Κυριακή 13 Μαρτίου 2016

Η ιστορική επιστολή του ιδρυτή της «Καθημερινής» στον Χίτλερ

Αν σας αρέσει αυτή η ανάρτηση, διαδώστε την.

Το εμπνευσμένο κείμενο που κατόρθωσε να δώσει κουράγιο και να συγκινήσει όλη την Ελλάδα.

Πόσο μπορεί να συγκινήσει, να εμπνεύσει και να δώσει κουράγιο σε έναν ολόκληρο λαό μια επιστολή ενός δημοσιογράφου προς έναν πανίσχυρο πολιτικό ηγέτη; Αν κρίνουμε από τη σημερινή εποχή, η απάντηση θα ήταν μάλλον ένα αμήχανο «ίσως και να μπορεί».

Κι όμως, μια παλιότερη εποχή και συγκεκριμένα πριν από 75 χρόνια, η πένα του Γεωργίου Βλάχου κατόρθωσε σε λίγες γραμμές να προσφέρει ένα τέτοιο αίσθημα εθνικής ανάτασης, που στο αρχικό ερώτημα δεν χωρεί άλλη απάντηση από ένα βροντερό «ναι»!

Πριν μερικές ημέρες, στις 8 Μαρτίου, συμπληρώθηκαν 75 χρόνια από την ανοιχτή επιστολή του εκδότη της εφημερίδας «Καθημερινή» προς τον Αδόλφο Χίτλερ, μια επιστολή που μέχρι και σήμερα θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα δημοσιογραφικά κείμενα.

Το κείμενο δημοσιεύεται στην πρώτη σελίδα της Καθημερινής, με το φύλλο να γράφει «Αθήναι Σάββατον 8 Μαρτίου 1941», δηλαδή ένα μήνα πριν τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα, στις 6 Απριλίου του 1941, κι ενώ η χώρα είχε κατορθώσει να αποκρούσει με επιτυχία την ιταλική επίθεση και να προελάσει στην Αλβανία.



Ήδη από το Νοέμβριο του ’40, ο Φύρερ είχε ξεκίνησε να οργανώνει μια εισβολή στην Ελλάδα, αφενός λόγω της συντριβής των Ιταλών κι αφετέρου λόγω της βρετανικής παρουσίας στον ελλαδικό χώρο. Στις αρχές του ’41, η εισβολή των Γερμανών ήταν απλά θέμα χρόνου και ο μόνος λόγος που είχε καθυστερήσει ήταν ότι η Βουλγαρία δεν προθυμοποιήθηκε να στείλει δυνάμεις εναντίον της Ελλάδας.

Στο διάστημα αυτό είχε φύγει από τη ζωή και ο Ιωάννης Μεταξάς. Κι όμως, την ύστατη στιγμή κι ενώ όλοι είχαν προετοιμαστεί για την επερχόμενη σύγκρουση, ο Βλάχος δημοσιοποιεί την ανοιχτή επιστολή του στον Χίτλερ, όχι τόσο προσπαθώντας να πείσει τους Γερμανούς να μην επιτεθούν, όσο να εκθέσει την απόφαση των Ελλήνων να αντισταθούν και να ενισχύσει το φρόνημά τους, εκφράζοντας το θάρρος, την πίστη και την απόφαση του λαού για θυσίες.


Η επιστολή

Ο Γιώργος Βλάχος ξεκινά την επιστολή προσφωνώντας τον αρχικαγκελάριο του γερμανικού κράτους, «εξοχώτατε».

«Η Ελλάδα, το γνωρίζετε, θέλησε να μείνει έξω από τον πόλεμο αυτό. Όταν ξέσπασε, άρχιζε μόλις να αναρρώνει από τις βαθύτατες πληγές που είχαν αφήσει στο σώμα της πόλεμοι εξωτερικοί και εσωτερικές διαιρέσεις, και ούτε δυνάμεις είχε, ούτε διάθεση, ούτε λόγο να αναμιχθεί σε πόλεμο», επισημαίνει ο Βλάχος, σημειώνοντας πως αν και η κατάληξή του είναι προκαθορισμένη να έχει σημαντικές συνέπειες για όλον τον κόσμο, η αρχή του πολέμου δεν παρουσιάζει άμεσους κινδύνους.

Κατόπιν, ο εκδότης προσπαθεί να πείσει τον Αδόλφο με όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, ότι η Ελλάδα δεν σκοπεύει να εμπλακεί στον πόλεμο, παρά τη βρετανική παρουσία στη χώρα, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο -σύμφωνα πάντα με το Βλάχο- η χώρα «να κρύψει τα θραύσματα των τορπιλών που χτύπησαν στο λιμάνι της Τήνου την 'Έλλη'».

«Δεν ήθελε, λοιπόν, τον πόλεμο με τους Ιταλούς η Ελλάδα. Ούτε μόνη, ούτε με Συμμάχους, ούτε με βαλκανικούς, ούτε με Άγγλους. Ήθελε στη μικρή αυτή γωνία της Γης να ζήσει κατά το δυνατόν ήσυχη, επειδή ήταν κατάκοπη, επειδή είχε πολεμήσει πολύ και επειδή η γεωγραφική της θέση είναι τέτοια, ώστε να μη θέλει να έχει εχθρούς ούτε τους Γερμανούς στην ξηρά, ούτε τους Άγγλους στη θάλασσα», επισημαίνει χαρακτηριστικά ο Γιώργος Βλάχος και συνεχίζει λέγοντας ότι ακόμη κι όταν παρουσιάστηκαν αποδείξεις της επικείμενης ιταλικής επίθεσης, η χώρα δεν στράφηκε προς την Αγγλία με την οποία είχαν συμφωνία, αλλά «προς εσάς», δηλαδή προς τους Γερμανούς.

«Ενθυμείσθε, Εξοχότατε;» ρωτάει ο Βλάχος, ο οποίος αν και παραδέχεται ότι δεν γνωρίζει καλώς τι απαντήθηκε, επικαλείται τον αποθανόντα Μεταξά ο οποίος του είχε πει ότι η απάντηση της Γερμανίας στο ελληνικό διάβημα, ήταν «να μην δώσουμε αφορμή, να μην επιστρατευθούμε και είμαστε ήσυχοι». Αυτό και έκανε η Ελλάδα, μέχρι το ιταλικό τελεσίγραφο. Τότε, η Ελλάδα αναγκάστηκε να στραφεί προς τους Άγγλους, καθώς δεν είχε «ούτε αεροπορία, ούτε υλικό, ούτε χρήματα, ούτε στόλο». Και πράγματι οι Άγγλοι «ήρθαν αμέσως, άνευ αξιώσεων, άνευ διαπραγματεύσεων, άνευ χαρτιών».

«Τι συνέβη από τις ώρες εκείνες, το γνωρίζετε και εσείς και ο κόσμος ολόκληρος. Νικιούνται οι Ιταλοί. Και νικιούνται εκεί, στρατιωτικά, σώμα με σώμα, από εμάς, τους μικρούς, τους αδυνάτους. Όχι από τους Άγγλους. Διότι άγγλος στρατιώτης δεν πάτησε στην Αλβανία. Νικιούνται. Γιατί; Διότι δεν έχουν ιδανικά, διότι δεν έχουν ψυχή. Διότι… – Αλλ' αυτό είναι έξω του θέματος», συνεχίζει η συγκλονιστική περιγραφή του Βλάχου.

Ο εκδότης παραδέχεται ότι η παρουσία του Χίτλερ στην Φλωρεντία και η συμφωνία παράδοσης της Ελλάδας, «κρύφτηκε στην τσέπη μαζί με τα θραύσματα των ιταλικών τορπιλών». «Όταν κάποιοι αδιάκριτοι μας το υπενθύμιζαν, απαντούσαμε: "Διαφώνησαν (σ.σ. οι Γερμανοί). Τους ξεγέλασα οι Ιταλοί". Γιατί; Διότι έτσι θέλαμε να πιστεύουμε. Διότι μας συνέφερε αυτό», ομολογεί ο Βλάχος και επισημαίνει ότι καθώς η Ελλάδα προήλαυνε στη Αλβανία, έτσι προχωρούσαν και οι σχέσεις Γερμανίας-Ελλάδας, με τον αγκυλωτό σταυρό να κυματίζει στην γερμανική πρεσβεία στην Αθήνα και να είναι μεσίστια τη μέρα του θανάτου του Μεταξά…

«Όλα καλά λοιπόν. Εμείς στην Αλβανία, εσείς θεατές και οι άγγλοι σύμμαχοι με τα αεροπλάνα και τον στόλο τους ΜΟΝΟ. Γνωρίζετε πόσο προσπαθήσαμε να είναι αυτό το "ΜΟΝΟΝ' πραγματικό;», τονίζει ο επιστολογράφος. Την ώρα, όμως, που η Ελλάδα διατηρούσε αυτή την τακτική, η Γερμανία άρχισε να συγκεντρώνει στρατεύματα στη Ρουμανία. Οι προθέσεις των Γερμανών, έγιναν ξεκάθαρες στο Βλάχο, όπως περιγράφει, όταν επισκέφτηκε για δημοσιογραφικούς λόγους τη Βουλγαρία και μετέφερε στον Μεταξά πως έκαναν έργα για να περάσει στρατός.

Αφού λοιπόν, ο Βλάχος ξεκαθαρίσει το ζήτημα της βρετανικής παρουσίας, επιχειρεί να βρει μία εξήγηση πίσω από την επικείμενη γερμανική εισβολή, σημειώνοντας πως αδυνατεί να σκεφτεί κάτι που θα μπορούσε να ερμηνεύσει μια τέτοια ενέργεια: χαρακτηρίζει «μυθιστόρημα» ένα ενδεχόμενο μέτωπο στα Βαλκάνια κατά της Γερμανίας, αλλά και παράλογη μια επιχείρηση για τη βοήθεια της Ιταλίας. «Για τι είδους σωτηρία θα πρόκειται;» αφού οι Ιταλοί θα είναι οριστικά ηττημένοι κι «όλος ο κόσμος θα φωνάζει ότι 45 εκατομμύρια επιτέθηκαν σε 8 εκατομμύρια, ζήτησαν τη βοήθεια άλλων 85 εκατομμυρίων για να σωθούν», κάτι που εάν συμβεί θα είναι «απολύτως εξευτελιστικό». «Ας φύγουν μόνοι τους από την Αλβανία οι Ιταλοί. Ας πουν παντού ότι μας νίκησαν, ότι κουράστηκαν να μας κυνηγούν, ότι χόρτασαν από δόξα κι ας φύγουν. Εμείς τους βοηθάμε», αντιπροτείνει ο συντάκτης της επιστολής

«Κι Εσείς; Εσείς, - κατά τα λεγόμενα πάντοτε- θα επιχειρήσετε να εισβάλετε στην Ελλάδα. Κι εμείς, λαός αφελής ακόμα, δεν το πιστεύουμε. Δεν πιστεύουμε ότι στρατός με ιστορία και παράδοση -αυτό και οι εχθροί του δεν το αρνούνται- θα θελήσει να κηλιδωθεί με μια πράξη πανάθλια. Δεν πιστεύουμε ότι ένα κράτος πάνοπλο, 85 εκατομμυρίων ανθρώπων που μάχεται να δημιουργήσει στον κόσμο μια νέα τάξη πραγμάτων - τάξη, υποθέτουμε, αρετής- θα ζητήσει να πλευροκοπήσει ένα έθνος μικρό που αγωνίζεται υπέρ της ελευθερίας του, μαχόμενο απέναντι σε μια αυτοκρατορία 45 εκατομμυρίων», γράφει ο Γιώργιος Βλάχος για να περάσει στις τελευταίες και πιο συγκινητικές γραμμές της επιστολής του:

«Διότι τι θα κάνει ο στρατός αυτός, Εξοχώτατε, αν αντί πεζικού, πυροβολικού και μεραρχιών στείλει η Ελλάδα φύλακες στα σύνορά της 20.000 τραυματίες, χωρίς πόδια, χωρίς χέρια, με τα αίματα και τους επιδέσμους για να τον υποδεχθούν; Αυτούς τους στρατιώτες φύλακες, θα υπάρξει στρατός για να τους χτυπήσει;» σημειώνει και συνεχίζει με λέξεις προσεκτικά επιλεγμένες για να πλέξει το διαχρονικό εγκώμιο του ελληνικού πνεύματος, όπως έρχεται από τα βάθη της Ιστορίας…

«Αλλά όχι, δεν πρόκειται να γίνει αυτό. Ο λίγος ή πολύς στρατός των Ελλήνων που είναι ελεύθερος, όπως στάθηκε στην Ήπειρο, θα σταθεί, αν κληθεί, και στη Θράκη. Και τι να κάνει; Θα πολεμήσει. Και εκεί. Και θα αγωνιστεί. Και εκεί. Και θα πεθάνει. Και εκεί. Και θ’ αναμείνει το δρομέα, που ήρθε πριν από 5 χρόνια και έλαβε από την Ολυμπία το φως, να επιστρέψει από το Βερολίνο, για να μεταβάλει σε δαυλό τη λαμπάδα και να φέρει την πυρκαγιά στο μικρό σε έκταση, αλλά μέγιστο αυτό τόπο, ο οποίος, αφού έμαθε τον κόσμο όλο να ζει, πρέπει τώρα να του μάθει και να πεθαίνει».

Ο Βλάχος, αναφέρεται εδώ στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936 που διοργανώθηκαν στο Βερολίνο και στη μεταλαμπάδευση του αρχαιοελληνικού πνεύματος σε ολόκληρο τον κόσμο, που γίνεται συμβολικά με την ολυμπιακή φλόγα που ανάβει στην Αρχαία Ολυμπία και ταξιδεύει μέχρι τη διοργανώτρια χώρα των αγώνων.


Ο αντίκτυπος της επιστολής

Αν και λίγες πληροφορίες μπορούν να βρεθούν για την απήχηση που είχε η επιστολή την εποχή που γράφτηκε και τυπώθηκε, μία γεύση μάς δίνει η περιγραφή της Ελένης Βλάχου, κόρη του εκδότη της «Καθημερινής», όπως καταγράφεται στο έργο της ίδιας «Δημοσιογραφικά χρόνια. Πενήντα και κάτι...» (1991-1994):

«Το να πει κανείς ότι αυτό το άρθρο έκανε πάταγο είναι λίγο. Μέσα σε λίγες ώρες έφθασε στις πιο μακρινές γραμμές του Μετώπου, και γίνεται ανάρπαστο, νέο πολεμικό ηρωικό ευαγγέλιο που ζωντανεύει τη φλόγα στην κουρασμένη καρδιά των παιδιών. Κυκλοφορεί και ανατυπώνεται όλες τις επόμενες μέρες σε εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα, αναδημοσιεύεται στον ξένο τύπο (το "Τάιμς" το μεταφράζει) και τα πρακτορεία ειδήσεων αναφέρουν με θαυμασμό τη γενναία φωνή ενός γενναίου λαού και τη φωνή της "Καθημερινής" που κερδίζει μιαν αξεπέραστη θέση στην ιστορία της ελληνικής δημοσιογραφίας».

Συγκεκριμένα, πηγές αναφέρουν ότι η κυκλοφορία του άρθρου έγινε σε πάνω από 500.000 αντίτυπα.



Η επιστολή μνημονεύεται επιπλέον και σε ξενόγλωσσα έργα με θέμα τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την ελληνική αντίσταση, τόσο ελλήνων, όσο και ξένων συγγραφέων. Μια αρκετή παλιά αναφορά στην επιστολή μπορεί να βρεθεί στο έργο «Η Ελλάδα ενάντια στον Άξονα» (Greece against the axis) του βρετανού φιλέλληνα Στάνλεϋ Κάσσον, που εκδόθηκε το 1943 και χαρακτηρίζει το κείμενο ως «το πιο αξιοσημείωτο από όλα τα έγγραφα που παρήχθησαν σε αυτόν τον πόλεμο».

«Σε αυτήν την επιστολή, ο Γεώργιος Βλάχος, εκφράζει την παγκόσμια αγωνία αυτών των χειμερινών μηνών. Μεταφέρει σε λέξεις τις σκέψεις κάθε ανθρώπου στην Ελλάδα. Είναι μια επίσημη και συνταρακτική δήλωση. (…) Είναι το πιο σκοτεινό και σοβαρό κείμενο που αυτός ο πόλεμος παρήγαγε. Με τη νηφαλιότητά του και την αξιοπρέπειά του, είναι πιο ηχηρή καταδίκη της μοντέρνας Γερμανίας που έχει μέχρι σήμερα γραφεί. Εδώ είναι η σοφία των πολλών χρόνων της ελληνικής ιστορίας που καταδικάζει για άλλη μια φορά τις εκτροπές των βαρβαρισμών του βάρβαρου βορρά (...) Αυτή η ανοιχτή επιστολή στον Αδόλφο Χίτλερ γεννιέται από τις μνήμες 3.000 χρόνων Ιστορίας, παρόλο που ο συντάκτης μικρή γνώση έχει αυτού. Ο φόβος του Βορρά είναι εγγεγραμμένος στη μνήμη των Ελλήνων. Παρά την ενστικτώδη και ανομολόγητη σύλληψη, αυτό το έγγραφο είναι το πιο θαρραλέο και γενναίο επιχείρημα κατά της Γερμανίας που έχω ποτέ διαβάσει και το πιο ψύχραιμο και συγκρατημένο», αναφέρει μεταξύ άλλων ο Κάσσον.


Διαβάστε αναλυτικά την επιστολή στο πρωτότυπο...

Ανοικτή επιστολή προς την Α.Ε. τον κ. Α. Χίτλερ, Αρχικαγκελλάριον του Γερμανικού Κράτους

Ἐξοχώτατε,

Ἡ Ἑλλάς, τὸ γνωρίζετε, ἠθέλησε νὰ ...

μείνη ἔξω τοῦ παρόντος πολέμου. Ὅταν ἐξερράγη, ἤρχιζε μόλις ν᾿ ἀναρρωννύη ἀπὸ πλῆθος βαθυτάτων πληγῶν, τὰς ὁποίας εἶχον καταλίπει εἰς τὸ σῶμα της πόλεμοι ἐξωτερικοὶ καὶ ἐσωτερικαὶ διαιρέσεις, καὶ οὐδὲ δυνάμεις εἶχε, οὐδὲ διὰθεσιν, οὐδὲ λόγον ν᾿ ἀναμιχθῆ εἰς πόλεμον, τοῦ ὁποίου, ἂν τὸ τέλος πέπρωται πάντως νὰ ἔχη δι᾿ ὅλον τὸν κόσμον συνεπείας σημαντικάς, ἡ ἀρχή του δὲν παρουσίαζε δι᾿ αὐτὴν ἀμέσους κινδύνους. Ἂς μὴ ληφθοῦν ὑπ᾿ ὄψει αἱ δηλώσεις της αἱ σχετικαί. Ἂς μὴ ληφθοῦν ὑπ᾿ ὄψει τὰ ἔγγραφα τὰ ὁποῖα εἰς ἐπίσημον Βίβλον ἐδημοσίευσε. Ἂς μὴ ληφθῆ ὑπ᾿ ὄψει τὸ πλῆθος τῶν λόγων, τῶν κειμένων, τῶν ἀποδείξεων διὰ τῶν ὁποίων πιστοποιεῖται ἡ ἐπίμονος αὕτη ἀπόφασίς της, νὰ μείνη ἐκτὸς τοῦ πολέμου. Καὶ ἂς ληφθῆ τοῦτο μόνον: Τὸ ὅτι ἡ Ἑλλὰς ὅταν οἱ Ἰταλοὶ ἔπνιξαν εἰς τὸν λιμένα τῆς Τήνου τὴν «Ἕλλην» καὶ εὗρε τὰ θραύσματα τῶν τορπιλλῶν καὶ ἐβεβαιώθη ὅτι ἦσαν ἰταλικά, τὰ ἔκρυψε. Διατί;... Διότι, ἂν τὰ ἀπεκάλυπτε θὰ ἦτο ὑποχρεωμένη ἢ νὰ κηρύξη τὸν πόλεμον ἢ νὰ δεχθῆ τὴν κήρυξιν τοΰ πολέμου.

Δὲν ἤθελε λοιπὸν τὸν πόλεμον μὲ τοὺς Ἰταλοὺς ἡ Ἑλλάς. Οὔτε μόνη, οὔτε μὲ Συμμάχους, οὔτε μὲ βαλκανικούς, οὔτε μὲ Ἄγγλους. Ἤθελε εἰς τὴν μικρὰν αὐτὴν γωνίαν τῆς γῆς νὰ ζήση κατὰ δύναμιν ἥσυχος, ἐπειδὴ ἦτο κατάκοπος, ἐπειδὴ εἶχε πολεμήσει πολὺ καὶ ἐπειδὴ ἡ γεωγραφική της θέσις εἶναι τοιαύτη ὥστε νὰ μὴ θέλη νὰ ἔχη ἐχθροὺς οὔτε τοὺς Γερμανοὺς εἰς τὴν ξηράν, οὔτε τοὺς Ἄγγλους εἰς τὴν θάλασσαν. Μέχρι τῆς στιγμῆς ἐκείνης, τῆς στιγμῆς κατὰ τὴν ὁποίαν ἐπνίγη ἡ «Ἕλλη», ἡ Ἑλλὰς εἶχε, ἑκτὸς τῶν εἰρηνικῶν της διαθέσεων, πρόσθετον ἀσφάλειαν, δύο ὑπογραφάς, τὴν Ἰταλικήν, ἡ ὁποία τὴν εἶχε κατὰ πάσης ἐκ μέρους της ἐπιθέσεως ἀσφαλίσει, καὶ τὴν Ἀγγλικήν, ἡ ὁποία ἦλθεν ὡς αὐθόρμητος τῆς ἀκεραιότητός της ἐγγύησις.

Ἐν τούτοις, ὅταν ὀλίγον μετὰ τὴν «Ἕλλην» παρουσιάσθησαν ἁπταὶ ἀποδείξεις τῆς μελλούσης ἰταλικῆς ἐπιθέσεως, ἡ Ἑλλάς, πεισθεῖσα ὅτι ἡ μία ὑπογραφὴ δὲν εἶχεν ἀξίαν, δὲν ἐστράφη ὡς ὤφειλε πρὸς τὴν ἄλλην, ἀλλ᾿ ἐστράφη -τὸ ἐνθυμεῖσθε, Ἐξοχώτατε;- πρὸς Ὑμᾶς. Καὶ ἐζήτησε τὴν προστασίαν τὴν ἰδικήν σας. Καὶ τί ἀπηντήθη τότε εἰς τὴν Ἑλλάδα;... Τί ἀπηντήθη δὲν γνωρίζω καλῶς. Γνωρίζω ὅμως ἐκ στόματος τοῦ ἀποθανόντος πρωθυπουργοῦ μας, ὅτι ἡ Γερμανία ἀπήντησεν εἰς τὸ διάβημά μας συνιστῶσα νὰ μὴ δώσωμεν ἀφορμὴν -νὰ μὴ ἐπιστρατευθῶμεν δηλαδὴ- καὶ νὰ εἴμεθα ἥσυχοι. Δὲν ἐδώσαμεν λοιπὸν ἀφορμήν, δὲν ἐπεστρατεύθημεν, ἐμέναμεν ἥσυχοι ἢ μᾶλλον ἐκοιμώμεθα ἥσυχοι -διότι τὴν προηγουμένην μᾶς εἶχον κάμει καὶ γεῦμα οἱ Ἰταλοὶ- ὁπόταν μᾶς παρουσιάσθη μὲ τὸ τελεσίγραφον ὁ πρέσβυς τῆς Ἰταλίας.

Τότε λοιπὸν ποῦ καὶ πρὸς ποῖον ἠθέλατε νὰ στραφῆ ἡ Ἑλλάς;... Πρὸς τοὺς Ἰταλούς, τῶν ὁποίων εἶχε εἰς τὴν τσέπην της, μαζὶ μὲ τὰ θραύσματα τῶν τορπιλλῶν, καὶ τὴν ἄνευ ἀξίας ὑπογραφήν; Ἂλλ᾿ αὐτοὶ τῆς εἶχον κηρύξει τὸν πόλεμον. Πρὸς Ὑμᾶς; Ἂλλ᾿ Ὑμεῖς ἀτυχῶς εὐρίσκεσθε ἐκεῖνο ἀκριβῶς τὸ πρωί, εἰς τὰς 28 Ὀκτωβρίου, εἰς Φλωρεντίαν. Νὰ μείνη μόνη; Ἀλλ᾿ οὔτε ἀεροπορίαν εἶχε, οὔτε ὑλικόν, οὔτε χρήματα, οὔτε στόλον. Ἐστράφη λοιπὸν πρὸς τὴν τελευταίαν ἀπομείνασαν ὑπογραφήν: Πρὸς τοὺς Ἄγγλους. Καὶ αὐτοί, τῶν ὁποίων ἐκαίετο ἡ Πατρίς, οἱ ὁποῖοι ἠγρύπνουν εἰς τὰς ἀκτὰς τῆς Μάγχης ἀνήσυχοι, οἱ ὁποῖοι τότε -ὅπως τὸ εἶχον δηλώσει- δὲν εἶχον ἐπαρκῆ τὰ μέσα διὰ τὴν ἰδίαν των προστασίαν, ἦλθαν. Ἦλθαν ἀμέσως. Ἄνευ ἀξιώσεων, ἄνευ διαπραγματεύσεων, ἄνευ χαρτιῶν. Καὶ μετ᾿ ὀλίγας ἡμέρας, εἰς τὸ Μέτωπον τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀνοίξει εἰς τὰ βουνὰ τῆς Ἠπείρου ὁ βάναυσος ἰταλικὸς αἰφνιδιασμός, ἔπιπταν Ἕλληνες στρατιῶται καὶ ὁ πρῶτος Ἄγγλος ἀεροπόρος.

Τί συνέβη ἀπὸ τὰς ὥρας ἐκεῖνας, τὸ γνωρίζετε καὶ Σεῖς καὶ ὁ κόσμος ὁλόκληρος. Νικῶνται οἱ Ἰταλοί. Καὶ νικῶνται ἐκεῖ, στρατιωτικῶς, σῶμα πρὸς σῶμα, ἀπὸ ἡμᾶς, τοὺς μικρούς, τοὺς ἀδυνάτους. Ὄχι ἀπὸ τοὺς Ἄγγλους. Διότι Ἄγγλος στρατιώτης δὲν ἐπάτησεν εἰς τὴν Ἀλβανίαν. Νικῶνται. Διατί; Διότι δὲν ἔχουν ἰδανικά, διότι δὲν ἔχουν ψυχήν. Διότι...

- Ἀλλ᾿ αὐτὸ εἶναι ἔξω τοῦ θέματος. Ἀπέναντι τῆς μάχης αὐτῆς βέβαιον εἶναι, διότι μᾶς ἐδηλώθη, ὅτι ἐμείνατε θεατής: «Ἡ ὑπόθεσις αὐτή, μᾶς εἴπατε, δὲν μ᾿ ἐνδιαφέρει. Εἶναι ἱστορία ἰταλική. Δὲν θὰ ἐπέμβω παρὰ μόνον ὅταν Ἀγγλικὸς στρατὸς ἀποβιβασθῆ εἰς τὴν Θεσσαλονίκην, εἰς μεγάλας ποσότητας». Θὰ ἠμπορούσαμεν, ἔκτοτε, Ἐξοχώτατε, νὰ Σᾶς ἐρωτήσωμεν: «Καὶ ἡ Φλωρεντία;... Καὶ τὸ ὅτι τὴν ἡμέραν ἀκριβῶς κατὰ τὴν ὁποίαν μᾶς ἐπετίθεντο οἱ Ἰταλοί, συνηντᾶσθε μαζί τους εἰς τὰς ὄχθας τοῦ Ἄρνου καὶ τοὺς παρεδίδατε τὴν Ἑλλάδα;»... Ἀλλὰ δὲν ἠθελήσαμεν. Μαζὶ μὲ τὰ θραύσματα τῶν ἰταλικῶν τορπιλλῶν ἐκρύψαμεν εἰς τὴν τσέπην μας καὶ τὴν Φλωρεντίαν καί, ὅταν κάποιοι ἀδιάκριτοι μᾶς τὴν ἐνεθύμιζαν, ἀπηντῶμεν: «Διεφώνησαν. Τοὺς ἐγέλασαν οἱ Ἰταλοί». Διατί;

Διότι ἔτσι ἠθέλαμεν νὰ πιστεύωμεν. Διότι μᾶς συνέφερεν ἔτσι. Ἔπειτα, καθὼς ἐπροχωροῦμεν ἡμεῖς εἰς τὴν Ἀλβανίαν, ἐπροχώρουν καὶ αἱ σχέσεις τῆς Γερμανίας καὶ τῆς Ἑλλάδος. Ὁ Ἀγκυλωτὸς Σταυρὸς ἐκυμάτιζε εἰς τὸ Μέγαρον τῆς ἐν Ἀθήναις πρεσβείας σας τὴν πρώτην τοῦ Ἔτους, κατήρχετο μεσίστιος ὅταν ἀπέθνησκεν ὁ ἀείμνηστος Μεταξᾶς, ὁ πρέσβυς σας ἤρχετο νὰ συγχαρῆ τὸν νέον Πρωθυπουργόν, αἱ μεταξὺ Ὑμῶν καὶ ἡμῶν ἐμπορικαὶ συναλλαγαὶ εἶχον ἐπαναρχίσει καὶ διεμαρτυρήθητε κάποτε ἐντόνως διότι μία ἐφημερὶς τῆς Ἀμερικῆς ἔγραψεν ὅτι γερμανικὰ τάνκς παρουσιάσθησαν εἰς τὴν Ἀλβανίαν. Ὅλα λοιπὸν καλά. Ἡμεῖς εἰς τὴν Ἀλβανίαν, Σεῖς θεαταί, καὶ οἱ Ἄγγλοι σύμμαχοί μας μὲ τὰ ἀεροπλάνα των, μὲ τὸν Στόλον των... - ΜΟΝΟΝ. Γνωρίζετε πόσον προσεπαθήσαμεν νὰ εἶναι τὸ «ΜΟΝΟΝ» τοῦτο πραγματικόν;... Ἀρκεῖ νὰ ἀναφερθῆ ὅτι, ὅταν ἓν Ἀγγλικὸν ἀεροπλάνον ἔπεσεν εἰς τὴν Θεσσαλονίκην, παρεκαλέσαμεν τοὺς Ἄγγλους νὰ μὴ τὸ σηκώσουν αὐτοί. Διὰ νὰ μὴ παρουσιασθοῦν ἐκεῖ ἔστω καὶ δέκα Ἄγγλοι στρατιῶται. Διὰ νὰ μὴ παρεξηγηθῶμεν, διὰ νὰ μὴ δώσωμεν ἀφορμήν. Γελᾶτε;... Ἔχετε δίκαιον.

Ἀλλὰ κατὰ τὸ διάστημα τοῦτο, ἐνῷ ἐδῶ εἴχομεν ὅπως ἔχομεν σχέσεις, ἐνῷ ἡ ἐκ τῆς στάσεως τῆς Γερμανίας δημιουργηθεῖσα κάποια γαλήνη ἔμενεν ἀδιατάρακτος, Σεῖς ἠρχίσατε νὰ συγκεντρώνετε στρατεύματα εἰς τὴν Ρουμανίαν. Τὰ πρῶτα ἦσαν πρὸς ἐκπαίδευσιν τῶν Ρουμάνων. Τὰ δεύτερα πρὸς προστασίαν τῶν πετρελαίων. Τὰ τρίτα διὰ νὰ κρατήσουν τὰ σύνορα. Τὰ τέταρτα... - ἀλλὰ τὰ τέταρτα πλέον ἦσαν τριακόσιαι χιλιάδες. Τότε ὁ ὑπογεγραμμένος μετέβη δημοσιογραφῶν εἰς τὴν Βουλγαρίαν, ἐπέρασε τὸν δρόμον τὸν ὁποῖον τώρα περνοῦν οἱ στρατοί σας καὶ ἐπανελθὼν εἶπεν εἰς τὸν μακαρίτην Πρωθυπουργόν:

- Ὁ μέχρι Σόφιας δρόμος ἔχει τώρα, προσφάτως, διαπλατυνθῆ. Αἱ ξύλιναι γέφυραι ἔχουν τώρα, προσφάτως, ὑποστηριχθῆ μὲ πασσάλους. Τὰ ὑπολείμματα τῆς ξυλείας εὑρίσκονται ἀκόμη ἐκεῖ. Εἶναι προφανὲς ὅτι οἱ Βούλγαροι ἔχουν ἑτοιμάσει τώρα, ὅπως ὅπως, τὸν δρόμον διὰ νὰ περάση στρατός...

Καὶ μετὰ τοῦτο;... Μετὰ τοῦτο, τί ἔπρεπε νὰ κάμη ἡ Ἑλλάς; Νὰ ζητήση βοήθειαν; Νὰ μὴ ζητήση; Νὰ πιστεύση; Νὰ μὴ πιστεύση; Νὰ βλέπη τοὺς Γερμανοὺς εἰς τὰ σύνορα τὰ βουλγαρικά, νὰ τοὺς μετρᾶ περνῶντας τὸν Δούναβιν, νὰ τοὺς παρακολουθῆ εἰσερχομένους εἰς τὴν Σόφιαν, νὰ τοὺς βλέπη συμμαχοῦντας μὲ τοὺς Βουλγάρους, ν᾿ ἀκούη τοὺς Βουλγάρους ὁμιλοῦντας περὶ τῶν ἐθνικῶν των διεκδικήσεων, καὶ νὰ στέκη ἀμέριμνος ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι οἱ Γερμανοὶ εὑρίσκονται εἰς τὴν Κοῦλαν διὰ νὰ προφυλάξουν τὰ πετρέλαια τὰ ρουμανικά;...

Ἀλλ᾿ ἔστω, ἂς τ᾿ ἀφήσωμεν ὅλα αὐτά, τὰ γενόμενα, τὰς δηλώσεις, τὴν ἱστορίαν καὶ ἂς ἔλθωμεν εἰς τὰ πράγματα. Φαίνεται -λέγουν τοῦ κόσμου τὰ ραδιόφωνα- ὅτι οἱ Γερμανοὶ θέλουν νὰ εἰσβάλουν εἰς τὴν Ἑλλάδα. Σᾶς ἐρωτῶμεν: ΔΙΑΤΙ; Ἂν ἡ κατὰ τῆς Ἑλλάδος ἐπιχείρησις, ὡς συμφέρουσα εἰς τὸν Ἄξονα, ἦτο ἀπ᾿ ἀρχῆς ἀναγκαία, τότε δὲν θὰ παρουσιάζετο πρὸ τεσσάρων μηνῶν μόνος ὁ κ. Γκράτσι εἰς τὰς τρεῖς τὸ πρωί. Θὰ παρουσιάζοντο ἡ Ἰταλία καὶ ἡ Γερμανία μαζί, ἄλλως, μὲ ἄλλο τελεσὶγράφον, ἄλλου περιεχομένου, ἄλλης προθεσμίας, ἄλλης μορφῆς.

Δὲν ὑπῆρξε, λοιπόν, ἀπ᾿ ἀρχῆς ἡ κατὰ τῆς Ἑλλάδος ἐπιχείρησις εἰς τὸν Ἄξονα ἀναγκαία. Εἶναι λοιπὸν τώρα;... Ἀλλὰ διατί;... Μήπως διὰ νὰ μὴ δημιουργηθῆ Μέτωπον κατὰ τῆς Γερμανίας εἰς τὰ Βαλκάνια; Ἀλλ᾿ αὐτὰ εἶναι μυθιστορήματα. Οὔτε ἡ μαχομένη Ἑλλάς, οὔτε ἡ Ἀγγλία -τὸ λέγει σαφῶς τὸ ἐπίσημον ἀνακοινωθὲν τῆς προχθεσινῆς 6ης Μαρτίου, ἀλλὰ τὸ λέγει σαφέστερον ἀκόμη ἡ λογικὴ- οὔτε ἡ Σερβία, οὔτε ἡ Τουρκία, ἔχουν λόγον νὰ προκαλέσουν τὴν ἐξάπλωσιν τοῦ πολέμου. Αὐτὸς ποὺ εἶναι καὶ ὅπου εἶναι, τοὺς φθάνει. Ἀλλὰ τότε;... Μὴ διὰ νὰ σωθοῦν εἰς τὴν Ἄλβανίαν οἱ Ἰταλοί;... Ἀλλὰ περὶ ποίου εἴδους σωτηρίας θὰ πρόκειται; Οἱ Ἰταλοὶ δὲν θὰ εἶναι ἡττημένοι ὁριστικῶς, τελεσιδίκως, παγκοσμίως καὶ αἰωνίως μόλις καὶ εἷς μόνον Γερμανὸς στρατιώτης πατήση εἰς τὴν Ἑλλάδα; Δὲν θὰ φωνάζη ὅλος ὁ κόσμος ὅτι σαράντα πέντε ἑκατομμύρια αὐτοί, ἀφοῦ ἐπετέθησαν ἐναντίον ἡμῶν ποὺ εἴμεθα μόλις ὀκτώ, ἐζήτησαν τώρα τὴν βοήθειαν ἄλλων ὀγδοῆντα πέντε ἑκατομμυρίων, διὰ νὰ σωθοῦν;... Καὶ εἰς τὸ τέλος, ἂν θέλουν νὰ σωθοῦν, διατὶ νὰ ἔλθουν ἄλλοι κατὰ τρόπον ἀπολύτως ἐξευτελιστικὸν δι᾿ αὐτοὺς νὰ τοὺς σώσουν, ἀφοῦ τοὺς σώζομεν εὐχαρίστως ἡμεῖς χωρὶς ἐξευτελισμούς; Ἂς φύγουν μόνοι ἀπὸ τὴν Ἀλβανίαν οἱ Ἰταλοί. Ἂς εἰποῦν παντοῦ ὅτι μᾶς ἐνίκησαν, ὅτι ἐκουράσθησαν νὰ μᾶς κυνηγοῦν, ὅτι ἐχόρτασαν ἀπὸ δόξαν καὶ ἂς φύγουν. Ἡμεῖς τοὺς βοηθοῦμεν.

Ἀλλὰ θὰ μᾶς ἐρωτήσετε ἴσως, Ἐξοχώτατε: «Καλὰ ὅλα αὐτά. Καὶ οἱ Ἄγγλοι;...» Ἀλλὰ τοὺς Ἄγγλους, Ἐξοχώτατε, δὲν τοὺς ἐφέραμεν ἡμεῖς, τοὺς ἔφεραν εἰς τὴν Ἑλλάδα οἱ Ἰταλοί. Τώρα λοιπὸν εἰς αὐτοὺς τοὺς ὁποίους ἔφεραν οἱ Ἰταλοί, νὰ τοὺς εἰποῦμεν νὰ φύγουν;... Καί, ἔστω, νὰ τοὺς εἰποῦμεν νὰ φύγουν. Ἀλλὰ εἰς ποιούς; Εἰς τοὺς ζωντανούς. Πῶς ὅμως νὰ διώξωμεν τοὺς νεκρούς, αὐτοὺς ποὺ ἔπεσαν εἰς τὰ βουνά μας, αὐτοὺς ποὺ προσεγειώθησαν εἰς τὴν Ἀττικὴν πληγωμένοι καὶ ἀφῆκαν ἐδῶ τὴν τὲλευταίαν πνοήν, αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι, ἐνῷ ἐκαίετο ἡ πατρὶς των, ἦλθαν καὶ ἠγωνίσθησαν ἐδῶ, καὶ ἔπεσαν ἐδῶ καὶ εὑρῆκαν ἐδῶ ἕνα τάφον;... Ἀκοῦτε, Ἐξοχώτατε, ὑπάρχουν ἀτιμίαι αἱ ὁποῖαι εἰς τὴν Ἑλλάδα δὲν γίνονται. Καὶ αὐτὰ εἶναι καθαραὶ ἀτιμίαι. Οὔτε τοὺς νεκρούς, οὔτε τοὺς ζωντανοὺς ἠμποροῦμεν νὰ διώξωμεν. Δὲν θὰ διώξωμεν κανένα, καὶ θὰ σταθῶμεν μαζὶ των, ἐδῶ, μέχρις ὅτου κάποια λάμψη ἀκτὶς ἡλίου καὶ περάση ἡ καταιγίς.

Καὶ Σεῖς; Σεῖς -λέγουν πάντοτε- θὰ ἐπιχειρήσετε νὰ εἰσβάλετε εἰς τὴν Ἑλλάδα. Καὶ ἡμεῖς, λαὸς ἀφελὴς ἀκόμη, δὲν τὸ πιστεύομεν. Δὲν πιστεύομεν ὅτι στρατὸς μὲ ἱστορίαν καὶ μὲ παράδοσιν -αὐτὸ καὶ οἱ ἐχθροί του δὲν τὸ ἀρνοῦνται- θὰ θελήση νὰ κηλιδωθῆ διὰ μιᾶς πράξεως παναθλίας. Δὲν πιστεύομεν ὅτι ἕνα Κράτος πάνοπλον, ὀγδοήκοντα πέντε ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων, μαχόμενον διὰ νὰ δημιουργήση εἰς τὸν Κόσμον «νέαν τάξιν πραγμάτων» -τάξιν, φανταζόμεθα, ἀρετῆς- θὰ ζητήση νὰ πλευροκοπήση ἕνα Ἔθνος μικρόν, ποῦ ἀγωνίζεται ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας του, μαχόμενον πρὸς μίαν Αὐτοκρατορίαν σαράντα πέντε ἑκατομμυρίων.

Διότι τί θὰ κάμη ὁ Στρατὸς αὐτός, Ἐξοχώτατε, ἂν ἀντὶ πεζικοῦ, πυροβολικοῦ καὶ μεραρχιῶν, στείλη ἡ Ἑλλὰς φύλακας εἰς τὰ σύνορά της εἴκοσι χιλιάδας τραυματιῶν, χωρὶς πόδια, χωρὶς χέρια, μὲ τὰ αἵματα καὶ τοὺς ἐπιδέσμους, διὰ νὰ τὸν ὑποδεχθοῦν;... Αὐτοὺς τοὺς στρατιώτας φύλακας θὰ ὑπάρξη στρατὸς διὰ νὰ τοὺς κτυπήση;

Ἀλλ᾿ ὄχι, δὲν πρόκειται νὰ γίνη αὐτό. Ὁ ὀλίγος ἢ πολὺς στρατὸς τῶν Ἑλλήνων ποὺ εἶναι ἐλεύθερος, ὅπως ἐστάθη εἰς τὴν Ἤπειρον, θὰ σταθῆ, ἂν κληθῆ, εἰς τὴν Θράκην. Καὶ τί νὰ κάμη;... Θὰ πολεμήση. Καὶ ἐκεῖ. Καὶ θὰ ἀγωνισθῆ. Καὶ ἐκεῖ. Καὶ θ᾿ ἀποθάνη. Καὶ ἐκεῖ. Καὶ θ᾿ ἀναμείνη τὴν ἐκ Βερολίνου ἐπιστροφὴν τοῦ δρομέως, ὁ ὁποῖος ἦλθε πρὸ πέντε ἐτῶν καὶ ἔλαβε ἀπὸ τὴν Ὀλυμπίαν τὸ φῶς, διὰ νὰ μεταβάλη εἰς δαυλὸν τὴν λαμπάδα καὶ φέρη τὴν πυρκαϊὰν εἰς τὸν μικρόν, τὴν ἔκτασιν, αλλὰ μέγιστον αὐτὸν τόπον, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἔμαθε τὸν κόσμον ὅλον νὰ ζῆ, πρέπει τώρα νὰ τὸν μάθη καὶ ν᾿ ἀποθνήσκη.

Μετ᾿ ἐξόχου τιμῆς
Γ. Α. ΒΛΑΧΟΣ


Πηγή: http://www.newsbeast.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.