Σαν σήμερα (9/5) πριν από 37 χρόνια (1976) η γερμανίδα δημοσιογράφος Ούρλικε Μάϊνχοφ βρέθηκε κρεμασμένη στο κελί Νο 719 των φυλακών υψίστης ασφαλείας στο Στάμχαϊμ της Στουτγάρδης. Η ιστοσελίδα αρέσκεται σε επετειακές υπενθυμίσεις, στο όνομά τους λοιπόν αναδημοσιεύουμε την καταγγελία της Μάϊνχοφ εκτιμώντας ότι η απόσταση του χρόνου εμβαθύνει την αναγνωστική δυνατότητα. Έχει ως ακολούθως:
Εγώ η Ούλρικε Μάϊνχοφ καταγγέλω
ΟΝΟΜΑ: Ουλρίκε
ΕΠΩΝΥΜΟ: Μάϊνχοφ
ΓΕΝΟΥΣ: Θηλυκού
ΗΛΙΚΙΑ: Σαρανταενός χρονών
...Ναι! Είμαι παντρεμένη.
Έκανα δύο παιδιά με καισαρική.
Ναι είμαστε χωρισμένοι με τον άντρα μου.
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ: Δημοσιογράφος
ΕΘΝΙΚΟΤΗΤΑ: Γερμανίδα
Είμαι τέσσερα χρόνια στη φυλακή, σ’ ένα μοντέρνο κάτεργο, ενός σύγχρονου κράτους.
Το έγκλημα;
Συγκρούστηκα με την άρχουσα τάξη και τους νόμους της που τους έχει προστάτες της, για να μπορεί να εκμεταλλεύεται και να κάνει κουμάντο σε όλα, στα πάντα. Ακόμα και στο ίδιο το μυαλό μας, στις σκέψεις μας, τα λόγια μας, τα συναισθήματα μας, τη δουλειά μας, τον τρόπο που μας αρέσει να αγαπάμε ή να κάνουμε έρωτα, ολόκληρη τη ζωή μας.
Γι’ αυτό με κλείσατε εδώ μέσα αφεντικά του κράτους δικαίου. Φυσικά όλοι είναι ίσοι απέναντι στους νόμους σας, εκτός απ’ αυτούς που δεν συμφωνούν με τα ιερά σας και τα όσια. Εσείς είστε που υποβιβάσατε τη γυναίκα. Ό,τι λοιπόν μου στερήσατε τόσα χρόνια σα γυναίκα, μου το προσφέρετε τώρα: ΙΣΗ ΠΟΙΝΗ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΤΡΑ. Τι ειρωνεία! Σας ευχαριστώ! Με ανταμείψατε με το νόμισμα της πιο σκληρής φυλάκισης.
Απομόνωση και κρύο μέσα σε μια φυλακή νεκροταφείο. Στην ποινή δηλαδή της εξόντωσης των αισθήσεων μου. Πόσο ευγενική έκφραση θα ήταν να’ λεγα ότι με θάψατε ζωντανή σ’ ένα τάφο;
Λευκό το κελί, οι τοίχοι, λευκά τα κουφώματα, η πόρτα περασμένη με σμάλτο, για να μην πω και το αποχωρητήριο, ο φωτισμός με νέον –λευκός κι αυτός- κι αναμμένες λάμπες μέρα-νύχτα. Πότε επιτελούς είναι μέρα και πότε νύχτα; Πως θα το μάθω; Απ’ τη χαραμάδα του παραθύρου περνάει πάντα το ίδιο λευκό φως, ψεύτικο κι αυτό, σαν το παράθυρο που είναι ψεύτικο κι αυτό, ίδια ψεύτικος κι ο δόλιος ο χρόνος που μ’ έχετε φυλακισμένη εδώ σ’ ένα λευκό ατελείωτο.
ΣΙΩΠΗ! Παντού σιωπή.
Απ’ έξω ούτε φωνή, ούτε ήχος, ούτε θόρυβος. Στο διάδρομο δεν ακούγονται βήματα, ούτεπόρτες που ανοιγοκλείνουν. ΤΙΠΟΤΑ. Όλα σιωπηλά και κατάλευκα. Μια μεγάλη σιωπή και στο μυαλό μου, λευκή κι αυτή σαν το ταβάνι. Κι η φωνή μου λευκή αν δοκιμάσω να φωνάξω. Λευκό το σάλιο καθώς στεγνώνει στα χείλη μου.
Λευκή η σιωπή στ’ άδεια μου μάτια στο στομάχι, στην πρησμένη από την πείνα κοιλιά μου.
Πιασμένη σαν γιαπωνέζικο ψάρι, δίχως πτερύγια, μες τη σιωπή του ενυδρείου.
Έντονη επιθυμία για εμετό.
Βλέπω το μυαλό σε αργή κινηματογραφική κίνηση, να βγαίνει από το κρανίο μου, να αλητεύει εδώ κι εκεί και να κυλάει στο πάτωμα και να γίνεται ένα με το αιώνιο λευκό του κελιού μου.
Νιώθω το κορμί μου σαν σκόνη, όπως το απορυπαντινό για το πλυντήριο. Σκύβω και το μαζεύω...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.