο αναφοράς παρά ως άτομο που διδάσκει εξατομικευμένη ή ατομικά κάποια παιδιά.
Ο δεύτερος παράγοντας είναι η υλικοτεχνική υποδομή. Ήδη έχει γίνει αναφορά στην υλικοτεχνική υποδομή και τη σημασία της, αλλά εδώ μιλούμε το πώς είναι κτισμένα τα σχολεία, το μέγεθος των σχολείων, ο αριθμός των παιδιών στις τάξεις και ούτω καθεξής.
Η τρίτη προϋπόθεση είναι η ενημέρωση, η ευαισθητοποίηση και η επιμόρφωση του προσωπικού του σχολείου.
Τέταρτη προϋπόθεση, ο συντονισμός της τάξης με τους ειδικούς δασκάλους των παιδιών με αναπηρίες.
Η πέμπτη προϋπόθεση είναι η στοχοθέτηση, οι στόχοι που τίθενται να είναι σαφείς και ευέλικτοι για το κάθε παιδί.
Η έκτη προϋπόθεση είναι η αποδοχή της αναπηρίας εκ μέρους των γονιών. Η προσαρμογή των παιδιών με αναπηρίες στο σχολείο ξέρουμε ότι διευκολύνεται ή δυσχεραίνεται ανάλογα με το βαθμό που οι γονείς έχουν αποδεχθεί την αναπηρία του παιδιού τους. Φυσικά, η αποδοχή μιας αναπηρίας πρέπει να ξέρουμε πολύ καλά ότι δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Γι’ αυτό και χρειάζεται η ειδική βοήθεια στους γονείς να ξεπεράσουν τα συναισθήματα ματαίωσης με το που γεννήσουν ένα παιδί με αναπηρία. Πρέπει να πούμε ότι δε θα πρέπει να θεωρήσουμε τους εαυτούς μας υπερήφανους σε ό,τι αφορά το θέμα αυτό
Πηγή: http://www.tharrosnews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.