Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

Κρίση και κοινωνικός ανασχεδιασμός

Άρθρο-παρέμβαση του ΣΑΒΒΑ ΤΣΙΤΟΥΡΙΔΗ


Αφορμή γι' αυτήν την παρέμβαση μου έδωσαν δύο δυσάρεστα περιστατικά. Παραμονές Χριστουγέννων το Γηροκομείο της Αθήνας ειδοποίησε 45 ηλικιωμένους ότι δεν θα μπορούσαν να παραμείνουν στο ίδρυμα λόγω οικονομικών δυσκολιών. Την ίδια στιγμή κλείνει ο ξενώνας «Στοργή», που ανήκει στην «προβληματική» εκκλησιαστική ΜΚΟ «Αλληλεγγύη» και φιλοξενούσε παιδιά και γυναίκες, θύματα ενδοοικογενειακής βίας και κυκλωμάτων εμπορίας ανθρώπων.
Τα παραδείγματα αυτά δεν είναι τα μόνα. Την εποχή αυτή, σ' όλη την Ελλάδα, κοινωνικές δομές που λειτουργούν με ευθύνη του κεντρικού κράτους, της τοπικής αυτοδιοίκησης, της Εκκλησίας ή φιλανθρωπικών σωματείων και συλλόγων, παρουσιάζονται με σοβαρά προβλήματα. Τα προβλήματα αυξάνουν και εντείνονται είτε διότι περικόπτονται δημόσιες κοινωνικές παροχές είτε λόγω αδυναμίας συλλόγων και ιδρυμάτων να διαχειριστούν αποτελεσματικά και με διαφάνεια τους πόρους που προέρχονται από φιλανθρωπία ή από κληροδοτήματα. Και βεβαίως σε μια εποχή οικονομικής κρίσης οι πόροι από τη φιλανθρωπία προφανώς μειώνονται.
Την ίδια στιγμή, η κρίση κάνει ακόμη πιο έντονα τα προβλήματα μεγάλου αριθμού ευάλωτων ατόμων που ζουν στη φτώχεια, στο γήρας, στον κοινωνικό αποκλεισμό ή είναι θύματα της κάθε λογής ιδιαιτερότητας, αδικίας ή βίας. Πέρα όμως από τα παραπάνω, η ίδια η εξέλιξη των οικογενειακών σχέσεων και των κοινωνικών συνθηκών επιτείνει φαινόμενα προσωπικών και κοινωνικών αδιεξόδων.
Στη χώρα μας, παρά το μειούμενο ποσοστό των κοινωνικών δαπανών, οι δαπάνες αυτές βρίσκονται στον ευρωπαϊκό-ενωσιακό μέσο όρο, κινούμενες γύρω στο 22% του ΑΕΠ. Το πρόβλημα αυτών των δαπανών ήταν και παραμένει η ανταποδοτικότητά τους, που βρίσκεται πολύ χαμηλά σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Το επιπλέον ζήτημα που προκύπτει τώρα είναι πως το κεντρικό κράτος περνά στην τοπική αυτοδιοίκηση σημαντικές πολιτικές με κοινωνική πτυχή, χωρίς τους αναγκαίους πόρους.
Την ίδια στιγμή η νέα οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα, πέρα από τη μείωση της κοινωνικής και φιλανθρωπικής παρέμβασης της Εκκλησίας, ιδρυμάτων και συλλόγων, φέρνει στο προσκήνιο ζητήματα κακοδιαχείρισης και εκμετάλλευσης κοινωνικών και φιλανθρωπικών χορηγιών και πόρων. Αλλά και ένα πρόσθετο ζήτημα. Αυτό της υπερπροβολής φιλανθρωπικών και άλλων παρεμβάσεων κοινωνικού χαρακτήρα από συλλόγους ή από οικονομικά και επιχειρηματικά κέντρα, κατά τρόπο που δημιουργεί πολλά ερωτήματα ως προς την ανιδιοτέλεια αλλά και ως προς την ενδεχόμενη «υπεραντιστάθμιση» τέτοιων δράσεων
από άλλες δραστηριότητες αυτών των κέντρων.
Με εντεινόμενα αυτά τα φαινόμενα και με δυσμενείς προοπτικές σε ό,τι αφορά τον αριθμό και την ένταση φαινομένων φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, ο ρόλος του κράτους για ενίσχυση της κοινωνικής προστασίας και αλληλεγγύης, για πρόνοια και διευθέτηση των κοινωνικών αδικιών, γίνεται ακόμη πιο επιτακτικός.
Είναι προφανές ότι η οικονομική κατάσταση της χώρας δεν θα επέτρεπε σήμερα αύξηση των κοινωνικών δαπανών. Στόχος συνεπώς πρέπει να είναι η διαφάνεια, ο εξορθολογισμός τους και η αύξηση της ανταποδοτικότητάς τους. Και βεβαίως «λύση» στο πρόβλημα δεν μπορεί να είναι η «εκχώρηση» του ρόλου του κοινωνικού αρωγού στην τοπική αυτοδιοίκηση -χωρίς πρόβλεψη πόρων- ή σε οργανώσεις και σωματεία. Τέτοια νομικά πρόσωπα ενίοτε λειτουργούν με φλόγα και αυταπάρνηση, αλλά υπάρχουν περιπτώσεις όπου η αδιαφάνεια και η απουσία μηχανισμών ελέγχου και αυτοελέγχου οδηγούν σε οικονομικές καταχρήσεις και σκάνδαλα.
Στους δύσκολους οικονομικά και κοινωνικά καιρούς που έρχονται, το «κακό», δυσκίνητο και σπάταλο κράτος δεν μπορεί να είναι άλλοθι για περιορισμό στον ευαίσθητο αυτό τομέα. Θα πρέπει λοιπόν να ξαναδούμε ουσιαστικά και πρακτικά την ανάγκη για κοινωνική προστασία.
Θα πρέπει να θεωρήσουμε και πάλι την προστασία αυτή παράγοντα εξάλειψης αδικιών, αντιμετώπισης δυσκολιών και αναπλήρωσης και αναδιανομής εισοδήματος. Και να τη θεωρήσουμε ακόμη παράγοντα ανταγωνιστικότητας και ανάπτυξης. Οι κοινωνικές δαπάνες ιδιαίτερα σε εποχή κρίσης δεν είναι «πολυτέλεια». Είναι ουσιαστική προϋπόθεση και βασικός παράγοντας για την αντιμετώπιση της κρίσης και του κοινωνικού αποκλεισμού.
Οι δυσκολίες και οι μη επαρκείς πόροι πρέπει να
οδηγήσουν αμέσως σ' έναν κοινωνικό ανασχεδιασμό, με επανεξέταση όλων των κοινωνικών πόρων και με αύξηση της ανταποδοτικότητάς τους. Συγχρόνως όμως καθιστούν επιτακτική την ανάγκη για αλλαγή των λειτουργικών και επιχειρησιακών δομών κοινωνικής προστασίας και αλληλεγγύης.
Η δημιουργία ενός ΕΘΝΙΚΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ με τη συμμετοχή του κράτους, της τοπικής αυτοδιοίκησης, της Εκκλησίας και του ιδιωτικού τομέα (ιδιώτες, σωματεία,
ιδρύματα) θα μπορούσε να συνενώσει προσπάθειες, να εξορθολογίσει πόρους, να ενισχύσει τη διαφάνεια στη διαχείρισή τους και να αυξήσει την ανταποδοτικότητά τους.
Σε ένα τέτοιο δίκτυο η οργάνωση του εθελοντισμού και η κοινωνική εργασία θα μπορούσαν να έχουν εξαιρετικά αποτελέσματα.
Αν δεν προχωρήσουμε τώρα γρήγορα και αποτελεσματικά, θα ενισχύεται το αίσθημα της κοινωνικής αδικίας και ο κοινωνικός αποκλεισμός ευπαθών ατόμων και ομάδων. Και μαζί με τον πόνο θα μεγαλώνει και η οργή. Με ό,τι σημαίνει αυτό για την πορεία μιας Πολιτείας και μιας κοινωνίας. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.