19 Μαΐου: Παγκόσμια Ημέρα κατά της Ηπατίτιδας Β.
Η ηπατίτιδα Β, δηλαδή η λοίμωξη του ήπατος από τον ιό της ηπατίτιδας Β, αποτελεί ιδιαίτερα συχνή πάθηση στο γενικό πληθυσμό. Υπολογίζεται ότι παγκοσμίως πάνω από 2 δισεκατομμύρια άνθρωποι έχουν έρθει σε επαφή με τον ιό, 5% του πληθυσμού της Γης έχει χρόνια λοίμωξη, η οποία είναι υπεύθυνη για περίπου 1 εκατομμύριο θανάτους ετησίως από κίρρωση, ηπατική ανεπάρκεια και ηπατοκυτταρικό καρκίνο.
Η Ελλάδα ανήκει στις χώρες με ενδιάμεση συχνότητα (2-8% του πληθυσμού). Αν και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εκτιμά ότι η συχνότητα κυμαίνεται 2,3%-2,6% στο σύνολο του πληθυσμού, γεγονός που αποδίδεται στον υποχρεωτικό εμβολιασμό και τη βελτίωση των κοινωνικοοικονομικών και υγειονομικών συνθηκών -το ποσοστό παραμένει υψηλό σε ομάδες υψηλού κινδύνου (έως 6%) και σε ομάδες με χαμηλό κοινωνικοοικονομικό επίπεδο και κακές συνθήκες υγιεινής (έως 25%)-, τα τελευταία χρόνια η εισροή οικονομικών μεταναστών από χώρες υψηλής ενδημικότητας και η αύξηση των χρηστών ενδοφλεβίως τοξικών ουσιών έχουν ως συνέπεια την εκ νέου αύξηση της συχνότητας, έτσι ώστε η χρόνια λοίμωξη από ιό ηπατίτιδας Β να αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα δημόσιας υγείας για την Ελλάδα, το οποίο απαιτεί πρόληψη και αντιμετώπιση.
Η μετάδοση
Η μετάδοση του ιού είναι παρεντερική, μια και το αίμα αποτελεί το πλέον λοιμογόνο από όλα τα βιολογικά υγρά, κάτι που συνεπάγεται ότι η λοίμωξη δεν μεταδίδεται με τις τροφές, το θηλασμό ή τις συνήθεις κοινωνικές δραστηριότητες. Η λοίμωξη στα βρέφη και στα παιδιά οφείλεται είτε σε κάθετη μετάδοση, όταν ο ιός μεταδίδεται από μητέρα φορέα του ιού κατά τη διάρκεια του τοκετού, ή σπανιότερα ενδομήτρια (10%), είτε σε οριζόντια από νοσούν άτομο στο οικογενειακό περιβάλλον. Στους ενήλικες ο ιός μεταδίδεται κυρίως με τη σεξουαλική επαφή και επαφή με μολυσμένο αίμα. Ως εκ τούτου, άτομα με πολλαπλές σεξουαλικές επαφές, ετερόφυλες ή ομόφυλες, οι χρήστες ναρκωτικών ουσιών, οι πολυμεταγγιζόμενοι, όσοι έχουν υποβληθεί μετάγγιση αίματος ή παραγόντων του πριν από το 1980, οι αιμοκαθαιρόμενοι, τα νεογνά μητέρων με χρόνια ηπατίτιδα Β, αλλά και οι εργαζόμενοι στον τομέα υγείας, οι φυλακισμένοι, οι τρόφιμοι ψυχιατρείων και ασύλων, οι οικείοι φορέων του ιού, οι οικονομικοί μετανάστες από χώρες υψηλής ενδημικότητας και άτομα που έχουν εκτεθεί σε ιατρικές πράξεις και τεχνικές χωρίς να τηρούνται οι απαραίτητοι κανόνες υγιεινής, αποτελούν ομάδα υψηλού κινδύνου.
Η πρόληψη
Η πρόληψη της ηπατίτιδας Β επιτυγχάνεται κυρίως με εμβολιασμό, που γίνεται σε τρεις δόσεις (0, 1 και 6 μήνες). Εμβολιασμός συνιστάται για όλα τα άτομα που δεν ανήκουν σε ομάδα υψηλού κινδύνου χωρίς να απαιτείται προέλεγχος αντισωμάτων και σε όσους ανήκουν σε ομάδα υψηλού κινδύνου και δεν έχουν έρθει σε επαφή με τον ιό, όπως διαπιστώνεται έπειτα από πλήρη ιολογικό έλεγχο. Η ανοσολογική απάντηση στον εμβολιασμό ελέγχεται με την παραγωγή αντισωμάτων (anti-HBs) 1-2 μήνες μετά την τελευταία δόση, με εξαίρεση τους αιμοκαθαιρόμενους, στους οποίους συστήνεται επανάληψη ανά έτος. Σε όσους δεν ανταποκρίνονται (τίτλους αντισωμάτων <10 IU/ml) συνιστάται η επανάληψη των 3 δόσεων του εμβολιασμού σε διπλή δόση ή σε κανονική δόση με έτερο σκεύασμα από αυτό που χρησιμοποιήθηκε αρχικά. Στις ομάδες υψηλού κινδύνου συνιστάται μια αναμνηστική δόση εμβολιασμού ανά πενταετία ή όταν ο τίτλος αντισωμάτων μειώνεται (<10 IU/ml). Για την πρόληψη της κάθετης/περιγεννητικής μετάδοσης από μητέρες φορείς του ιού της ηπατίτιδας Β στο νεογνό συνιστάται η παθητική ανοσοποίηση με χορήγηση υπεράνοσης γ-σφαιρίνης στο νεογνό μέσα στο πρώτο 12ωρο από τη γέννηση, με παράλληλη έναρξη πλήρους εμβολιασμού, ενώ η χορήγηση νουκλεοσ(τ)ιδικών αναλόγων το τελευταίο τρίμηνο της κύησης σε εγκύους με υψηλό ιικό φορτίο φαίνεται να προφυλάσσει το έμβρυο από ενδομήτρια μετάδοση.
Σε άτομα που δεν έχουν εμβολιαστεί και έρχονται σε επαφή με τον ιό (κυρίως λόγω σεξουαλικής επαφής), συνιστάται άμεση χορήγηση υπεράνοσης γ-σφαιρίνης και παράλληλη χορήγηση της πρώτης δόσης του εμβολίου. Πλήρης ιολογικός έλεγχος μετά 20-30 ημέρες θα καθορίσει είτε συνέχιση του εμβολιασμού είτε διακοπή σε περίπτωση μόλυνσης από τον ιό.
Οσοι ασθενείς πάσχουν από ηπατίτιδα Β, διάγνωση που απαιτεί μια συνηθισμένη αιμοληψία και βασίζεται στην ανίχνευση στο αίμα του αντιγόνου επιφανείας του ιού (HBs Ag), θα πρέπει να απευθυνθούν σε ειδικό ηπατολόγο για περαιτέρω έλεγχο και αντιμετώπιση. Ο ειδικός, από το ιστορικό, την κλινική εξέταση, πλήρη εργαστηριακό έλεγχο που περιλαμβάνει απαραίτητα έλεγχο τρανσαμινασών, αντιγόνων και αντίστοιχων αντισωμάτων του ιού και τα επίπεδα του φορτίου του ιού (HBVDNA) με τη μέθοδο της αλυσιδωτής πολυμεράσης (PCR), υπερηχογράφημα ήπατος και πιθανά βιοψία ήπατος, θα καθορίσει τη φάση και τη βαρύτητα της χρόνιας ηπατίτιδας Β, ώστε να εντάξει τους ασθενείς σε πρόγραμμα τακτικής παρακολούθησης ή να τους συστήσει την έναρξη θεραπείας.
Στόχος η εκρίζωση του ιού
Αν και ο στόχος της θεραπευτικής αγωγής στους ασθενείς με χρόνια ηπατίτιδα Β είναι η εκρίζωση του ιού, δηλαδή του HBVDNA από το ηπατοκύτταρο, η απώλεια του αντιγόνου (HBsAg) και η ανάπτυξη αντισωμάτων (antiHBs), κάτι τέτοιο δεν επιτυγχάνεται σε σημαντικό βαθμό ασθενών. Εντούτοις, οι θεραπευτικές επιλογές που διαθέτουμε σήμερα, στοχεύοντας στην καταστολή του ιικού πολλαπλασιασμού και του βαθμού φλεγμονής, αναστέλλουν την εξέλιξη της νόσου σε κίρρωση και ηπατοκυτταρικό καρκίνο και επιτυγχάνουν παράταση της επιβίωσης και των διαστημάτων με απουσία συμπτωμάτων και επιπλοκών. Από αυτές οι θεραπείες καθορισμένης διάρκειας με κλασική ιντερφερόνη τείνουν να εγκαταλειφθούν λόγω τρόπου χορήγησης (υποδόρια) και ανεπιθύμητων παρενεργειών, ενώ αυτές με τη νεότερη πεγκυλιωμένη μορφή της, αν και καλύτερα ανεκτές, έχουν περιορισμένη αποτελεσματικότητα, ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου επικρατεί το μεταλλαγμένο στέλεχος του ιού.
Αντίθετα, τα από του στόματος χορηγούμενα αντιιικά νουκλεοσ(τ)ιδικά ανάλογα στερούνται σοβαρών παρενεργειών και έχουν υψηλή αποτελεσματικότητα, η οποία όμως δεν διατηρείται μετά τη διακοπή τους, γεγονός που επιβάλλει τη μακροχρόνια χορήγησή τους. Από αυτά, η λαμιβουδίνη, το πρώτο συνθετικό νουκλεοσιδικά ανάλογο, παρά τα υψηλά ποσοστά αποτελεσματικότητας τον πρώτο χρόνο θεραπείας, παρουσιάζει σταδιακή ελάττωση της αποτελεσματικότητάς της λόγω εμφάνισης μεταλλαγμένων στελεχών του ιού, που οδηγούν στο φαινόμενο της αντοχής με συνέπεια την άρση της ανταπόκρισής της όσον αφορά τον ιικό πολλαπλασιασμό (HBV DNA) και βιοχημική και ιστολογική υποτροπή. Νεότερα ανάλογα, όπως η αδεφοβίρη και η τελμπιβουδίνη, εμφανίζουν σημαντικά χαμηλότερα ποσοστά αντοχής, ενώ τα πλέον πρόσφατα, εντεκαβίρη και τενοφοβίρη, δεν παρουσιάζουν πρακτικά καμία αντοχή και, σε συνδυασμό με την άριστη ανοχή και ασφάλειά τους, αποτελούν σήμερα επιλογή πρώτης γραμμής.
Παρά ταύτα, όπως σε κάθε μακροχρόνια χορήγηση φαρμάκων, επιβάλλεται τακτική παρακολούθηση για την έγκαιρη διαπίστωση τυχόν παρενεργειών που χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης.
Η Ελλάδα ανήκει στις χώρες με ενδιάμεση συχνότητα (2-8% του πληθυσμού). Αν και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εκτιμά ότι η συχνότητα κυμαίνεται 2,3%-2,6% στο σύνολο του πληθυσμού, γεγονός που αποδίδεται στον υποχρεωτικό εμβολιασμό και τη βελτίωση των κοινωνικοοικονομικών και υγειονομικών συνθηκών -το ποσοστό παραμένει υψηλό σε ομάδες υψηλού κινδύνου (έως 6%) και σε ομάδες με χαμηλό κοινωνικοοικονομικό επίπεδο και κακές συνθήκες υγιεινής (έως 25%)-, τα τελευταία χρόνια η εισροή οικονομικών μεταναστών από χώρες υψηλής ενδημικότητας και η αύξηση των χρηστών ενδοφλεβίως τοξικών ουσιών έχουν ως συνέπεια την εκ νέου αύξηση της συχνότητας, έτσι ώστε η χρόνια λοίμωξη από ιό ηπατίτιδας Β να αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα δημόσιας υγείας για την Ελλάδα, το οποίο απαιτεί πρόληψη και αντιμετώπιση.
Η μετάδοση
Η μετάδοση του ιού είναι παρεντερική, μια και το αίμα αποτελεί το πλέον λοιμογόνο από όλα τα βιολογικά υγρά, κάτι που συνεπάγεται ότι η λοίμωξη δεν μεταδίδεται με τις τροφές, το θηλασμό ή τις συνήθεις κοινωνικές δραστηριότητες. Η λοίμωξη στα βρέφη και στα παιδιά οφείλεται είτε σε κάθετη μετάδοση, όταν ο ιός μεταδίδεται από μητέρα φορέα του ιού κατά τη διάρκεια του τοκετού, ή σπανιότερα ενδομήτρια (10%), είτε σε οριζόντια από νοσούν άτομο στο οικογενειακό περιβάλλον. Στους ενήλικες ο ιός μεταδίδεται κυρίως με τη σεξουαλική επαφή και επαφή με μολυσμένο αίμα. Ως εκ τούτου, άτομα με πολλαπλές σεξουαλικές επαφές, ετερόφυλες ή ομόφυλες, οι χρήστες ναρκωτικών ουσιών, οι πολυμεταγγιζόμενοι, όσοι έχουν υποβληθεί μετάγγιση αίματος ή παραγόντων του πριν από το 1980, οι αιμοκαθαιρόμενοι, τα νεογνά μητέρων με χρόνια ηπατίτιδα Β, αλλά και οι εργαζόμενοι στον τομέα υγείας, οι φυλακισμένοι, οι τρόφιμοι ψυχιατρείων και ασύλων, οι οικείοι φορέων του ιού, οι οικονομικοί μετανάστες από χώρες υψηλής ενδημικότητας και άτομα που έχουν εκτεθεί σε ιατρικές πράξεις και τεχνικές χωρίς να τηρούνται οι απαραίτητοι κανόνες υγιεινής, αποτελούν ομάδα υψηλού κινδύνου.
Η πρόληψη
Η πρόληψη της ηπατίτιδας Β επιτυγχάνεται κυρίως με εμβολιασμό, που γίνεται σε τρεις δόσεις (0, 1 και 6 μήνες). Εμβολιασμός συνιστάται για όλα τα άτομα που δεν ανήκουν σε ομάδα υψηλού κινδύνου χωρίς να απαιτείται προέλεγχος αντισωμάτων και σε όσους ανήκουν σε ομάδα υψηλού κινδύνου και δεν έχουν έρθει σε επαφή με τον ιό, όπως διαπιστώνεται έπειτα από πλήρη ιολογικό έλεγχο. Η ανοσολογική απάντηση στον εμβολιασμό ελέγχεται με την παραγωγή αντισωμάτων (anti-HBs) 1-2 μήνες μετά την τελευταία δόση, με εξαίρεση τους αιμοκαθαιρόμενους, στους οποίους συστήνεται επανάληψη ανά έτος. Σε όσους δεν ανταποκρίνονται (τίτλους αντισωμάτων <10 IU/ml) συνιστάται η επανάληψη των 3 δόσεων του εμβολιασμού σε διπλή δόση ή σε κανονική δόση με έτερο σκεύασμα από αυτό που χρησιμοποιήθηκε αρχικά. Στις ομάδες υψηλού κινδύνου συνιστάται μια αναμνηστική δόση εμβολιασμού ανά πενταετία ή όταν ο τίτλος αντισωμάτων μειώνεται (<10 IU/ml). Για την πρόληψη της κάθετης/περιγεννητικής μετάδοσης από μητέρες φορείς του ιού της ηπατίτιδας Β στο νεογνό συνιστάται η παθητική ανοσοποίηση με χορήγηση υπεράνοσης γ-σφαιρίνης στο νεογνό μέσα στο πρώτο 12ωρο από τη γέννηση, με παράλληλη έναρξη πλήρους εμβολιασμού, ενώ η χορήγηση νουκλεοσ(τ)ιδικών αναλόγων το τελευταίο τρίμηνο της κύησης σε εγκύους με υψηλό ιικό φορτίο φαίνεται να προφυλάσσει το έμβρυο από ενδομήτρια μετάδοση.
Σε άτομα που δεν έχουν εμβολιαστεί και έρχονται σε επαφή με τον ιό (κυρίως λόγω σεξουαλικής επαφής), συνιστάται άμεση χορήγηση υπεράνοσης γ-σφαιρίνης και παράλληλη χορήγηση της πρώτης δόσης του εμβολίου. Πλήρης ιολογικός έλεγχος μετά 20-30 ημέρες θα καθορίσει είτε συνέχιση του εμβολιασμού είτε διακοπή σε περίπτωση μόλυνσης από τον ιό.
Οσοι ασθενείς πάσχουν από ηπατίτιδα Β, διάγνωση που απαιτεί μια συνηθισμένη αιμοληψία και βασίζεται στην ανίχνευση στο αίμα του αντιγόνου επιφανείας του ιού (HBs Ag), θα πρέπει να απευθυνθούν σε ειδικό ηπατολόγο για περαιτέρω έλεγχο και αντιμετώπιση. Ο ειδικός, από το ιστορικό, την κλινική εξέταση, πλήρη εργαστηριακό έλεγχο που περιλαμβάνει απαραίτητα έλεγχο τρανσαμινασών, αντιγόνων και αντίστοιχων αντισωμάτων του ιού και τα επίπεδα του φορτίου του ιού (HBVDNA) με τη μέθοδο της αλυσιδωτής πολυμεράσης (PCR), υπερηχογράφημα ήπατος και πιθανά βιοψία ήπατος, θα καθορίσει τη φάση και τη βαρύτητα της χρόνιας ηπατίτιδας Β, ώστε να εντάξει τους ασθενείς σε πρόγραμμα τακτικής παρακολούθησης ή να τους συστήσει την έναρξη θεραπείας.
Στόχος η εκρίζωση του ιού
Αν και ο στόχος της θεραπευτικής αγωγής στους ασθενείς με χρόνια ηπατίτιδα Β είναι η εκρίζωση του ιού, δηλαδή του HBVDNA από το ηπατοκύτταρο, η απώλεια του αντιγόνου (HBsAg) και η ανάπτυξη αντισωμάτων (antiHBs), κάτι τέτοιο δεν επιτυγχάνεται σε σημαντικό βαθμό ασθενών. Εντούτοις, οι θεραπευτικές επιλογές που διαθέτουμε σήμερα, στοχεύοντας στην καταστολή του ιικού πολλαπλασιασμού και του βαθμού φλεγμονής, αναστέλλουν την εξέλιξη της νόσου σε κίρρωση και ηπατοκυτταρικό καρκίνο και επιτυγχάνουν παράταση της επιβίωσης και των διαστημάτων με απουσία συμπτωμάτων και επιπλοκών. Από αυτές οι θεραπείες καθορισμένης διάρκειας με κλασική ιντερφερόνη τείνουν να εγκαταλειφθούν λόγω τρόπου χορήγησης (υποδόρια) και ανεπιθύμητων παρενεργειών, ενώ αυτές με τη νεότερη πεγκυλιωμένη μορφή της, αν και καλύτερα ανεκτές, έχουν περιορισμένη αποτελεσματικότητα, ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου επικρατεί το μεταλλαγμένο στέλεχος του ιού.
Αντίθετα, τα από του στόματος χορηγούμενα αντιιικά νουκλεοσ(τ)ιδικά ανάλογα στερούνται σοβαρών παρενεργειών και έχουν υψηλή αποτελεσματικότητα, η οποία όμως δεν διατηρείται μετά τη διακοπή τους, γεγονός που επιβάλλει τη μακροχρόνια χορήγησή τους. Από αυτά, η λαμιβουδίνη, το πρώτο συνθετικό νουκλεοσιδικά ανάλογο, παρά τα υψηλά ποσοστά αποτελεσματικότητας τον πρώτο χρόνο θεραπείας, παρουσιάζει σταδιακή ελάττωση της αποτελεσματικότητάς της λόγω εμφάνισης μεταλλαγμένων στελεχών του ιού, που οδηγούν στο φαινόμενο της αντοχής με συνέπεια την άρση της ανταπόκρισής της όσον αφορά τον ιικό πολλαπλασιασμό (HBV DNA) και βιοχημική και ιστολογική υποτροπή. Νεότερα ανάλογα, όπως η αδεφοβίρη και η τελμπιβουδίνη, εμφανίζουν σημαντικά χαμηλότερα ποσοστά αντοχής, ενώ τα πλέον πρόσφατα, εντεκαβίρη και τενοφοβίρη, δεν παρουσιάζουν πρακτικά καμία αντοχή και, σε συνδυασμό με την άριστη ανοχή και ασφάλειά τους, αποτελούν σήμερα επιλογή πρώτης γραμμής.
Παρά ταύτα, όπως σε κάθε μακροχρόνια χορήγηση φαρμάκων, επιβάλλεται τακτική παρακολούθηση για την έγκαιρη διαπίστωση τυχόν παρενεργειών που χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.