Ο θηρευτής της νύχτας.
Στην ιρλανδική και σκωτσέζικη μυθολογία η λέξη «banshee» αναφέρεται σε ένα θηλυκό πνεύμα, του οποίου ο σπαρακτικός θρήνος και οι κραυγές προειδοποιούν για έναν επικείμενο θάνατο σε ένα σπίτι.
Συνήθως περιγράφεται ως άσχημο και δυσάρεστο στην όψη πνεύμα, το οποίο είναι «ντυμένο» στα λευκά ή γκρι.
Το θηλυκό αυτό πνεύμα δεν ευθύνεται για τους θανάτους, αντίθετα λειτουργεί ως «κακός οιωνός» και προάγγελος του θανάτου.
Πολλές φορές εμφανίζεται ως μια όμορφη γυναίκα, η οποία κλαίει γοερά αντί να τσιρίζει, εξαιτίας της αναστάτωσης που νιώθει για τον επερχόμενο θάνατο και τρίβει τη ματωμένη της ρόμπα σε ένα ποτάμι, φτιάχνοντας τα μαλλιά της με μια ασημένια χτένα.
Πώς συνδέεται η κουκουβάγια με το μύθο
Ο Matt Simon γράφει στο Wired ότι ένας τρόπος για να «αποδείξει» κανείς την ύπαρξη του πνεύματος αυτού είναι να ακολουθήσει τα εξής βήματα: «τοποθετήστε έναν ποντικό σε ένα κλουβί στο προαύλιό σας. Όταν ακούσετε τις κραυγές του “banshee” και το θόρυβο από το κελί, ανάψτε τα φώτα. Αυτό που θα αντικρίσετε θα είναι ένα από τα πιο μεγαλοπρεπή πλάσματα της Φύσης: μια κουκουβάγια (τυτώ)».
Το πλάσμα αυτό έχει μια απίθανη, σχεδόν σαν φάντασμα όψη, και οι κραυγές του οποίου δεν αφήνουν κανέναν… ασυγκίνητο.
Κυνηγά συνήθως τα βράδια και χρησιμοποιεί τα ασύμμετρα τοποθετημένα στο κρανίο αυτιά του (το ένα κοιτάει προς τα πάνω και το άλλο προς τα κάτω) για να προσανατολίζεται μέσα στο σκοτάδι.
Κάθε αυτί επεξεργάζεται τους ήχους διαφορετικά, με αποτέλεσμα ο εγκέφαλος της κουκουβάγιας αυτής να αναλύει τα ποικίλα ηχητικά σήματα με τέτοιο τρόπο που να την οδηγεί στο… θήραμά της.
Σύμφωνα με τη Wikipedia, η τυτώ δεν είναι κουκουβάγια με την αυστηρή έννοια του όρου, αλλά αποτελεί ένα ιδιαίτερο γλαυκόμορφο πτηνό, που ανήκει στην ομάδα με τη γενική -και εν πολλοίς τεχνητή- ονομασία πεπλόγλαυκες. Αποτελεί το πλέον διαδεδομένο γλαυκόμορφο παγκοσμίως, με ευρύτατη εξάπλωση σε όλες τις ηπείρους (αν και όχι σε όλη την έκτασή τους), πολλά υποείδη και ανάλογα ταξινομικά προβλήματα.
«Η τυτώ απαντάται σε ένα ευρύτατο φάσμα ενδιαιτημάτων, που περιλαμβάνει περιοχές αντίστοιχες με τους οικοτόπους του εκάστοτε υποείδους, εκτός από τα πολύ πυκνά τροπικά δάση, εσωτερικές ερήμους και ορεινές περιοχές.
Προτιμάει τα ημι-ανοικτά τοπία, όπως σαβάνες, ημι-ερήμους και στέπες με δένδρα. Στην Ευρώπη, όμως, απαντάται σχεδόν αποκλειστικά στα ανοιχτά γεωργικά τοπία που γειτνιάζουν με οικιστικές περιοχές (ιδιαίτερα κωμοπόλεις ή χωριά), χρησιμοποιώντας για την αναπαραγωγή της κυρίως αχυρώνες, στάβλους και καμπαναριά εκκλησιών, ενώ σπάνια χρησιμοποιεί κοιλότητες δέντρων. Συνήθως δεν βρίσκεται σε περιοχές πάνω από τα 2000 μέτρα, αλλά στους τροπικούς μπορεί να φθάσει μέχρι τα 3000 μέτρα. Κατά τη διάρκεια της ανάπαυσης την ημέρα κρύβεται σε διάφορους κρυψώνες σε αχυρώνες, ερείπια, τρύπες δέντρων ή ρωγμές.
Στην Ελλάδα, απαντάται σε αγρούς και άλλες ανοικτές περιοχές με διάσπαρτα δένδρα, αγροικίες και παλαιά κτήρια, στάβλους, αχυρώνες και ερείπια.
Το κεφάλι και το πάνω μέρος του σώματος συνήθως κυμαίνονται ανάμεσα σε ένα ελαφρύ καφέ και ένα ανοιχτόχρωμο ή σκούρο γκρι (ειδικά στο μέτωπο και στη ράχη) στα περισσότερα υποείδη. Άλλα άτομα έχουν ωχροχρυσόχρωμη άνω επιφάνεια (Όντρια), ενώ μερικά έχουν πιο πλούσιο βαθύ καφέ χρώμα.
Τα αυτιά της είναι τοποθετημένα ασυμμετρικά στο κεφάλι, και της δίνουν «στερεοφωνική» αντίληψη της πηγής και της απόστασης των ήχων, γεγονός που πρακτικά σημαίνει ότι δεν χρειάζεται καθόλου να βλέπει, κυνηγώντας άνετα μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Βέβαια, όταν κυνηγάει όσο υπάρχει ακόμη φως, χρησιμοποιεί και την όρασή της.
Μόλις αντιληφθεί κάποιον ήχο, ορμάει ταχύτατα και κατευθύνεται με ακρίβεια εκατοστού στο στόχο, βυθίζοντας τα νύχια της βαθιά στη λεία, ακόμη και αν βρίσκεται κάτω από το χώμα, τη βλάστηση ή κάτω από παχύ στρώμα χιονιού. Πρακτικά, όταν ένα τρωκτικό προδώσει τη θέση του, δεν έχει καμία ελπίδα διαφυγής» προσθέτει η ίδια πηγή.
Πηγή: http://www.newsbeast.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.