Σύμφωνα με την εξελικτική θεωρία, τα συναισθήματα είναι έμφυτοι μηχανισμοί επικοινωνίας και επιβίωσης. Ωστόσο, με βάση την αρχή αυτή, η εν λόγω θεωρία δεν μπορεί να ερμηνεύσει ικανοποιητικά τη ζήλια. Την αποδίδει στην έννοια της ιδιοκτησίας της γυναίκας, όπως ακριβώς το αρσενικό προστατεύει την περιοχή απ’ όπου προσπορίζεται την τροφή του.
Οι Daly et al ισχυρίζονται ότι σε είδη τα οποία παρουσιάζουν «εσωτερική» γονιμοποίηση, τα αρσενικά δεν μπορούν να είναι απόλυτα σίγουρα για τους απογόνους τους. Έτσι, η σεξουαλική ζήλια του αρσενικού αποτελεί μέρος ενός μίγματος κινήτρου και συμπεριφοράς και περιλαμβάνει επίσης τη χρήση ή το φόβο βίας, τα οποία χρησιμοποιεί για να επιτύχει σεξουαλική αποκλειστικότητα και να ελέγξει τη σεξουαλική λειτουργία προκειμένου να εξασφαλίσει την πατρική εμπιστοσύνη.
Η έννοια της παθολογικής ζήλιας
Ένας ορισμός της παθολογικής ζήλιας θα πρέπει να περιλαμβάνει την κεντρική έννοια μιας πίστης ή υποψίας για την απιστία της/του συντρόφου, η οποία ακολουθείται από σκέψεις, συναισθήματα και συμπεριφορές. Ωστόσο, για να είναι δυνατή μια διάκριση μεταξύ φυσιολογικής και παθολογικής ζήλιας, ο όρος θα πρέπει να περιοριστεί, ώστε να περιγράφει μια αβάσιμη ενασχόληση με την ερωτική πίστη της/του συντρόφου. Έτσι, το χαρακτηριστικό της παθολογικής ζήλιας είναι ότι οι σκέψεις είναι παράλογες, χωρίς πραγματική βάση και συμβαίνουν αποσπασματικά. Αυτό σημαίνει ότι οι υποψίες που αφορούν την ερωτική πίστη της/του συντρόφου δεν χρειάζεται να ενισχυθουν από λογικές ενδείξεις. Το άτομο που βιώνει αυτές τις σκέψεις, αντιδρά σ’ αυτές καθαυτές τις σκέψεις και όχι στις ενδείξεις (ή στην απουσία τους) που τις υποστηρίζουν. Αντιδράσεις στις σκέψεις ζήλιας και οι σκέψεις καθαυτές μπορούν να γενικευτούν σε καταστάσεις χρόνου και «αντίζηλου». Η παθολογική ζήλια μπορεί να διαταράσσει τη λειτουργικότητα του ατόμου που τη βιώνει, συχνά επηρεάζει την/το σύντροφο και κατ’ επέκταση και τη σχέση. Οι σκέψεις ζήλιας και τα συνοδά συναισθήματα ή συμπεριφορές του πάσχοντος και της/του συντρόφου μπορούν να θεωρηθούν προβληματικά. Αυτό σημαίνει ότι γίνεται μια υπέρβαση των επιπέδων κτητικότητας που θεωρούνται κανονικά για την κοινωνία ή τον πολιτισμό.
Αντίθετα, η φυσιολογική ζήλια αναμένεται να είναι βασισμένη στην πραγματικότητα, επικεντρωμένη στην/το σύντροφο, το γεγονός ή τον «αντίζηλο», παροδική, επιμένουσα μόνο τόσο όσο η συμπεριφορά της/του συντρόφου ή η απιστία συνεχίζεται και η συμπεριφορά του συντρόφου -όχι η ζήλια καθαυτή- μπορεί να θεωρηθεί προβληματική. Η παθολογική ζήλια είναι επομένως μια περιγραφή όχι της έκτασης της αντίδρασης της ζήλιας, αλλά της λογικότητας και της αντικειμενικότητας που περιλαμβάνει αυτή η αντίδραση.
Η παθολογική ζήλια είναι ένα πολυδιάστατο συναισθηματικό σύμπλεγμα, που σχετίζεται με αβάσιμες υποψίες για σεξουαλικούς και συναισθηματικούς αντίζηλους και με το φόβο απώλειας της/του συντρόφου και της σχέσης και το οποίο εκδηλώνεται ως αντίδραση από τη γνωσιακή, συναισθηματική και συμπεριφορική περιοχή. Σε ασθενείς που δεν πάσχουν από ψυχωσική νόσο, αυτή η σύνθετη συναισθηματική αντίδραση θεωρείται μαθημένη. Στους ψυχωσικούς ασθενείς η κατάσταση είναι λιγότερο σαφής, καθώς το παραλήρημα θεωρείται μέρος της ψυχωσικήε νόσου, αν και αυτό δεν αποκλείει μια μαθημένη παράμετρο.
Πηγή: http://www.boro.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.