Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

Ιστορικοί φόνοι που διαλευκάνθηκαν χάρη στην πρώιμη Σήμανση


Οι εγκληματολογικές αστυνομικές έρευνες στην υπηρεσία της εξιχνίασης διαβόητων δολοφονιών.

Είναι γεγονός ότι οι διευθύνσεις των εγκληματολογικών έχουν αλλάξει τη μοίρα των αστυνομικών ερευνών, αποτελώντας πια αναπόσπαστο μέλος κάθε σοβαρής προσπάθειας εξιχνίασης κάποιου εγκλήματος.

Σήμερα βέβαια έχουμε εξοικειωθεί με τα πεπραγμένα τους μέσα από τις τόσες και τόσες αστυνομικές σειρές, εκεί που μια σταγόνα αίματος, ένα κομματάκι οστού ή ακόμα και μια τρίχα από τα μαλλιά οδηγεί αναγκαστικά στη σύλληψη του εγκληματία.

Κι έτσι είναι εύκολο να ξεχάσει κανείς ότι κάποτε η εγκληματολογία ήταν μια επιστήμη στα σπάργανα και όλες οι σύγχρονες τεχνικές που θεωρούμε πια δεδομένες δεν ήταν παρά ερασιτεχνικές απόπειρες κάποιων πιονέρων να συνδέσουν τα αποσπασματικά κομμάτια του εγκληματικού παζλ.

Ας δούμε λοιπόν μια σειρά από φόνους που εξιχνιάστηκαν με τη βοήθεια γιατρών και άλλων ειδικών της Σήμανσης, που ειδάλλως θα παρέμεναν για πάντα στο σκοτάδι…

Ο άντρας που έλιωσε τη γυναίκα του



Ο Άντολφ Λούτγκερτ είχε μια ιδιαιτέρως επιτυχημένη επιχείρηση παρασκευής και συσκευασίας λουκάνικων στα τέλη του 19ου αιώνα, τόσο πετυχημένη μάλιστα που τον έλεγαν «βασιλιά των λουκάνικων του Σικάγου»! Ο επιχειρηματίας είχε όμως κι έναν αποτυχημένο γάμο στο βιογραφικό του, κι έτσι ένα βράδυ του 1897, όταν οι δυο τους είχαν βγει έναν νυχτερινό περίπατο, η σύζυγος Λουίζα εξαφανίστηκε από προσώπου γης.

Σύμφωνα με την κατάθεση του Άντολφ, η Λουίζα τρελάθηκε λέει ξαφνικά και αποφάσισε να το σκάσει από κοντά του, αν και η Αστυνομία δεν πίστεψε την εκδοχή του από την πρώτη στιγμή. Ξεψαχνίζοντας λοιπόν τη βιοτεχνία του Λούτγκερτ, οι Αρχές έμαθαν τι είχε απογίνει η σύζυγός του: στο υπόγειο της μονάδας παραγωγής, βρήκαν μια δεξαμενή γεμάτη με ένα κατακόκκινο υγρό και όταν την άδειασαν, απέμειναν μικρά κομματάκια από κόκαλα, ρούχα και τούφες μαλλιών. Αλλά και το χρυσό δαχτυλίδι της συζύγου με τα αρχικά της γράμματα να αχνοφαίνονται ακόμα.

Σήμερα η υπόθεση φαντάζει πανεύκολη στη λύση της, δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι μιλάμε για τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν για να αποδειχθεί ο φόνος έπρεπε υποχρεωτικά να υπάρχει και πτώμα. Κι έτσι ο Λούτγκερτ ισχυρίστηκε ότι το τοξικό διάλυμα ήταν για την παραγωγή σαπουνιού, την ίδια ώρα που τα κόκαλα προέρχονταν πιθανώς από κάποιο ποντίκι που είχε πέσει μέσα στη δεξαμενή. Από την πορεία της δίκης μάλιστα φαινόταν πως ο εργοστασιάρχης θα τη σκαπούλαρε, καθώς ακόμα και η ύπαρξη του δαχτυλιδιού δεν μπορούσε να αποδείξει τίποτα.

Και τότε η εισαγγελία ζήτησε τη βοήθεια των ειδικών. Συγκεκριμένα ενός διαπρεπούς ανθρωπολόγου, του Τζορτζ Ντόρσεϊ, ο οποίος κατέληξε ότι τα απομεινάρια των οστών ανήκαν σε άνθρωπο και δη γυναίκα. Η κατάθεσή του ευθυγραμμίστηκε με όλα τα άλλα αποδεικτικά, κάνοντας τους ενόρκους να τον καταδικάσουν τελικά για τον φόνο της συζύγου του…

Το ανθρώπινο παζλ της Σκοτίας



Στις 29 Σεπτεμβρίου 1935 μια νεαρή γυναίκα έπαιρνε τη βόλτα της στην ύπαιθρο της Σκοτίας όταν έπεσε πάνω σε ένα μακάβριο θέαμα: ένα δέμα να κατεβαίνει το ποταμάκι με ένα χέρι να προεξέχει του πακέτου. Η Αστυνομία χτένισε κυριολεκτικά την περιοχή και σύντομα είχε στα χέρια της περισσότερα από 70 κομμάτια ανθρώπινων απομειναριών.

Το έργο της επανασυναρμολόγησης των κομματιών ώστε να αναγνωριστεί το θύμα έπεσε στον Τζον Γκλάιστερ και μια ομάδα παθολόγων και ιατροδικαστών. Αυτοί κατέληξαν πως τα δύο θύματα ήταν γυναίκες, ενώ σε αυτό που λογίστηκε ως ένα από τα πρώρα παραδείγματα εγκληματολογικής εντομολογίας, η ομάδα εξακρίβωσε την ακριβή στιγμή του θανάτου μελετώντας τα σκουλήκια που βρέθηκαν στις σορούς. Οι έρευνες της Σήμανσης απέδωσαν έναν ύποπτο, τον δρα Μπακ Ράξτον, η γυναίκα του οποίου είχε εξαφανιστεί και ο ίδιος είχε υποπέσει σε πολλές ανακρίβειες.

Η κολοσσιαία ερευνητική πρωτοπορία της συγκεκριμένης υπόθεσης ήταν η φωτογραφική υπέρθεση (superimposition) των κρανιοεγκεφαλικών χαρακτηριστικών της κεφαλής που βρέθηκε στο δέμα και μιας φωτογραφίας της συζύγου του γιατρού, με τα δυο κεφάλια να ταιριάζουν απόλυτα! Με την ίδια τεχνική, ταυτοποιήθηκε και το δεύτερο θύμα, που ήταν η οικονόμος της Ισαμπέλα Κερ-Ράξτον. Ο γιατρός σκότωσε τη γυναίκα του σε ένα ξέσπασμα βίας και κατόπιν ξέκανε και τη βοηθό της για να καλύψει τα ίχνη του…

Οι φονικές βαλίτσες του Μπράιτον



Δύο άσχετοι μεταξύ τους αλλά παραπλήσιοι σε μέθοδο φόνοι έλαβαν χώρα στο Μπράιτον της Αγγλίας το 1934. Ήταν 17 Ιουνίου όταν μια αδέσποτη βαλίτσα που εντοπίστηκε στον σιδηροδρομικό σταθμό φιλοξενούσε εντός της έναν γυναικείο κορμό. Τόσο η ταυτότητά της όσο και εκείνη του δράστη παραμένουν άγνωστα μέχρι σήμερα, αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η αστυνομία δεν κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες να εντοπίσει τα χαμένα τμήματα του σώματός της.

Κι έτσι η αστυνομική έρευνα δεν απέδωσε μόνο άλλη μια βαλίτσα που έφερε τα κομμένα μέλη και το κεφάλι της γυναίκας, αλλά και μία ακόμα με ένα ολοκαίνουριο πτώμα! Το νέο θύμα αναγνωρίστηκε τελικά και ήταν μια 42χρονη ιερόδουλη που το είχε σκάσει από το Λονδίνο με τον αγαπητικό της, κάποιον Τόνι Μαντσίνι, ο οποίος μετατράπηκε εύκολα στον Νο 1 ύποπτο για τον χαμό της. Εκείνος ισχυριζόταν ότι η Βάιολετ Κέι είχε δολοφονηθεί από κάποιον πελάτη της και επειδή πανικοβλήθηκε λόγω του ποινικού του μητρώου, έκρυψε το σώμα σε μια βαλίτσα για να χαθούν τα ίχνη της.

Ο διαπρεπής σερ Μπέρναρντ Σπίλσμπουρι κλήθηκε να εξετάσει τη σορό και κατέληξε ότι η πόρνη είχε πεθάνει από σφοδρό χτύπημα στο κεφάλι. Αν ήταν το ίδιο σφυρί με αυτό που βρέθηκε στο υπόγειο της οικίας του Μαντσίνι έμελλε να αποδειχθεί, η επιβεβαίωση ωστόσο θα ερχόταν από κάπου αλλού: από τη νεόκοπη δικαστική γραφολογία! Γραφολόγος ειδικός κατέληξε ότι ένα τηλεγράφημα που είχε στείλει υποτίθεται η Βάιολετ στην αδερφή της ήταν γραμμένο από το χεράκι του Μαντσίνι, δένοντας έτσι την υπόθεση πιο σφιχτά από πριν.

Κι όμως, παρά τα ευρήματα και την καινοτόμα εγκληματολογική δουλειά, ο Μαντσίνι αθωώθηκε. Αυτό ήταν αποτέλεσμα ενός αστάθμητου παράγοντα που δεν είχε λάβει υπόψη του ο δημόσιος κατήγορος: τον ανεπανάληπτο δικηγόρο του Μαντσίνι, Νόρμαν Μπίρκετ, που θα λειτουργούσε αργότερα ως δικαστής στις Δίκες της Νυρεμβέργης, και έσωσε τον δράστη από βέβαια καταδίκη. Δεκαετίες αργότερα, πριν κλείσει τα μάτια στο νεκροκρέβατό του, ο Μαντσίνι ομολόγησε τον φόνο της Βάιολετ Κέι…

Ο βάμπιρος βιαστής του Καναδά



Παρά το γεγονός ότι η εγκληματολογική οδοντιατρική μετατράπηκε σε σταθερά της αστυνομικής έρευνας ανθρωποκτονιών στη Βρετανία ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα, θα έπαιρνε λιγάκι ακόμα να τύχουν αποδοχής οι δαγκωματιές και τα οδοντικά ίχνη στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Και θα ήταν ο διαβόητος κατά συρροή δολοφόνος των ΗΠΑ, Τεντ Μπάντι, αυτός που θα έστελνε την εγκληματολογική οδοντιατρική στα ουράνια, καθώς η σύγκριση των δοντιών του με τα σημάδια πάνω στα θύματά του ήταν επιβεβλημένη για να τον καταδικάσουν.

Αν και ήταν λίγα χρόνια πριν στον Καναδά που θα λάμβανε χώρα η παρθενική φορά που χρησιμοποιήθηκαν οδοντιατρικά δεδομένα σε υπόθεση εξιχνίασης εγκλήματος της Βόρειας Αμερικής. Είμαστε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 όταν μια σειρά από γυναικεία πτώματα ανασύρθηκαν στο Μόντρεαλ, διαθέτοντας όλα κοινά χαρακτηριστικά: τα θύματα είχαν βιαστεί, στραγγαλιστεί και έφεραν δαγκωνιές στα στήθη, χαρακτηριστικό που θα ωθούσε τον Τύπο να αποκαλέσει τον δράστη «βρικόλακα βιαστή».

Μέχρι το 1970, η Αστυνομία είχε συνδέσει τρία φονικά με έναν δράστη, που κυκλοφορούσε με το όνομα «Μπιλ», αν και αυτό ήταν όλο. Τότε ξαναχτύπησε ο στραγγαλιστής στο Κάλγκαρι και πλέον οι Αρχές είχαν στα χέρια τους έναν ύποπτο, κάποιον Γουέιν Κλίφορντ Μπόντεν. Για να τον συνδέσουν όμως με τα φονικά έπρεπε να σκεφτούν έξυπνα, γι’ αυτό και ζήτησαν τη βοήθεια του ορθοδοντικού Γκόρντον Σουάν, μπας και μπορούσε αυτός να συνδέσει τα σημάδια στα στήθη των πτωμάτων με το οδοντικά χαρακτηριστικά του στραγγαλιστή.

Η καινοτόμα δουλειά μόνο εύκολη δεν ήταν και σύντομα στο παιχνίδι είχαν μπει βρετανοί εγκληματολογικοί οδοντίατροι αλλά και το αμερικανικό FBI. Η ομάδα των ειδικών απέδειξε ότι ο Μπόντεν είχε δαγκώσει τουλάχιστον ένα θύμα και με τα αδιάσειστα πειστήρια στο τσεπάκι τους, ο βρικόλακας-βιαστής ομολόγησε τους άλλους φόνους και έφαγε ισόβια…

Μπάνιο σε λουτρό οξέος



Ακόμα και εφτά σχεδόν δεκαετίες μετά τον θάνατό του, το όνομα του Τζον Τζορτζ Χάι προκαλεί ανατριχίλες στην Αγγλία ως ένας από τους πλέον διαβόητους κατά συρροή δολοφόνους που γνώρισε ποτέ η Μεγάλη Βρετανία. Ο Τύπος τον λάτρευε μάλιστα λόγω της συνήθειάς του να διαλύει τα θύματά του σε θειικό οξύ, κάτι που τρομοκρατούσε την τοπική κοινωνία περισσότερο ακόμα και από τα στυγερά φονικά.

Ο τύπος συνελήφθη, κατηγορήθηκε για έξι υποθέσεις, ομολόγησε τελικά εννιά και έδωσε λεπτομερέστατες περιγραφές των ειδεχθών εγκλημάτων του, αν και παρόλα αυτά ο Χάι πίστευε ακράδαντα πως θα τη γλίτωνε! Κι αυτό γιατί θεωρούσε πως το βρετανικό Ποινικό Δίκαιο δεν θα μπορούσε να τον καταδικάσει για ανθρωποκτονία χωρίς να έχει πτώμα στα χέρια του. Και μιας και ήξερε πως δεν είχαν απομείνει πτώματα να βρεθούν, ο αλαζόνας φονιάς κοκορευόταν για τα κακουργήματά του και κόμπαζε στις καταθέσεις του στην Αστυνομία!

Και ήταν ακριβώς η βοήθεια της Σήμανσης αυτή που έσωσε την παρτίδα, ενώνοντας μια σειρά από έμμεσες αποδείξεις σε μια συνεκτική εξηγητική γραμμή. Ο περίφημος παθολόγος Κιθ Σίμπσον λειτούργησε ως αστυνομικός ερευνητής και ήταν πράγματι αυτός που βρήκε στο σπίτι του φονιά, μέσα στις δεξαμενές που είχε αποσυνθέσει τα πτώματα, απομεινάρια από πέτρες ανθρώπινων νεφρών! Ο γιατρός εντόπισε ακόμα 13 κιλά ανθρώπινου λίπους, δεκάδες κομματάκια οστών αλλά και ένα καλό τμήμα μιας οδοντοστοιχίας, που ταυτοποιήθηκε ότι ανήκε στο τελευταίο του θύμα.

Κι έτσι παρά την εξεζητημένη αυτοπεποίθηση του κατά συρροή δολοφόνου ότι θα τη σκαπούλαρε φτηνά, καταδικάστηκε τελικά για τα στυγερά φονικά του και κρεμάστηκε το 1949…


Πηγή: http://www.newsbeast.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.