Αντισυνταγματική κρίθηκε από το Β' Τμήμα του Αρείου Πάγου η δίμηνη προθεσμία που δόθηκε στους συμβασιούχους του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των ΝΠΔΔ προκειμένου να υποβάλουν αίτηση κατάταξης σε οργανική θέση με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου.
Ειδικότερα, πριν από την τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001, ο Ν. 2839/2000 προέβλεψε ότι το "προσωπικό το οποίο υπηρετεί κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου ή υπηρέτησε μέσα στο χρονικό διάστημα από 1.8.1999 μέχρι 31.3.2000, στο Δημόσιο, τους ΟΤΑ α' και β' βαθμίδας στα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου πλήρους απασχόλησης ή με σύμβαση μίσθωσης έργου,κατατάσσεται σε οργανικές θέσεις με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου του φορέα τελευταίας απασχόλησης".
Μάλιστα ο νόμος αυτός του 2000 έδινε προθεσμία δύο μηνών για να καταθέσουν οι συμβασιούχοι τη σχετική αίτηση "τακτοποίησης" για τη μετατροπή της σύμβασης ορισμένου χρόνου ή έργου σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Στη συνέχεια, μετά την έναρξη ισχύος του αναθεωρημένου Συντάγματος (18.4.2001) ψηφίστηκε ο Ν. 3051/2002, ο οποίος παρέτεινε για δύο ακόμη μήνες την προθεσμία υποβολής της αιτήσεως τακτοποίησης.
Όμως, η παράταση αυτή της δίμηνης προθεσμίας που προβλέπει ο Ν. 3051/2002 κρίθηκε από τοΕργατικό Τμήμα του Αρείου Πάγου (απόφαση 644/2010) αντίθετη στο άρθρο 118 του Συντάγματος, καθώς το άρθρο αυτό μετά το 2001 (αναθεώρηση Συντάγματος) δεν παρέχει την "ευχέρεια στον κοινό νομοθέτη να επεμβαίνει εκ νέου για τη θέσπιση κανόνων τακτοποίησης της υπηρεσίας κατάστασης" των συμβασιούχων του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Ειδικότερα, πριν από την τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001, ο Ν. 2839/2000 προέβλεψε ότι το "προσωπικό το οποίο υπηρετεί κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου ή υπηρέτησε μέσα στο χρονικό διάστημα από 1.8.1999 μέχρι 31.3.2000, στο Δημόσιο, τους ΟΤΑ α' και β' βαθμίδας στα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου πλήρους απασχόλησης ή με σύμβαση μίσθωσης έργου,κατατάσσεται σε οργανικές θέσεις με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου του φορέα τελευταίας απασχόλησης".
Μάλιστα ο νόμος αυτός του 2000 έδινε προθεσμία δύο μηνών για να καταθέσουν οι συμβασιούχοι τη σχετική αίτηση "τακτοποίησης" για τη μετατροπή της σύμβασης ορισμένου χρόνου ή έργου σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Στη συνέχεια, μετά την έναρξη ισχύος του αναθεωρημένου Συντάγματος (18.4.2001) ψηφίστηκε ο Ν. 3051/2002, ο οποίος παρέτεινε για δύο ακόμη μήνες την προθεσμία υποβολής της αιτήσεως τακτοποίησης.
Όμως, η παράταση αυτή της δίμηνης προθεσμίας που προβλέπει ο Ν. 3051/2002 κρίθηκε από τοΕργατικό Τμήμα του Αρείου Πάγου (απόφαση 644/2010) αντίθετη στο άρθρο 118 του Συντάγματος, καθώς το άρθρο αυτό μετά το 2001 (αναθεώρηση Συντάγματος) δεν παρέχει την "ευχέρεια στον κοινό νομοθέτη να επεμβαίνει εκ νέου για τη θέσπιση κανόνων τακτοποίησης της υπηρεσίας κατάστασης" των συμβασιούχων του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Έτσι, το Εργατικό Τμήμα του Α.Π. παρέπεμψε για οριστική κρίση στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου το ζήτημα της συνταγματικότητας της επίμαχης παράτασης μονιμοποίησης του 2001
Στην ίδια κρίση περί αντισυνταγματικότητας της εν λόγω παράτασης τακτοποίησης των συμβασιούχων, έχει οδηγηθεί και η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όταν κλήθηκε να εγκρίνει τα χρηματικά εντάλματα των συμβασιούχων που μονιμοποιήθηκαν μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος, κατά το χρόνο της δίμηνης παράτασης που προέβλεπε ο Ν. 3051/2002. Και το Εφετείο Θράκης, όμως, έχει συνταχθεί με τις θέσεις του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Τον Άρειο Πάγο απασχόλησε περίπτωση συμβασιούχου αρχιτέκτονα - μηχανικού του ΤΕΕ Ανατολικής Μακεδονίας.
Πηγή: http://www.nooz.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.