Το άγχος, από το ρήμα άγχω: πιέζω σφιχτά, ιδίως στο λαιμό (παράγωγα: αγχόνη, στηθάγχη) είναι μια ανθρώπινη εμπειρία που ακολουθεί τον άνθρωπο από την εποχή του homo sapiens. Περιγράφηκε για πρώτη φορά από το Δανό υπαρξιστή Soren Kierkegaard το 1844 ως «μια αόριστη, διάχυτη ανησυχία, διαφορετική από το φόβο, λόγω μη παρουσίας συγκεκριμένου κινδύνου, διαπεραστική, χωρίς δυνατότητα διαφυγής.
Γράφει ο Βασίλειος Αλεβίζος, Αναπληρωτής Καθηγητής Ψυχιατρικής Πανεπιστημίου Αθηνών
1. Τι είναι το άγχος;
Κατά τον A.Lewis, «το άγχος είναι μια δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση με υποκειμενική εμπειρία φόβου ή ανάλογου συναισθήματος που οδεύει προς το μέλλον. Δεν υπάρχει εμφανής απειλή ή η απειλή είναι δυσανάλογη με το συναίσθημα που προκαλεί. Υπάρχει υποκειμενική σωματική δυσφορία ή εκδήλωση σωματικών διαταραχών».
2. Το άγχος σχετίζεται με καταπιεσμένα σεξουαλικά ένστικτα;
Ο Freud περιέγραψε το άγχος ως μια δυσάρεστη συγκινησιακή κατάσταση που χαρακτηρίζεται από υποκειμενικό αίσθημα χρόνιας εξάντλησης. Πίστευε αρχικά ότι προέρχεται από απελευθέρωση καταπιεσμένων σεξουαλικών τάσεων που απελευθερώνονται αυτόματα σε ελεύθερο άγχος. Αργότερα, διατύπωσε μια πιο γενική αντίληψη του άγχους, ότι δηλ. αποτελεί σήμα ενδεικτικό της παρουσίας επικίνδυνης κατάστασης που προκαλεί μια δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση που ειδοποιεί το άτομο για την ανάγκη κάποιας μορφής προσαρμογής.
Το άγχος έχει παγκόσμια παρουσία. Λειτουργεί ως σήμα εγρήγορσης, προειδοποιεί το άτομο για επικείμενο κίνδυνο και το προετοιμάζει για επίθεση ή φυγή από μια επικίνδυνη κατάσταση. Ετσι εξασφαλίζει την εγρήγορση και επιτυγχάνει την ισορροπία ανάμεσα στο άτομο και το περιβάλλον. Ταυτόχρονα προετοιμάζει το άτομο για καλύτερη απόδοση και λειτουργικότητα.
Αντίθετα, ο φόβος σηματοδοτεί την παρουσία συγκεκριμένου γνωστού κινδύνου η ένταση του οποίου είναι ανάλογη του μεγέθους του κινδύνου και αποσκοπεί στην αποφυγή του. Π.χ. κάποιος αισθάνεται άγχος στο πλήθος, αλλά φοβάται τα φίδια. Ο μεν φόβος έχει ως βασικό χαρακτηριστικό την ύπαρξη συγκεκριμένων φοβικών καταστάσεων που τον εκλύουν και τη συμπεριφορά αποφυγής, ενώ το άγχος μια ακαθόριστη απειλή, από την οποία το άτομο δεν μπορεί να διαφύγει και έχει μακρά (χρόνια) διάρκεια.
3. Μπορεί το άγχος να βλάψει την υγεία;
Το χρόνιο άγχος μπορεί να βλάψει τη σωματική υγεία π.χ., δια μέσου υπερπαραγωγής αδρεναλίνης και νοραδρεναλίνης, ουσιών που μπορεί να προκαλέσουν υπέρταση, σύσπαση των στεφανιαίων αγγείων, αύξηση της πηκτικότητας του αίματος κ.ά. Η αύξηση της καρδιακής συχνότητας μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυες για τη ζωή αρρυθμίες και αιφνίδιο θάνατο.
Επίσης το άγχος υπεισέρχεται στην παθογένεια του γαστρεντερικού συστήματος, όπως το πεπτικό έλκος και το ευερέθιστο έντερο. Το ευερέθιστο έντερο συνυπάρχει με ψυχοπαθολογία σε συχνότητα που κυμαίνεται από 50% ως 90% και θεωρείται μεταμφιεσμένη ψυχική διαταραχή.Η θεραπεία του άγχους μειώνει τον κίνδυνο από τις δυσμενείς επιδράσεις του χρόνιου άγχους, προστατεύει το άτομο και αυξάνει την επιβίωση των ασθενών.
Η συνύπαρξη του άγχους στη σωματική νόσο συνεπάγεται πτωχότερη ανταπόκριση στη θεραπεία και δυσμενέστερη πορεία. Οι ασθενείς με αγχώδεις διαταραχές έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο αυτοκτονίας σε σύγκριση με το γενικό πληθυσμό καθώς και μεγαλύτερη γενική νοσηρότητα και θνησιμότητα
Η συνύπαρξη αγχώδους διαταραχής και άλλης ψυχικής διαταραχής επιβαρύνει την πορεία και την πρόγνωση της κυρίας νόσου και μειώνει την ποιότητα ζωής. Το άγχος και το στρες μπορεί να αυξήσουν την ευπάθεια του ατόμου σε λοιμώξεις δια μέσου επίδρασης στο ανοσοποιητικό σύστημα ή να προκαλέσουν ορμονικές μεταβολές που τροποποιούν τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος με επακόλουθο αυξημένη τάση για λοιμώξεις.
4. Πότε το άγχος γίνεται ανησυχητικό;
Το αυξημένο άγχος θεωρείται φυσιολογικό όταν εκδηλώνεται σε απειλητικές καταστάσεις που εγκυμονούν άμεσο κίνδυνο. Όταν όμως είναι έντονο και παρατεταμένο παύει να παίζει τον προσαρμοστικό του ρόλο και γίνεται παθολογικό. Το παθολογικό άγχος μπορεί να οριστεί ως μία απρόσφορη και δυσανάλογη αντίδραση σε μια κατάσταση η σε ένα συμβάν ή ως μία αντίδραση που προέρχεται από συγκρούσεις που ανήκουν στο παρελθόν του ατόμου. Το παθολογικό άγχος προκαλεί μεγάλη δυσφορία στο άτομο και το αναγκάζει να ζητήσει ιατρική βοήθεια. Η οξεία αυτή συναισθηματική κατάσταση απομονώνει το άτομο, το κάνει φοβισμένο, αδύναμο, χωρίς κουράγιο ή το κάνει υπερκινητικό, οργισμένο, παράλογο ή επιθετικό.
5. Ποια είναι τα συμπτώματά του;
Με το παθολογικό άγχος διαταράσσεται η κανονική λειτουργικότητα και το άτομο κυριαρχείται από αρνητικές αντιδράσεις, αδυναμία ανταπόκρισης στις καθημερινές δραστηριότητες, προσμονή αόριστης απειλής και αυξημένο τόνο του αυτόνομου νευρικού συστήματος που εκδηλώνεται με μια ποικιλία σωματικών συμπτωμάτων, όπως ταχυκαρδία, αίσθημα παλμών, ταχεία και βραχεία αναπνοή, εφιδρώσεις, κεφαλαλγία, αυξημένη μυϊκή τάση, γαστρεντερικά συμπτώματα κ. ά. που συνιστούν τα σωματικά συμπτώματα του άγχους. Το παθολογικό άγχος εκφράζεται με συμπτώματα που αποτελούν τα κεντρικά συμπτώματα των αγχωδών διαταραχών.
Τι είναι οι αγχώδεις διαταραχές;
Οι αγχώδεις διαταραχές αποτελούν ξεχωριστές νοσολογικές καταστάσεις, έχουν διαφορετικά κλινικά χαρακτηριστικά και η καθεμιά έχει τα δικά της διαγνωστικά κριτήρια. Περιλαμβάνουν τη διαταραχή πανικού, τη διαταραχή γενικευμένου άγχους, τις φοβικές διαταραχές, την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (μετατοπίζεται σε άλλη κατηγορία ψυχικών διαταραχών) και τη μετατραυματική διαταραχή. Παραδείγματος χάρη, για να χαρακτηριστεί μια κατάσταση διαταραχή πανικού, δεν αρκεί να συμβεί μια κρίση πανικού, αλλά επαναλαμβανόμενες και μια τουλάχιστον να έχει ακολουθηθεί από χρονική περίοδο 1 μήνα και πλέον και να συνοδεύεται από α. επίμονη ενασχόληση ότι θα ακολουθήσει και άλλη κρίση και β. από ανησυχία και φόβο για επακόλουθα (πχ έμφραγμα, «τρέλα» κ.ά).
6. Τι είναι η διαταραχή γενικευμένου άγχους;
Η διαταραχή γενικευμένου άγχους χαρακτηρίζεται από νευρικότητα, ταραχή, αγωνία, υπερβολικό και επίμονο αίσθημα έντασης, σαν να πρόκειται να συμβεί κάτι το φοβερό από στιγμή σε στιγμή. Το άτομο δεν γνωρίζει γιατί φοβάται, αναγνωρίζει ότι δεν βρίσκεται σε κίνδυνο, βρίσκεται όμως σε συνεχή αγωνία και ανησυχία. Το άγχος συνοδεύεται από σωματικά ενοχλήματα, πχ ταχυκαρδία, ταχύπνοια, προκάρδια ενοχλήματα κτλ.
Οι φοβικές διαταραχές χαρακτηρίζονται από υπερβολικό και επίμονο φόβο για διάφορες καταστάσεις και αντικείμενα. Το άτομο αναγνωρίζει το παράλογο του φόβου. Η φοβία συνοδεύεται συχνά από συμπεριφορά αποφυγής, δηλ. προσπάθεια του ατόμου να αποφύγει καταστάσεις που προκαλούν το φόβο (πχ αποφυγή να μπεί στο ασανσέρ)
7.Τι πρέπει να κάνω για να μη μεταφέρω το άγχος μου στην οικογένεια;
Η αποφυγή της μεταφοράς του παθολογικού άγχους στην οικογένεια αποτελεί συνάρτηση της θεραπείας του πάσχοντα γονέα και της εγκατάστασης σταθερών σχέσεων στο οικογενειακό περιβάλλον.
Η μεταφορά της ανησυχίας που απορρέει από τα προβλήματα της καθημερινής ζωής (οικονομικά, προβλήματα σχέσεων κ.ά.) που διαταράσσουν τις σχέσεις στην οικογένεια με εκνευρισμούς, εντάσεις και προστριβές μεταξύ των μελών, πρέπει να αποφεύγεται διότι δημιουργούν άγχος, ανασφάλεια και αβεβαιότητα στα παιδιά και προδιαθέτουν σε εκδήλωση αγχώδους διαταραχής και κατάθλιψης.
Επί πλέον οι γονείς πρέπει να εξασφαλίζουν συναισθηματική εκφραστικότητα με θετικά και αρνητικά συναισθήματα, οικειότητα, διαθεσιμότητα στις συναισθηματικές ανάγκες των μελών της οικογένειας, επικοινωνία με σαφή και μη αντιφατικά μηνύματα, επίλυση προβλημάτων, προσαρμοστικότητα στις αλλαγές (π.χ. σχολείου,
κατοικίας), παροχή φροντίδας, σαφή όρια ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας κ.ά.
8.Σε τι οφείλεται το παιδικό άγχος;
Όπως και στους ενήλικες έτσι και στα παιδιά, η αιτιολογία του άγχους και των αγχωδών διαταραχών είναι πολύπλευρη.
Δυσλειτουργία ειδικών νευροχημικών συστημάτων (νοραδρεναλίνης, σεροτονίνης κ.ά.) στον εγκέφαλο συμμετέχουν στην ανάπτυξη και διατήρηση της αγχώδους διαταραχής.
Οι εξελίξεις στη νευροαπεικόνιση έχουν πιστοποιήσει δομικές μεταβολές στον εγκέφαλο των ασθενών.
Οι πρόοδοι στη μοριακή γενετική έχουν οδηγήσει στην πιστοποίηση γονιδίων υπεύθυνων για αυξημένη ευπάθεια σε αγχώδη διαταραχή. Οικογενειακές μελέτες έχουν δείξει αυξημένη επικινδυνότητα για εμφάνιση αγχωδών διαταραχών μεταξύ συγγενών.
Από ψυχολογική πλευρά έχει βρεθεί ότι διάφοροι ψυχολογικοί παράγοντες συνδέονται με αυξημένη ευαισθησία για ανάπτυξη αγχώδους διαταραχής. Η «αγχώδης ευαισθησία» παιδιών φαίνεται ότι αποτελεί μία χαρακτηριολογική ανωμαλία που αυξάνει τον κίνδυνο για αγχώδη διαταραχή και η «συμπεριφορική αναστολή» παιδιών, μία κληρονομούμενη προδιάθεση σε αυξημένη νευροφυσιολογική αντιδραστικότητα σε συνδυασμό με δυσμενές περιβάλλον προδιαθέτει σε ανάπτυξη αγχώδους διαταραχής.
Κατά την ψυχαναλυτική θεωρία, το άγχος δημιουργείται από τις συγκρούσεις στα διάφορα στάδια της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης και εξ αιτίας της αποτυχίας να επιλυθούν αυτές οι συγκρούσεις.
Οι περιβαλλοντικοί παράγοντες και οι τρόποι με τους οποίους το παιδί αντιδρά σε καταστάσεις, γεγονότα και τραυματικές εμπειρίες, π.χ. διαζύγιο, σωματικές νόσοι του παιδιού ή των γονέων, θάνατος, δυσκολίες στις διαπροσωπικές σχέσεις, απορριπτική συμπεριφορά, ατυχήματα κ.ά. αλληλεπιδρούν με νευροβιολογικούς και ψυχοκοινωνικούς παράγοντες στην ανάπτυξη αγχώδους διαταραχής.
9. Πώς αντιμετωπίζουμε το άγχος των παιδιών;
Οι κύριες θεραπευτικές προσεγγίσεις είναι οι ψυχολογικές θεραπείες (ψυχοθεραπεία) και οι φαρμακευτικές θεραπείες, καθώς και ο συνδυασμός φαρμακοθεραπείας και ψυχοθεραπείας. Οι φαρμακευτικές θεραπείες εφαρμόζονται κυρίως στους εφήβους και περιλαμβάνουν αντικαταθλιπτικά και λιγότερο συχνά αγχολυτικά φάρμακα.
Οι ψυχολογικές θεραπείες εφαρμόζονται ευρέως και περιλαμβάνουν διάφορους τύπους ψυχοθεραπείας, όπως η γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία, η ψυχοδυναμική και η ατομική ψυχοθεραπεία, υποστηρικτική ψυχοθεραπεία και ψυχοθεραπεία των γονέων. Οι θεραπείες των παιδιών με αγχώδεις διαταραχές αποβλέπουν στη μείωση της έντασης των συμπτωμάτων, στην πρόληψη των υποτροπών και η επανάκτηση της λειτουργικότητας του παιδιού.
10. Ιδιαιτερότητες της εφηβείας
Η εφηβική περίοδος χαρακτηρίζεται από μεγάλες αλλαγές και συγκρούσεις, αναστάτωση και αμφισβητήσεις μέχρις ότου συγκροτηθεί η δομή της προσωπικότητας.
Ο έφηβος αποχωρίζεται από τους γονείς και γίνεται περισσότερο ανεξάρτητος και αυτόνομος. Φεύγει από τον κόσμο του παιδιού και οδεύει προς τον κόσμο των ενηλίκων. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από συναισθηματική αστάθεια και αλλαγές στη σχέση του με τους γονείς. Ασκεί κριτική στους γονείς για τη συμπεριφορά και τις αντιλήψεις τους, αλλά για να λειτουργήσει ανεξάρτητα πρέπει οι σχέσεις εξάρτησης – ανεξαρτησίας να έχουν μία ισορροπία, ώστε να μπορεί να λειτουργεί ανεξάρτητα.
Παράλληλα ο έφηβος αναζητεί άλλες σχέσεις, οι οποίες, αρχικά παροδικές, θα αποκτήσουν ακολούθως περισσότερη γνησιότητα και στο τέλος της εφηβείας θα είναι σε θέση να δημιουργεί σταθερές σχέσεις.
Η συχνότητα ψυχοπαθολογίας στους εφήβους εκτιμάται σε 15 % σε σύγκριση με 12 % στην προεφηβική ηλικία. Η αυτοκτονία στους εφήβους έχει υπολογιστεί ως η τρίτη κατά σειρά αιτία θανάτου στις ΗΠΑ μεταξύ της ηλικία 15-24 ετών.
Πηγή: http://boro.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.