Κυριακή 5 Μαΐου 2013

Η αλεμτουζουμάμπη βελτιώνει την αναπηρία των ατόμων με σκλήρυνση κατά πλάκας


Τα ποσοστά υποτροπών και η επιβεβαιωμένη εξέλιξη της αναπηρίας παρέμειναν χαμηλά για τους ασθενείς, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ενδιάμεσης ανάλυσης από το πρώτο έτος της μελέτης επέκτασης της αλεμτουζουμάμπης, η αναπτύσσεται για τη θεραπεία της πολλαπλής σκλήρυνσης (ΠΣ).

Σε αυτήν την ανάλυση του πρώτου έτους της μελέτης επέκτασης, στους ασθενείς που είχαν προηγουμένως λάβει αλεμτουζουμάμπη σε οποιαδήποτε από τις Μελέτες Φάσης ΙΙΙ, CARE-MS I και CARE-MS II το σκεύασμα χορηγήθηκε σε δύο ετήσιες συνεδρίες, στην αρχή της μελέτης και 12 μήνες μετά. Περισσότεροι από το 80% των ασθενών δεν έλαβαν περαιτέρω αγωγή με αλεμτουζουμάμπη κατά το πρώτο έτος της μελέτης επέκτασης.

Αυτά τα αποτελέσματα είναι σημαντικά διότι υποδεικνύουν ότι τα οφέλη της αλεμτουζουμάμπης όπως παρατηρήθηκαν στις μελέτες Φάσης IΙΙ διατηρούνται, παρότι οι περισσότεροι ασθενείς δεν έλαβαν επιπρόσθετη αγωγή, σύμφωνα με τον Έντουαρντ Φοξ, M.D., διευθυντή της Κλινικής Πολλαπλής Σκλήρυνσης, στο Κεντρικό Τέξας, ο οποίος παρουσίασε τα αποτελέσματα στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας στο Σαν Ντιέγκο, της Καλιφόρνια.

Η αλεμτουζουμάμπη είναι ένα μονοκλωνικό αντίσωμα που στοχεύει επιλεκτικά το CD52, μία πρωτεΐνη που βρίσκεται σε αφθονία στην επιφάνεια των Τ και Β κυττάρων. Η θεραπεία με αλεμτουζουμάμπη έχει ως αποτέλεσμα την εξάλειψη των Τ και Β κυττάρων της κυκλοφορίας τα οποία θεωρούνται υπεύθυνα για τη ζημιογόνα φλεγμονώδη διαδικασία στην ΠΣ. Η αλεμτουζουμάμπη έχει ελάχιστη επίδραση σε άλλα κύτταρα του ανοσοποιητικού. Η άμεση αντιφλεγμονώδης δράση της αλεμτουζουμάμπης ακολουθείται από ένα διακριτό πρότυπο επαναποικισμού των Τ και Β κυττάρων που συνεχίζεται σε βάθος χρόνου και το οποίο εξισορροπεί το ανοσοποιητικό σύστημα με τέτοιο τρόπο που δυνητικά περιορίζει την δράση της ΠΣ.

Οι μελέτες Φάσης ΙΙΙ της αλεμτουζουμάμπης ήταν τυχαιοποιημένες πιλοτικές μελέτες, διάρκειας δύο ετών, που συνέκριναν τη θεραπεία με αλεμτουζουμάμπη έναντι της θεραπείας με υποδόρια ιντερφερόνη βήτα-1α (44mcg) σε ασθενείς με υποτροπιάζουσα-διαλείπουσα ΠΣ που είτε δεν είχαν λάβει προηγουμένη θεραπεία (CARE-MS I), είτε είχαν υποτροπιάσει κατά την διάρκεια προηγούμενης αγωγής (CARE-MS II).

Περισσότεροι από το 90% των ασθενών που συμμετείχαν στις πιλοτικές μελέτες Φάσης ΙΙΙ εντάχθηκαν στη μελέτη επέκτασης. Ασθενείς που αρχικά είχαν λάβει αλεμτουζουμάμπη ήταν υποψήφιοι να λάβουν επιπλέον αγωγή στη μελέτη επέκτασης, εφόσον εμφάνιζαν τουλάχιστον μία υποτροπή ή τουλάχιστο δύο νέες ή αυξανόμενες σε μέγεθος βλάβες στον εγκέφαλο ή το νωτιαίο μυελό.

Αυτά τα ενδιάμεσα αποτελέσματα αφορούν το πρώτο έτος της μελέτης επέκτασης για ασθενείς που είχαν προηγουμένως λάβει αλεμτουζουμάμπη στις διετείς μελέτες.

Τα αποτελέσματα που παρουσιάζονται παρακάτω είναι από τους ασθενείς που εντάχθηκαν στη μελέτη επέκτασης:

  • Περισσότεροι από τους μισούς ασθενείς (το 67% στην CARE-MS I και το 55% στην CARE-MS II) που έλαβαν αλεμτουζουμάμπη στις πιλοτικές μελέτες και εντάχθηκαν στη μελέτη επέκτασης ήταν ακόμα ελεύθεροι υποτροπής στο πρώτο έτος της μελέτης επέκτασης.
  • Στο πρώτο έτος της φάσης επέκτασης, η μέση ετησιοποιημένη συχνότητα υποτροπών για τους ασθενείς που είχαν λάβει αλεμτουζουμάμπη στις πιλοτικές μελέτες ήταν 0,24 και 0,25, συγκρινόμενη με την μέση ετησιοποιημένη συχνότητα υποτροπών των ασθενών της CARE MS I και της CARE-MS II αντίστοιχα.
  • Κατά το τρίτο έτος, το 72,4% των ασθενών στην CARE MS I και 70,0% στην CARE MS II είχαν βελτιωμένη ή σταθερή αναπηρία, όπως αξιολογήθηκε με βάση την κλίμακα EDSS. 
  • Στα τρία έτη, 88% και 80% των ασθενών που είχαν λάβει αλεμτουζουμάμπη στις πιλοτικές μελέτες αντίστοιχα, δεν εμφάνισαν εξάμηνη επιβεβαιωμένη εξέλιξη της αναπηρίας.
  • Περισσότερο από το 80% των ασθενών που έλαβαν αλεμτουζουμάμπη στις πιλοτικές μελέτες δεν έλαβαν τρίτη συνεδρία μέσα σε ένα έτος από την ένταξή τους στη μελέτη επέκτασης.
Επίσης, παρουσιάστηκαν τα αποτελέσματα της ασφάλειας από το πρώτο έτος της μελέτης επέκτασης για τους ασθενείς που είχαν λάβει αλεμτουζουμάμπη στις πιλοτικές μελέτες Φάσης ΙΙΙ. Δεν εντοπίστηκαν νέοι κίνδυνοι. Η συχνότητα και το είδος των σοβαρών ανεπιθύμητων ενεργειών στο πρώτο έτος της μελέτης επέκτασης ήταν εν γένει παρόμοια με αυτά των πιλοτικών μελετών Φάσης ΙΙΙ. Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ήταν λοιμώξεις που κυρίως συμπεριλάμβαναν ήπιας έως μέτριας βαρύτητας λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού και του ουροποιητικού συστήματος. Σημειώθηκαν δύο θάνατοι. Ένας, όπως έχει ανακοινωθεί και στο παρελθόν, προήλθε από σήψη. Ο άλλος θεωρήθηκε τυχαίος και μη σχετιζόμενος με τη θεραπεία. Η αθροιστική επίπτωση αυτοάνοσης θυρεοειδούς νόσου στα τρία έτη ήταν 29,9%, όπως αναμενόταν με βάση την εμπειρία από τη μελέτη Φάσης ΙΙ. Επιπλέον, στα τρία έτη, περίπου το 1% των ασθενών εμφάνισαν ιδιοπαθή θρομβοπενική πορφύρα και το 0,3% εμφάνισε νεφροπάθεια, ενώ όλοι ανταποκρίθηκαν στη θεραπεία. Αυτά τα περιστατικά ανιχνεύθηκαν εγκαίρως μέσω τακτικής παρακολούθησης. Η τακτική παρακολούθηση των ασθενών για αυτοάνοσες διαταραχές έχει ενσωματωθεί σε όλες τις μελέτες της αλεμτουζουμάμπης των οποίων χορηγός είναι η Genzyme.

Οι αιτήσεις της Genzyme για την εμπορική διάθεση της αλεμτουζουμάμπης για τη θεραπεία της Πολλαπλής Σκλήρυνσης βρίσκονται υπό αξιολόγηση από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (ΕΜΑ) και από τον Αμερικάνικο Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA). Η εταιρεία αναμένει απάντηση και για τις δύο αιτήσεις εντός του έτους.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.